Φαινομενικά η υπόθεση της Θράκης είναι εξαιρετικά απλή.
Δύο μουσουλμάνοι υποψήφιοι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ χαίρουν ιδιαίτερης φροντίδας και περιποίησης από το τουρκικό προξενείο της περιοχής – ενδεχομένως στο όνομα των δεσμών της «τουρκικής μειονότητας», στην οποία και οι δύο δηλώνουν ότι ανήκουν.
Ούτε το σύνολο της μουσουλμανικής μειονότητας αφορά η υπόθεσή τους, ούτε τα δικαιώματά της, ούτε τη μεταχείρισή της, ούτε τίποτα σχετικό ή συναφές.
Η προηγούμενη κυβέρνηση ενημέρωσε εμπιστευτικά σε δύο (τουλάχιστον) περιπτώσεις τον ΣΥΡΙΖΑ για τις δραστηριότητες των υποψηφίων του αλλά δεν ήταν καν απαραίτητο.
Οι ίδιοι οι υποψήφιοι πρωτοστατούσαν σε εκδηλώσεις του προξενείου και του μη αναγνωρισμένου από την ελληνική πολιτεία «μουφτή», καθώς και στην υποδοχή τούρκων πολιτικών παραγόντων στην περιοχή.
Τοπικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στη Ροδόπη είχαν ήδη αντιδράσει δημοσίως και παραιτηθεί από τα κομματικά όργανα (Θ. Καλογιαντσίδης στις 28/1, Ελ. Λαφτσή στις 22/5). Ενώ ο τοπικός Τύπος είχε αναφερθεί εκτενώς στις αντιδράσεις αυτές.
Επιπροσθέτως τουλάχιστον μία αθηναϊκή (αντιπολιτευόμενη) εφημερίδα είχε καταγράψει προ έτους την άγαρμπη προώθηση ενός εκ των δύο συγκεκριμένων μουσουλμάνων στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ εις βάρος δύο χριστιανών υποψηφίων. Η εφημερίδα τον χαρακτήριζε «εκλεκτό του τουρκικού προξενείου» («Εστία», 22/5/2022).
Συνεπώς η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ήξερε ή όφειλε να γνωρίζει ότι κάτι συμβαίνει με τους συγκεκριμένους υποψηφίους στη Ροδόπη και την Ξάνθη.
Θα μπορούσε απλώς να ερευνήσει σοβαρά το θέμα, να τους αποκλείσει από τους συνδυασμούς ή έστω να τους συνετίσει κι ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Το θέμα τελείωνε εκεί.
Αντί γι’ αυτό, η Κουμουνδούρου επέλεξε να μην κάνει τίποτα. Από επιπολαιότητα; Από κουτοπονηριά; Από μαγκιά; Χάλε γύρευε.
Και τελικά της έσκασε η χειροβομβίδα στα χέρια.
Υποδαύλισε το θέμα η ΝΔ; Να το δεχτώ. Εκλογές έχουμε, το πρόβλημα προφανώς υπάρχει, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ενημερωθεί, αλλά αποφάσισε να κάνει του κεφαλιού του. Αποδεικνύεται ότι οι τζάμπα μαγκιές δεν είναι ποτέ τζάμπα.
Με αυτά και με τα άλλα λοιπόν ένα φαινομενικά απλό ζήτημα ανέβηκε στην πρώτη γραμμή της προεκλογικής επικαιρότητας.
Ανοίγοντας τους κρουνούς της ανοησίας. Διότι ούτε κανείς υποστηρίζει ότι η μουσουλμανική μειονότητα «αποτελείται από πολίτες δεύτερης κατηγορίας», ούτε δημιουργείται «κακό προηγούμενο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις» (Μ. Κοππά, «Αυγή», 12/6).
Ενώ φυσικά κανείς δεν «στοχοποιεί τη μειονότητα για τις επιλογές της στις εκλογές» (Σ. Βαλντέν, «Εφ. Συν», 12/6). Τρεις σκασίλες έχουμε αν ψηφίζουν Νατσιό ή Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Αντιθέτως αποτελεί θεμιτή δημοκρατική επιδίωξη να μη χειραγωγούνται έλληνες πολίτες από το τουρκικό προξενείο και να μην εκλέγονται έλληνες βουλευτές από την Αγκυρα.
