Η δημοκρατία δεν είναι κομματοκρατία. Το υποκείμενο της δημοκρατίας είναι ο πολίτης προστατευμένος από την πανοπλία των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Η κοινωνία δεν είναι υπερβατική ως προς τους πολίτες, αλλά το πλέγμα αμοιβαίων σχέσεων που απορρέει από την ελεύθερη δράση τους (Μαρξ). Η κοινωνικότητα είναι η απόληξη της καλλιεργημένης και αυτοσυνείδητης ατομικότητας. Κανείς δεν υπάρχει ως ολοκληρωμένη προσωπικότητα παρά μόνο μέσα από την αναγνώριση του άλλου ως ετέρου εαυτού (Χέγκελ). Ομως η αναγνώριση πηγάζει μόνο από την ηθική αυτοσυνειδησία του ατόμου.
Προαπαιτούμενο για μια δίκαιη κοινωνία είναι, όπως διείδε πρώτος ο Πλάτων, η αυτοβούλως δίκαιη συμπεριφορά των μοναδικών προσωπικοτήτων που είναι το δομικό υλικό της. Ο Ρουσσώ διέκρινε ανάμεσα στην αντικοινωνική εγωπάθεια (amour propre) καί την αγάπη του εαυτού μας ως ηθικού υποκειμένου (amour de soi). Η δεύτερη ανακαλύπτει μέσα της τον άλλο ως προϋπόθεση για την ατομική ευδαιμονία και είναι το θεμέλιο του φιλελευθερισμού. Που δεν είναι η επιδίωξη του στενού ατομικού συμφέροντος, όπως τον διαστρέφουν εκείνοι που επιθυμούν να αλυσοδέσουν το αυτόγνωμο άτομο σε κάποια ολοκληρωτική προσταγή.
Τα κόμματα δεν αποτελούν πρωτογενές συστατικό της ελεύθερης κοινωνίας. Δημιουργούνται αναπόφευκτα καθώς ομάδες πολιτών ανακαλύπτουν παρεμφερή συμφέροντα και κοσμοαντιλήψεις που τους ενώνουν. Ομως οι ενώσεις αυτές προκύπτουν από την αβίαστη προαίρεση ατόμων, υπόκεινται σε διαρκή αναδιαπραγμάτευση και δεν έχουν κανέναν αιώνιο και ιερό χαρακτήρα. Ερχονται και παρέρχονται. Εκφράζουν την καταστατική πολλαπλότητα της κοινωνίας που πρώτος ετόνισε ο Αριστοτέλης. Στην πρωταρχική κατανόηση της άμεσης δημοκρατίας, που ήταν κοινωνιστική, αντιμετωπίζονται με έντονη καχυποψία, επειδή η κομματική διάσπαση του κοινωνικού σώματος εκφυλίζεται σε δημαγωγικό φατριασμό και εν τέλει σε εμφύλια σύγκρουση (στάσις).
Στο Κοινωνικό Συμβόλαιο του Ρουσσώ περιέχεται ρητή απαγόρευση δημιουργίας κομμάτων, δηλ. συνασπισμών ιδιωτικών συμφερόντων. Η απαγόρευση αυτή δεν είναι παραδεκτή σήμερα. Περιέχει όμως μια σπουδαία υπόμνηση. Κάθε κόμμα εκφράζει επιδιώξεις μιας μερίδας και μόνο πολιτών, όσο κι αν ισχυρίζεται ότι ταυτίζονται με εκείνες του συνόλου. Κάθε κόμμα είναι μια κοινωνική μειοψηφία, πράγμα που αποδεικνύεται περίτρανα με κάθε εκλογική αναμέτρηση. Δεν υπάρχουν κόμματα που αντιπροσωπεύουν ολόκληρες κοινωνικές τάξεις, πολλώ δε μάλλον ολόκληρη την κοινωνία. Ποιός αποφασίζει και διατάσσει αυτές τις ολικότητες; Ακόμα κι αν υποθέσουμε πώς υφίσταται μια ενιαία και ομοιογενἠς αστική ή εργατική τάξη (που ποτέ δεν υπήρξαν), ποτέ η πολιτική και εκλογική τους συμπεριφορά δεν υπήρξε ομοιόμορφη. Το προλεταριάτο (που ποτέ δεν ήταν ενιαίο) ιστορικά δεν ψηφίζει σοσιαλιστικά κόμματα. Δεν υπάρχουν «καθολικές τάξεις» και και «καθολικά κόμματα» που ενσαρκώνουν απριόρι τα πεπρωμένα ολόκληρου του κοινωνικού σώματος. Αυτά είναι φιλοσοφικά μυθεύματα ενὀς μεταφυσικού ολισμού, που περιέχει τα σπέρματα του πολιτικού ολοκληρωτισμού.
Τα κόμματα είναι ελεύθερα. Είναι όμως εκτός κράτους. Δεν είναι κρατικά εξαρτήματα. Ούτε ιδιοκτήτες του κράτους σε περίπτωση που μια εκλογική συγκυρία τους αποδώσει την κυβέρνηση. Το κράτος εξασφαλίζει τον ελεύθερο ανταγωνισμό όλων των βλέψεων και σκοπών που αναφύονται στην κοινωνία των πολιτών. Άρα οφείλει να είναι ουδέτερο απέναντί τους, και όχι βραχίων ισχύος του ενός επί του άλλου. Η ελεύθερη έκφραση της κοινωνικής βούλησης θα αποφασίσει, με τον ατελή μηχανισμό των εκλογών, ποιο κόμμα θα διαχειρισθεί προσωρινά τα κοινά. Το κράτος όμως, πέρα από τις κομματικές παρενθέσεις, λειτουργεί αδιαλείπτως εν ονόματι όλων, κυβερνώντων και μη. Αρα, είναι ανάγκη να διοικείται από μιαν αυστηρά ακομμάτιστη και αξιοκρατική ομάδα λειτουργών που αξιολογείται για την αμεροληψία και την αποτελεσματικότητά της.
Στην ελληνική συλλογική συνείδηση το δημόσιο ταυτίζεται με το κρατικό και εκείνο με το κομματικό και η αξιολόγηση είναι ανάθεμα. Τα αποτελέσματα τα μετράμε με το κόκκινο στην άσφαλτο και στις σιδηροτροχιές.
Ο κ. Περικλής Σ. Βαλλιάνος είναι ομότιμος καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας ΕΚΠΑ.