Το 2015 κι απέναντι στις παλινωδίες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, απέναντι στην αμφισβήτηση αλλά και τη διακινδύνευση της ευρωπαϊκής ταυτότητας της χώρας, χιλιάδες πολίτες δήλωσαν «Μένουμε Ευρώπη».
Ήταν ένα ωραίο αυθόρμητο σύνθημα. Αλλά και κάτι περισσότερο. Μια βαθιά ταυτοτική διακήρυξη που υποτίμησαν οι αντίπαλοί του. Μια υγιής αντίδραση τη στιγμή που το δεδομένο μιας ολόκληρης ιστορικής πορείας (η Ευρώπη, δηλαδή…) είχε ξαφνικά γίνει ζητούμενο.
Το ρεύμα αυτό ηττήθηκε στο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015. Αλλά κέρδισε τον πόλεμο.
Ταυτοχρόνως διαμόρφωσε μια νέα παράταξη και ένα νέο πολιτικό υποκείμενο, εκείνο που επικράτησε πλήρως στις εκλογές του 2019 και αναδιατύπωσε τον χαρακτήρα της χώρας.
Ποιοι ήταν οι απέναντι; Οι ηττημένοι του Εμφυλίου και της χούντας.
Μέσα από μια παράξενη συγκυρία είχαν αναδειχθεί στη διακυβέρνηση της χώρας και επιχειρούσαν (για άλλη μια φορά) να αναδιατάξουν τον προσανατολισμό και τη φυσιογνωμία της.
Η προσπάθειά τους απέτυχε έπειτα από εκείνο το κρίσιμο καλοκαίρι. Συνεχίζεται όμως ακόμη και σήμερα με όσα αφορούν τον πόλεμο στην Ουκρανία, το Μεταναστευτικό, την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη.
Καλώς ή κακώς, η χώρα εξακολουθεί να περιλαμβάνει μια διαχρονικά φυγόκεντρη ή αν προτιμάτε αλλόκοτη μειοψηφία.
Αυτοί φυσικά δεν έμειναν Ευρώπη. Απλώς η Ευρώπη γίνεται συχνά το πρόσχημα ή το άλλοθι μιας αποκλίνουσας συμπεριφοράς που κινείται στον αντίποδα όσων θεωρούνται Ευρώπη.
Χαρακτηριστική είναι η υπόθεση των «παρακολουθήσεων» ή των «υποκλοπών».
Προφανώς πραγματοποιούνται από όλες τις υπηρεσίες πληροφοριών όλου του δημοκρατικού κόσμου. Στα δικά μας όμως γίνονται «μείζον» επιχείρημα αμφισβήτησης όχι των μεθόδων (ουδείς έχει προτείνει την απαγόρευσή τους…), ούτε των υπηρεσιών (προφανώς…), αλλά του ίδιου του δημοκρατικού κόσμου (συνέντευξη Δ. Χριστόπουλος, tovima.gr, 25/1. Ο κ. Χριστόπουλος είναι σύμβουλος του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ).
Το ζητούμενο είναι να θαμπώσει ή να αλλοιωθεί η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε όσους έμειναν Ευρώπη και τους άλλους.
Διότι ο ιδιότυπος αυτός εμφύλιος μπορεί να κερδήθηκε από την «ευρωπαϊκή παράταξη» αλλά καταφανώς δεν έχει λήξει – αρκεί να παρακολουθήσει κανείς τις αναρτήσεις του Πολάκη ή τον Τζανακόπουλο στην τηλεόραση!
Η Ευρώπη άλλωστε δεν είναι περατζάδα για ψώνια στο Μιλάνο ή στο άλλο κόμμα. Είναι ταυτοτικό ζήτημα πολιτικού πολιτισμού. Αλλοι μετέχουν σε αυτόν, άλλοι όχι.
Από την αρχή το ταυτοτικό δεδομένο, η υπαρξιακή διακήρυξη των «Μένουμε Ευρώπη», λοιδορήθηκε από τους αντιπάλους – ακόμη και πρόσφατα από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε τηλεοπτική συνέντευξη (Open, 12/12).
Απαξιώθηκε. Υποτιμήθηκε. Θεωρήθηκε περίπου κακομαθησιά ή πολυτέλεια των φλώρων και των βολεμένων.
Αλλά επιβλήθηκε. Και τώρα καλείται αιφνιδίως να χαλαρώσει ή να υποχωρήσει σε δεύτερη μοίρα διότι μας μπερδεύει την ελευθερία χειρισμών ή τις φιλοδοξίες μας.
