Οι πατέντες επινόησης ενός κυβερνητικού μέλλοντος για μετά τις εκλογές της 21ης Μαΐου αποδεικνύονται πιο ανεξάντλητες κι από την ανεξάντλητη οικονομική ακαταληψία του Βαρουφάκη.
Τελευταίο κρούσμα; Σύμφωνα με τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ, ο εν λόγω Βαρουφάκης θα μπορούσε να συμπράξει σε κυβέρνηση του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο διά της συμμετοχής αλλά και διά της ανοχής του (συνέντευξη Αλ. Τσίπρα, Alpha, 25/4).
Παρέλειψε βεβαίως να αναφέρει πως στην περίπτωση αυτή το πρόβλημα δεν είναι αν ο Βαρουφάκης θα ανεχτεί την κυβέρνηση αλλά ποιος στην κυβέρνηση θα ανεχτεί τον Βαρουφάκη.
Ο Ανδρουλάκης πάντως δηλώνει πως από την πλευρά του δεν προτίθεται να συγκυβερνήσει με όσους έπαιξαν με τη δραχμή.
Αν και (εφόσον θυμάμαι καλά…) ο Βαρουφάκης δεν έπαιζε Μονόπολη με δραχμές σπίτι του αλλά ασχολήθηκε με το ζήτημα ως υπουργός Οικονομικών της τότε κυβέρνησης Τσίπρα που δεν βλέπω να αναφέρεται στον συλλογισμό του Ανδρουλάκη.
Το σενάριο φυσικά είναι υπεράνω περιγραφής. Αλλά όχι και φαντασίας για έναν απλό λόγο: επειδή ποτέ στην Ελλάδα του τελευταίου αιώνα δεν έχει υπάρξει κυβέρνηση ανοχής, ενδεχομένως ούτε παλαιότερα.
Συνεπώς η πατέντα είναι μάλλον ατυχής ή έστω αδιευκρίνιστη και πάντως ανεξερεύνητη.
Θα μου πείτε πως ούτε κυβέρνηση με υπουργό τον Βαρουφάκη είχαμε φανταστεί ποτέ αλλά το είδαμε κι αυτό. Ως εκ τούτου, όλα μπορεί να συμβούν. Συμφωνώ. Εστω κι αν δεν έχουν όλα τις ίδιες πιθανότητες να συμβούν.
Ακόμη περισσότερο που ούτε η άλλη επινόηση μιας «κυβέρνησης ηττημένων» έχει καλύτερη πρόγνωση.
Λίγη ιστορία. Ο τελευταίος (ενδεχομένως κι ο πρώτος) πρωθυπουργός «κυβέρνησης ηττημένων» υπήρξε ο Νικόλαος Πλαστήρας το μακρινό 1951.
Σε αυτήν μετείχαν η ΕΠΕΚ και το Κόμμα Φιλελευθέρων αποκλείοντας τον νικητή των εκλογών, τον Εθνικό Συναγερμό του Αλέξανδρου Παπάγου.
Η «κυβέρνηση ηττημένων» κράτησε με το ζόρι έναν χρόνο και ο Πλαστήρας ήταν τόσο ενθουσιασμένος με την πατέντα ώστε συμφώνησε με τον Παπάγο να γίνουν τρέχοντας εκλογές το 1952 με πλειοψηφικό σύστημα.
Του αποδίδεται το λακωνικό αξίωμα «όποιος κερδίσει, κυβερνάει» το οποίο μέσες άκρες ίσχυσε στην Ελλάδα έως τις μέρες μας – πλην δικτατορίας… Οποιος κερδίζει τις εκλογές, κάνει κυβέρνηση.
Και να σκεφτείτε μάλιστα ότι όλα αυτά συνέβησαν χωρίς ο αείμνηστος στρατηγός να έχει γνωρίσει ποτέ τον Βαρουφάκη!
Ενδεχομένως σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η αντίδρασή του να ήταν ακόμη πιο απαξιωτική κι από το περίφημο «κάτσ’ κάτ’ ρε ζαγάρ’!» που ο στρατηγός απηύθυνε (με άψογη καρδιτσιώτικη προφορά) στον γραμματέα του ΚΚΕ Σιάντο, τον Δεκέμβριο του 1944.
Ολες οι πατέντες λοιπόν που ανασύρονται από το σακούλι του ακατανόητου και του αδιέξοδου δεν είναι απαραίτητο να ευδοκιμήσουν.
