Να δεχτώ ότι μια «κυβέρνηση ηττημένων» είναι κάτι φυσιολογικό κι ότι η ουσία της δημοκρατίας είναι να κυβερνούν οι χαμένοι της κάλπης.
Να δεχτώ την πρωτοπόρα άποψη συνταγματολόγου ότι στις εκλογές δεν έχουμε νικητές και ηττημένους, διότι κάθε κόμμα καθορίζει μόνο του αν νίκησε ή έχασε (Γ. Σωτηρέλης).
Συνεπώς δεν χρειάζονται εκλογές. Θα μπορούσαμε να παίξουμε «δηλωτή».
Να δεχτώ επίσης την άποψη ότι «νικητής στις εκλογές είναι εκείνος που κάνει κυβέρνηση» (Π. Σκουρλέτης, Σκάι, 20/2).
Μια ιδέα ιδιαίτερα πρωτότυπη αν δεν είχε διατυπωθεί λίγο παλαιότερα από τον Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς και τον Γεώργιο Παπαδόπουλο.
Ο αείμνηστος Στάλιν είχε πρώτος εξηγήσει στη Γιάλτα και με αφορμή την Πολωνία ότι «το πρόβλημα δεν είναι αν θα γίνουν εκλογές αλλά ποιος θα μετρήσει τις ψήφους». Συνεπώς θα βγάλουμε εμείς την κυβέρνηση που θέλουμε και εσείς ψηφίστε ό,τι θέλετε.
Ο δε «Γιώργης Παπαδόπουλος» κατήργησε τις εκλογές του Μαΐου 1967 επειδή είχε ήδη φτιάξει κυβέρνηση στις 21 Απριλίου. Λογικό. Αν έχεις κάνει κυβέρνηση νωρίτερα και χωρίς εκλογές τι σε νοιάζει ποιος θα νικήσει στις εκλογές; Αχρείαστες είναι.
Να δεχτώ ακόμη και ότι νικητής δεν είναι απαραιτήτως εκείνος που έρχεται πρώτος στην κάλπη, ούτε θεωρούνται αναγκαστικά ηττημένοι εκείνοι που ακολουθούν.
Ετσι θα μπορούσε (ας πούμε) σε κάποια εκλογή να ανακηρυχθούν νικητές το 3ο, το 6ο και το 7ο κόμμα. Κι υπό αυτήν την έννοια ούτε σε αυτήν την περίπτωση χρειάζεται να γίνουν εκλογές. Θα βγάζουμε τους νικητές στον κλήρο.
Παλαβομάρες, θα μου πείτε. Σωστά. Αλλά ας τις αποδεχτούμε για την οικονομία της συζήτησης.
Παίρνω λοιπόν τις δημοσκοπήσεις του τελευταίου τριμήνου όπως καταγράφονται στο ειδικό ευρωπαϊκό site «Europe Elects» που ειδικεύεται στις δημοσκοπήσεις.
Δίνουν μια εξαιρετικά σταθεροποιημένη γενική εικόνα. Η ΝΔ στο 34-36%, ο ΣΥΡΙΖΑ στο 27-29% και το ΠΑΣΟΚ στο 9-11%, χωρίς αξιοσημείωτες αποκλίσεις.
Συνολικά δηλαδή τα τρία κόμματα θα μοιραστούν περίπου το 74-75% του εκλογικού σώματος.
Πρώτη διαπίστωση. Ο μόνος σαφώς πλειοψηφικός συνδυασμός που υπάρχει στο τραπέζι είναι μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου κόμματος. Αλλά έχει αποκλειστεί από όλους.
Οριακά θα μπορούσε να προκύψει κι ένας συνδυασμός μεταξύ του πρώτου και του τρίτου κόμματος. Πολύ οριακά, όμως.
Δεύτερη διαπίστωση. Η περίφημη «κυβέρνηση ηττημένων» δεν προκύπτει από κανέναν συνδυασμό, όπως κι αν ορίσει κανείς τους ηττημένους ή τους νικητές.
Από το άθροισμα ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ λείπουν περίπου 7-9 μονάδες για την πλειοψηφία.
Τρίτη διαπίστωση. Το πιθανότερο είναι ότι καμία πλειοψηφία δεν προκύπτει από την κάλπη της απλής αναλογικής.
Ούτε «νικητών», ούτε «ηττημένων», ούτε κανελί με άσπρες βούλες. Με αυτούς τους συσχετισμούς συνεπώς δεν υπάρχει κυβέρνηση «πρώτης Κυριακής».
Τέταρτη διαπίστωση. Εκ των πραγμάτων η χώρα θα υποστεί μια ταλαιπωρία οδεύοντας σε δεύτερες εκλογές με ενισχυμένη αναλογική.