Ο Γ. Φλωρίδης περιέγραψε παραστατικά την καθοδηγούμενη μετακίνηση μειονοτικών ψηφοφόρων ακόμη και από το εξωτερικό στις πρόσφατες εκλογές (One, 11/6). Ενώ στη διαχρονική «εκλογική» δραστηριότητα του προξενείου αναφέρθηκε σε συνέντευξή του και ο πρόεδρος των Πομάκων (επίσης μουσουλμάνος) Αχμέτ Ιμάμ (10/6).
Μπορεί λοιπόν το συγκεκριμένο θέμα να ήταν φαινομενικά απλό και να είχε λυθεί από τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ χωρίς μεγάλη φασαρία. Αλλά το πρόβλημα υπήρχε και υπάρχει.
Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι η τουρκική εφημερίδα «Χουριέτ» μιλούσε για «τουρκική μειονότητα» και «τούρκους βουλευτές που είναι στο κόμμα του Τσίπρα» (13/6). Το ήξερε άραγε ο Τσίπρας ότι είχε «τούρκους βουλευτές» στο κόμμα του;
Ενδεχομένως θα ακούσω την παρατήρηση ότι «έλα μωρέ, αυτά τα πράγματα γίνονταν και θα γίνονται». Σωστό αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι.
Διότι τώρα γίνονται σε ένα νέο πλαίσιο και με διαφορετικά συμφραζόμενα.
Πρώτον, γίνονται απέναντι σε μια αναθεωρητική Τουρκία με διεκδικήσεις περιφερειακής κυριαρχίας. Η ηγεσία Ερντογάν έχει κατ’ επανάληψη αναφερθεί στην αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης, της οποίας πρόβλεψη είναι ο προσδιορισμός της μειονότητας ως «μουσουλμανικής».
Μια «τουρκική» μειονότητα και μάλιστα με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση θα αποτελούσε διαρκές επίδικο για τουρκική παρέμβαση στη Θράκη – θυμίζω πως στη γειτονική τους Συρία οι Τούρκοι έχουν ήδη επέμβει τρεις – τέσσερις φορές!
Με άλλα λόγια, μιλούμε για μια άλλη Τουρκία από εκείνη με την οποία τέτοια πράγματα «γίνονταν και θα γίνονται».
Η σημερινή Τουρκία αναζητεί έναν νέο ρόλο στην περιοχή, αμφισβητεί το καθεστώς του Αιγαίου και των νησιών ενώ σε κάθε περίπτωση επιδιώκει να «γκριζάρει» την ελληνική κυριαρχία. Δεν έχουμε δηλαδή να κάνουμε με κάποια πολιτική επιπλοκή, αλλά με ένα ολόκληρο γεωπολιτικό σχέδιο.
Δεύτερον, γίνονται σε μια εποχή μεγάλων μεταναστευτικών πιέσεων. Οι πιέσεις αυτές εκδηλώνονται εντονότερα και μαζικότερα στη Θράκη, αφού αποτελεί σχεδόν τη μοναδική χερσαία δίοδο από την Τουρκία στην Ευρώπη.
Τα γεγονότα του 2020 άλλωστε είναι ένα καλό παράδειγμα ενσωμάτωσης των μεταναστευτικών ροών στον επιθετικό γεωπολιτικό σχεδιασμό της γειτονικής χώρας.
Χωρίς φύλαξη των συνόρων θα μπορούσαμε φυσικά να προσφύγουμε στα διεθνή κι ευρωπαϊκά δικαστήρια. Αλλά έως τότε οι απρόσκλητοι επισκέπτες θα είχαν φτάσει στον Ισθμό.
Τρίτον, γίνονται τη στιγμή που μια επιθετική και αναθεωρητική Τουρκία επιδιώκει καταφανώς να χρησιμοποιήσει τη μειονότητα σε έναν ενεργό πολιτικό και ενδεχομένως αποσταθεροποιητικό ρόλο.
Αν όχι για άμεση χρήση, πάντως για το μέλλον.
Η καθοδηγούμενη κινητοποίηση των τελευταίων εκλογών δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν κάποιο ισχυρό κέντρο δεν την οργάνωνε και δεν τη χρηματοδοτούσε.
Κι ούτε θα πέσουμε από τα σύννεφα αν η Τουρκία χρησιμοποιήσει τη μειονότητα για να υπηρετήσει εσωτερικούς συσχετισμούς που κρίνει ότι τη συμφέρουν.
Με άλλα λόγια δεν είναι business as usual. Δεν είναι καν οι εκλογές και ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι η εθνική κυριαρχία. Και είναι η Θράκη.