Ακόμη περισσότερο που (όπως είπα παραπάνω) η επινοητικότητα και ευρεσιτεχνία του διδύμου Τσίπρα – Βαρουφάκη έχει δοκιμαστεί με τα γνωστά αποτελέσματα το 2015 και μοιάζει ανεξάντλητη.
Θα πληρώνουμε με «Δήμητρες». Θα δανειζόμαστε με «Οδυσσέες». Ενδεχομένως θα επενδύουμε με «Τηλέμαχους» ή «Ναυσικάδες». Και θα το ρίχνουμε έξω με «Μαρίες Πενταγιώτισσες». Pas mal, που θα έλεγαν και οι «ανυπότακτοι» Γάλλοι.
Αν άλλωστε θυμάμαι καλά ο πρώτος που διατύπωσε το δόγμα πως «το νόμισμα δεν είναι φετίχ» δεν είναι ο Ερικ Μιλτιάδης Εντμαν τις προάλλες αλλά ο ίδιος ο Τσίπρας (συνέντευξη Αλ. Τσίπρα, ΝΕΤ, 13/6/2012)
Ολα αυτά όμως έχουν μια απαραίτητη προϋπόθεση. Να βγαίνουν οι αριθμοί στην κάλπη. Ωραίο το νταχντιρντί δηλαδή αλλά χρειάζεται και ακροατήριο για τα παλαμάκια.
Στις πρώτες τέσσερις δημοσκοπήσεις μετά την προκήρυξη των εκλογών (Metron, Opinion, Alco, Pulse) η ΝΔ εμφανίζεται να προηγείται με 6,2 – 6,9 μονάδες του ΣΥΡΙΖΑ και ο Μητσοτάκης με πολύ περισσότερες του Τσίπρα.
Υπό αυτήν την έννοια όση ανοχή κι αν επιδείξει ο Βαρουφάκης, όσες «Δήμητρες» κι αν πέσουν πάνω ή κάτω από το τραπέζι, όσο κι αν συντρέξουν η κυρία Τσιμτσιλή, η κυρία Γερμανού και η κυρία Ακρίτα, η «προοδευτική διακυβέρνηση» έχει μερικές ελλείψεις κυρίως ψήφων.
Οι οποίες δύσκολα θα καλυφθούν αν δεν αποσαφηνίσει ο μέσος πολίτης τι τον περιμένει την επομένη των εκλογών.
Χωρίς να υποδύομαι τον προάγγελο δεινών υποψιάζομαι λοιπόν ότι δεν θα βρεθούν πολλοί διατεθειμένοι να εναποθέσουν τυφλά το μέλλον τους στην «παλιοπαρέα του 2015». Δώσαμε.
Και δεν είναι ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται απαραιτήτως ως φάρσα ή ως κωμωδία – άλλωστε ακόμη και στο κωμικό στοιχείο του θιάσου υπάρχει μια διαφορά γκάμας μεταξύ Προκόπη και Αντώναρου…
Είναι κυρίως ότι η Ελλάδα του 2023 μάλλον καταπίνει δυσκολότερα τα φούμαρα για το νόμισμα «Δήμητρα» ή για τη «δικαιοσύνη παντού» με τον Παππά στα ψηφοδέλτια.
Δηλαδή όχι μόνο δώσαμε. Αλλά και μάθαμε αφού πάθαμε.
Να είμαι ειλικρινής. Δεν μου αρέσει η ιδέα ότι μια «παλιοπαρέα» δουλεύει για τον Μητσοτάκη. Κυρίως επειδή δεν μου αρέσει αυτή η ιδέα της δημοκρατίας.
Αλλά ούτε είναι ένδειξη πολιτικής οξύνοιας να ανταγωνίζεσαι τον Μητσοτάκη σε στυλ «βγες έξω ρε να λογαριαστούμε!».
Αυτά τα λέγαμε μικροί στις γειτονιές κι αν ψάχνουμε συγκρίσεις μεταξύ των πολιτικών είναι πλέον γεμάτες οι δημοσκοπήσεις. Οι τηλεμαχίες είναι για τη φιγούρα.
Παρεμπιπτόντως λοιπόν θα περίμενε κάποιος «η παλιοπαρέα του 2015» να αφήσει τα IOU, τη Βέρμαχτ και τις σαχλαμάρες για να προσγειωθεί κάποια στιγμή και στο 2023. Οπου η Ελλάδα είναι διαφορετική, η Ευρώπη είναι διαφορετική, ο κόσμος είναι διαφορετικός.
Και γι’ αυτό ακόμη κι οι πρωταγωνιστές θα έπρεπε να είναι διαφορετικοί ή έστω αλλαγμένοι.