Θα πληρώσει έτσι τις ιδεοληψίες ή τις κουτοπονηριές όσων παραμυθιάζονται ότι μπορεί να κυβερνήσουν ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος.
Δηλαδή, εκτός δημοκρατικής λογικής.
Πέμπτη διαπίστωση. Ακόμη κι αν προκύψουν τίποτα απροσδόκητοι ηττημένοι, η επιβράβευσή τους με μια κυβερνητική πλειοψηφία θα αποτελέσει τέτοιο πρόκριμα διχασμού που η χώρα θα το πληρώσει ακριβά, έστω κι αν όχι για πολύ.
Εκτη διαπίστωση. Με όλα αυτά δεδομένα, η καλύτερη λύση είναι να αφήσουμε στην άκρη τις παλαβομάρες και τους τυχοδιωκτισμούς για να ψηφίσουμε ήρεμα και πολιτισμένα.
Οποιος βγει, θα μας κυβερνήσει. Περιττές οι φασαρίες και τα υπόλοιπα.
Σε πρόσφατη δημοσκόπηση οι οπαδοί μιας «κυβέρνησης ηττημένων» καταγράφονται πολύ λιγότεροι (26%) και από το άθροισμα των ψηφοφόρων των κομμάτων που ενδεχομένως θα την αποτελούσαν (ALCO, Alpha, 20-21/2).
Μάλλον οι ηττημένοι υπουργοί έχουν ηττηθεί πριν ακόμη ορκιστούν.
Από την άλλη πλευρά όμως πρέπει να παραδεχτούμε πως και οι ηττημένοι έχουν ψυχή. Γι’ αυτό η δημοκρατία τους διασφαλίζει μια εξόχως σημαντική αρμοδιότητα, την αρμοδιότητα της αντιπολίτευσης.
Ούτως ή άλλως ποτέ οι εκλογές δεν είναι οι τελευταίες. Θα ακολουθήσουν και άλλες, ώστε κάθε ψηφοφόρος να ξανασκεφτεί τι και ποιους θέλει.
Αλλά δεν θέλω να το πάρουμε στο καλαμπούρι. Διότι μια «κυβέρνηση ηττημένων» μπορεί να είναι δύσκολη ή ανέφικτη επιδίωξη. Μπορεί να μην έχει πρακτικό αντίκρισμα στη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων.
Κρύβει όμως ένα ανομολόγητο και επικίνδυνο μυστικό.
Την άρνηση ή την ακύρωση του δημοκρατικού φαινομένου που στηρίζεται στις εκλογές ως μέσο έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας.
Αν η διακυβέρνηση αποσυνδεθεί από το εκλογικό αποτέλεσμα, τότε επαφίεται στις διαθέσεις των κομμάτων και συνεπώς τα κόμματα υποκαθιστούν τις εκλογές.
Κάπως έτσι και η Ανατολική Γερμανία είχε πολυκομματισμό.
Μονόδρομος της πλειοψηφίας, λοιπόν; Τρίχες. Ούτως ή άλλως η σύγχρονη δημοκρατία προβλέπει από μόνη της τους περιορισμούς και τους ελέγχους μιας πλειοψηφίας.
Εδώ και έναν αιώνα αποδυναμώνεται σταθερά η ισχύς της με κάθε θεσμική και πολιτική μέθοδο εξισορρόπησης. Κανένα πρόβλημα, ακόμη κι αν οι υπερβολές βλάπτουν.
Δεν χρειάζεται όμως να καταργήσουμε την πλειοψηφική αρχή επειδή και οι ηττημένοι έχουν ψυχή.
Γι’ αυτό άλλωστε στις περιπτώσεις των κυβερνήσεων συνεργασίας, η συνεργασία οικοδομείται κατά κανόνα γύρω από το πρώτο κόμμα και πάντως όχι εναντίον του. Χωρίς να παραγνωρίζω ασφαλώς ότι «κυβερνήσεις ηττημένων» μπορούν σπανιότατα να αποτελέσουν συνταγματικά δημιουργήματα – όπως πρόσφατα στην Πορτογαλία.
Απλώς πίσω από κάθε τέτοιο δημιούργημα κρύβεται η άρνηση των ηττημένων να αποδεχτούν την ήττα τους.
Είναι ένα δημοκρατικό unfair από εκείνους που δεν γουστάρουν τον νικητή και δεν βλέπουν πώς μπορούν διαφορετικά να τον υποσκελίσουν.
Με άλλα λόγια υπόκειται σε ανταπόδοση. Και κάπως έτσι ξεκινούν οι διχασμοί.