Ενας κορυφαίος κι εγγράμματος παράγων της ΝΔ μου εξηγούσε πριν από τις εκλογές ότι «ο Τσίπρας έχει πέσει θύμα παρεξήγησης».

Δηλαδή;

«Νόμιζε ότι έχει άστρο, αλλά τελικά ήταν κύμα!».

Δεν είναι μια παρατήρηση για πέταμα. Εξηγεί κατά κάποιον τρόπο πώς το «παιδί θαύμα» του 2012 – 2015, ο νεότατος τότε και δημοφιλής Πρωθυπουργός, βρίσκεται σήμερα μετά από αλλεπάλληλες ήττες με το ένα πόδι στο κατώφλι μιας πρόωρης αποστρατείας.

Θα συμφωνήσω πως υπήρξε παρεξήγηση στο πρόσωπο του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ.

Αλλά νομίζω επίσης πως και τα δύο σκέλη της παρεξήγησης είναι εξίσου ακριβή. Και το άστρο και το κύμα.

Κι απλώς, όπως συμβαίνει κάποιες φορές στην πολιτική, το άστρο δεν ήταν αρκετά φωτεινό για να συνεχίσει να λάμπει μετά το κύμα, ούτε το κύμα αρκετά δυνατό για να συντηρήσει το άστρο.

Είναι γνωστό ότι οι ήττες (και κυρίως οι αλλεπάλληλες ήττες…) είναι ορφανές. Στην περίπτωση του Τσίπρα έχουν ονοματεπώνυμο.

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είναι (όπως οι περισσότεροι στην πολιτική) ένα πρόσωπο με ικανότητες και αδυναμίες, με προτερήματα και ελαττώματα, με σωστά και λάθη. Αλλά και με δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.

Πρώτον, δεν φαίνεται στο τοπίο καμία συγκρότηση και κανένα σχέδιο.

Για την ακρίβεια το σχέδιο εξαντλήθηκε το 2015. Η συγκρότηση μάλλον εξανεμίστηκε στην συνέχεια – αν υπήρξε ποτέ. Ενώ ικανότητες κι αδυναμίες αφέθηκαν να αιωρούνται ανάκατα σε μια ασαφή απροσδιοριστία.

Ο Τσίπρας ασφαλώς ωρίμασε, αλλά δεν εμφάνισε ποτέ τον «επόμενο Τσίπρα».

Δεύτερον, δεν έδειξε καμία ευλυγισία ή έστω ευχέρεια προσαρμογής σε νέες απαιτήσεις.

Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και σήμερα (στα 49 του και πρώην Πρωθυπουργός!) συνεχίζει να περιφέρεται χωρίς γραβάτα, ενώ δεν γνωρίζω καν αν έχει βελτιώσει τα αγγλικά του.

Σαν να διατυπώνει μια διαρκή αμφιθυμία ανάμεσα σε έναν νεάζοντα αριστερό ακτιβιστή κι έναν ώριμο ευρωπαίο πολιτικό.

Ασφαλώς οι εκλογές της περασμένης Κυριακής κατέληξαν σε άλλη μια ήττα, εκκωφαντική αυτή τη φορά. Δεν υπάρχει άλλωστε αμφιβολία πως και ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας έκαναν όλα τα πιθανά και απίθανα λάθη πριν από την κάλπη.

Αυτό όμως που κυρίως εντυπωσιάζει είναι πως μέχρι τέλους δεν είχαν ούτε στοιχειώδη αντίληψη ή εικόνα της κατάστασης. Αδυνατούσαν να κατανοήσουν τα προφανή, ακόμη κι όταν τα ήξεραν.

Είναι χαρακτηριστικό πως σε προεκλογική συνέντευξή του ο Τσίπρας έλεγε ότι οι δημοσκοπήσεις δίνουν τον ΣΥΡΙΖΑ στο 20%.

Αλλά στη συνέχεια επιχειρηματολόγησε κατά των δημοσκοπήσεων επειδή στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πάνω από 30%. Πού το κατάλαβε; Επειδή, εξήγησε, έχει πάρει πάνω από 30% σε προηγούμενες εκλογές (in.gr, 13/5).

Συνεπώς ήξερε. Και αρνιόταν να δεχτεί αυτό που έβλεπε ή είχε μάθει.

