Τα πρώτη χρόνια της Μεταπολίτευσης η λέξη «ενσωμάτωση» ήταν άγνωστη. Αλλά ακόμη κι όταν αργότερα έγινε κάπως γνωστή, ακουγόταν σαν περιττή πολυτέλεια.
Όπως και να ‘χει, ούτε οι άγνωστες λέξεις ούτε οι λέξεις πολυτελείας είχαν θέση σε ένα κράτος που προσπαθούσε να θεραπεύσει τα μετεμφυλιακά του τραύματα ενσωματώνοντας στον κοινωνικό του ιστό ολόκληρες κατηγορίες αποκλεισμένων.
Σε αυτή τη διαδικασία ενσωμάτωσης, οι μουσουλμάνοι της Θράκης έμειναν στον πάτο. Η δική τους εξάλλου δεν ήταν μια υπόθεση «κοινωνικών» φρονημάτων. Το φρόνημα τουλάχιστον κάποιων από αυτούς ήταν εθνικό. Κι έτσι, όλη η κοινότητα παρέμεινε ένας εν δυνάμει «εθνικός κίνδυνος» σε ένα κράτος που είχε μάθει να αντιμετωπίζει τους εσωτερικούς της «εθνικούς κινδύνους» του δια του αποκλεισμού και της απομόνωσης.
Έτσι απομονωμένους γνώριζε κανείς τους μουσουλμάνους σε δομές υποχρεωτικής ενσωμάτωσης, όπως ήταν ο στρατός. Τους γνώριζε ως «μεμέτια», η θέση των οποίων ήταν στα εθνικώς «ασφαλή» μαγειρεία.
Οι πολίτες δεύτερης κατηγορίας καθάριζαν πατάτες για τους στρατευμένους της πρώτης. Φορούσαμε την ίδια στολή με το ίδιο εθνόσημο. Αλλά δεν ήταν το εθνικό φρόνημα που μας χώριζε – κι αν ήταν, δεν ήταν το μεγαλύτερο. Το πραγματικά τεράστιο χάσμα ήταν στην εκπαίδευση.
Δεν τους έλεγαν όλους «Μεχμέτ» κι ας τους φώναζαν όλους «μεμέτια». Όπως όμως και να λεγόταν ο καθένας, με δυσκολία μπορούσε να γράψει ακόμη και το όνομά του. Δεν ξέρω ποιος από αυτούς αποτελούσε «εθνικό κίνδυνο». Ξέρω πάντως πως όλοι τους στερούνταν της εθνικής παιδείας.
Είχαν ασφαλώς γίνει βήματα. Η εθνική πολιτική της απομόνωσης και του αποκλεισμού είχε εγκαταλειφθεί δίνοντας τη θέση της σε πολιτικές που δεν έκαναν την ενσωμάτωση ή την αφομοίωση να ακούγονται σαν περιττή πολυτέλεια αλλά σαν εθνική ανάγκη. Αυτήν την εθνική ανάγκη στήριξαν σθεναρά και από θέσεις ευθύνης πολιτικοί όπως ο Γιώργος Παπανδρέου και η Ντόρα Μπακογιάννη.
Τα δικά μου βήματα με είχαν οδηγήσει στο μεταξύ στη δημοσιογραφία. Και κάποια στιγμή με έφεραν στον δρόμο της Αννας Φραγκουδάκη και της Θάλειας Δραγώνα, δυο πανεπιστημιακών που έστησαν και έτρεξαν ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης στα μειονοτικά χωριά.
Στις συναντήσεις μας μου διηγούνταν τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν. Όχι να οργώσουν με το βανάκι τους την Ξάνθη και τη Ροδόπη, αλλά να εξασφαλίσουν έγκριση και χρηματοδότηση για την ανανέωση του προγράμματος. Δεν ήταν στις ακριτικές περιοχές που αντιμετωπίζονταν με αδιαφορία ή ακόμη και με καχυποψία ή εχθρότητα αλλά, εδώ, στην καρδιά του ελληνικού κράτους.
Δεν είναι πολυτέλεια να συναντάς μικρούς μαθητές χωρίς πρόσβαση στη γνώση και να τους βλέπεις λίγα χρόνια αργότερα, νέους δασκάλους, όχι μόνο να μιλούν και να γράφουν αλλά και να διδάσκουν τη γλώσσα της χώρας τους ως κανονικοί εργαζόμενοι και ισότιμοι πολίτες.
Δεν είναι, εκτός εάν οι λέξεις, είτε γνωστές είτε άγνωστες, έχουν χάσει το νόημά τους. Αναζητάς, ας πούμε, το νόημα όσων είπε η Μπακογιάννη στους παλιούς της γνώριμους, στα χωριά της μειονότητας. «Με φέρατε» είπε «σε δύσκολη θέση με όλους αυτούς που έδινα μάχη όλον αυτόν τον καιρό στην Αθήνα για τα διάφορα θέματα της μειονότητας (…) Εάν εσείς δεν με στηρίξετε, εγώ δεν θα μπορώ να σας στηρίξω αύριο».
Ωμή ψηφοθηρία; Εκλογικός εκβιασμός; Λογική μαφίας; Αυτή δεν είναι παρά μια συζήτηση προεκλογικής πολυτελείας. Αντίθετα, έχει νόημα να συζητήσουμε ποιοι είναι αυτοί, σε όποιο κόμμα και εάν ανήκουν, που πρέπει να πειστούν πως οι μουσουλμάνοι δεν πρέπει να χαρίζονται σε όποιο προξενείο βρίσκεται εύκαιρο στην περιοχή είτε ως δεξαμενή ψηφοφόρων είτε ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Και τότε, ναι, να συζητήσουμε και για «εθνική μειοδοσία».