Μην είμαστε άδικοι. Η αυταπάτη και η ψευδαίσθηση είναι συνηθισμένα αμαρτήματα των πολιτικών κι όχι μόνο του Τσίπρα – παρόλο που έχει μάλλον βεβαρημένο παρελθόν, το οποίο έχει ομολογήσει και ο ίδιος.

Ενα αμάρτημα όμως το οποίο φαντάζει θανάσιμο ιδίως απέναντι στον Μητσοτάκη, ο οποίος σου δίνει την εντύπωση ότι δεν αφήνει στην τύχη ούτε τον ύπνο του.

Αλλά μην είμαστε άδικοι και για έναν δεύτερο λόγο. Επειδή ο Τσίπρας δεν είναι αρχηγός σε θερμοκήπιο, ούτε πρόεδρος σε φιλόπτωχο σωματείο, αλλά ηγείται μιας παράταξης η οποία κουβαλάει και ουλές και αμαρτίες και κολλήματα.

Αν λοιπόν πλήρωσε στις εκλογές την πολιτική ακαταστασία και την κοινωνική απροσδιοριστία του κόμματός του είναι επειδή αυτού του κόμματος είναι αρχηγός.

Ως εκ τούτου αυτονόητες παραδοχές για μια κεντροδεξιά κυβέρνηση (όπως για παράδειγμα η μεταναστευτική πολιτική, η φύλαξη των συνόρων κι ο φράχτης στον Εβρο ή η μείωση των φόρων και η επιχειρηματικότητα) καθίστανται στον πολιτικό χώρο του Τσίπρα αμφιλεγόμενα επίδικα.

Κι έτσι οι εκλογικές επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ στις παραμεθόριες περιοχές και τα νησιά κινήθηκαν στα όρια της συντριβής.

Είναι χαρακτηριστικό πως από τις τρεις περιοχές στις οποίες ο Τσίπρας έθεσε προσωπικά υποψηφιότητα (Δωδεκάνησα, Σέρρες, Πειραιά), ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έβγαλε καν έδρα στις δύο!

Συνεπώς η παρεξήγηση δεν αφορούσε μόνο τον Τσίπρα. Αλλά και το κόμμα του.

Παρ’ όλ’ αυτά ο Τσίπρας πέρασε όλη την προεκλογική περίοδο να προκαλεί τον Μητσοτάκη σχεδόν σε μονομαχία ένας εναντίον ενός. «Ελα να μετρηθούμε στην τηλεόραση!».

Οχι επειδή υπήρχε έστω ένα στοιχείο που να υποδηλώνει ότι υπερτερεί του αντιπάλου του (όλες οι σχετικές δημοσκοπικές αξιολογήσεις είναι συντριπτικές!) αλλά επειδή αυτή την αβάσιμη εικόνα είχε για τον εαυτό του.

Του την καλλιέργησαν; Ενδεχομένως. Σε όλα τα κόμματα υπάρχουν ανεγκέφαλοι θαυμαστές του αρχηγού τους.

Θυμίζουν λίγο τις ελληνίδες μανάδες που έχουν διακηρύξει από το σπίτι ότι ο κανακάρης τους είναι ο καλύτερος μαθητής του σχολείου αλλά το αδικεί ο δάσκαλος.

Ακόμη και τώρα, ο απίθανος Παπαδημούλης χαρακτηρίζει τον Μητσοτάκη «αφερέγγυο» και «αλαζόνα» επειδή «φοβάται» τον Τσίπρα (ανάρτηση 25/5). Η βλακεία δεν πάει στα βουνά.

Φυσικά δεν είναι έτσι τα πράγματα. Αλλά πολύ φοβούμαι πως η κολακευτική ανακήρυξη μιας ανύπαρκτης υπεροχής λειτούργησε αφοπλιστικά. Καθησυχαστικά.

Εμπόδισε τον Τσίπρα να προσπαθήσει να βελτιωθεί – κυρίως απέναντι σε έναν Μητσοτάκη που το 2023 ήταν σαφώς καλύτερος από το 2019.

Το αποτέλεσμα θυμίζει λίγο τραγούδι των U2. «I cant’t live with or without you».

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί με τον Τσίπρα, αλλά δεν μπορεί και χωρίς τον Τσίπρα. Αυτή είναι η τραγική ουσία της παρεξήγησης.

Και η οποία λύνεται μόνο ριζικά.

Είτε ο Τσίπρας θα φτιάξει έναν άλλο ΣΥΡΙΖΑ. Είτε ο ΣΥΡΙΖΑ θα βρει έναν άλλο Τσίπρα