«Μείναμε Ευρώπη; Λήξη συναγερμού!».
Νομίζω για παράδειγμα ότι αυτή είναι η ουσία της διαμάχης του Ευ. Βενιζέλου (θα μιλούσε σε κάποια ημερίδα χρώματος ΣΥΡΙΖΑ και με το αμφίσημο ερώτημα «Μένουμε Ευρώπη;») με τους συνοδοιπόρους του στον ευρωπαϊκό δρόμο Άννα Διαμαντοπούλου, Βάσω Κιντή, Απ. Δοξιάδη, Γ. Φλωρίδη κ.ά. (23-24/1)
Αν κατάλαβα καλά το ζήτημα δεν ήταν το δικαίωμα του Βενιζέλου να συνδιαλέγεται με όποιον νομίζει και για ό,τι νομίζει, προς Θεού. Πιστεύω ότι κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα αμφισβητούσε ποτέ κάτι τέτοιο.
Το ζήτημα δεν ήταν ίσως ούτε καν το ερωτηματικό στον τόπο κατοικίας μας.
Ήταν το υπολανθάνον ζήτημα της λήξης συναγερμού. Το «διαλυθείτε ησύχως» που θα έλεγαν κάποτε.
Το ερώτημα λοιπόν που καλείται να απαντηθεί δεν είναι αν ισχύει μια ελευθερία διαλόγου την οποία ουδείς αμφισβητεί αλλά το βαθύτερο ταυτοτικό ζήτημα.
Με άλλα λόγια, ποιοι μείναμε Ευρώπη; Όλοι; Και οι «μένουμε» και οι «φεύγουμε»;
Άλλωστε ακόμη και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αναφωνούν σήμερα «ευτυχώς που μείναμε Ευρώπη» – υποθέτω αντί να τυπώνουν δραχμές στη Ρωσία… (Δ. Βίτσας, «ΤΑ ΝΕΑ», 26/1)
Η απάντηση του Βενιζέλου στους συνοδοιπόρους επικριτές του ότι δεν αρκεί το επιχείρημα «να μην επωφεληθούν πολιτικά οι αντίπαλοι» είναι μάλλον ασθενής.
Από τότε που επινοήθηκε η πολιτική, στην αρχαία Αθήνα, τη Φλωρεντία της Αναγέννησης ή το Ουεστμίνστερ, το πεδίο της χωρίζεται σε «εμάς» και τους «άλλους». Δεν θα το καταργήσουμε σε ημερίδα του Παντείου.
Συνεπώς διαρκές και υγιές ζητούμενο στην πολιτική είναι να μην επωφελούνται οι άλλοι. Ακόμη περισσότερο όταν ως αντίπαλοι δεν έχουν τέτοιου τύπου ανησυχίες.
Αντιλαμβάνομαι φυσικά ότι η αυστηρότητα των διαχωριστικών γραμμών περιορίζει την ευελιξία των πολιτευομένων.
Όταν όμως οι διαχωριστικές γραμμές οικοδομούνται πάνω σε ιστορικές ταυτότητες και πολιτισμικές αξίες δεν αποτελούν βάρος αλλά την ουσία μιας δημοκρατικής πολιτικής.
Προκύπτουν. Ούτε εξαγγέλλονται. Ούτε καταργούνται.
Στην Ευρώπη δηλαδή δεν μένουμε λόγω ανεξάρτητων Αρχών, συνταγματολογίας ή καταγγελτισμού. Καλώς ή κακώς, η Ευρώπη δεν είναι κλάδος της νομικής.
Μένουμε επειδή μετέχουμε μιας μεταβαλλόμενης ευρωπαϊκής ταυτότητας και βαδίζουμε το ευρωπαϊκό μονοπάτι εδώ και μερικούς αιώνες, πριν καν επινοηθούν οι ανεξάρτητες Αρχές και γεννηθεί ο οιοσδήποτε Ράμμος.
Και γι’ αυτό άλλωστε στον ευρωπαϊκό δημοκρατικό πολιτισμό κανείς δεν έχει το αποκλειστικό προνόμιο της ερμηνείας του εαυτού του και της κρίσης των πράξεών του.
Η ερμηνεία και η κρίση είναι λειτουργίες δημόσιες, ανοιχτές, ανεμπόδιστες. Ορθές ή εσφαλμένες, αδιάφορο.
Με αυτές τις σκέψεις λοιπόν αναρωτιέμαι ποιοι μείναμε τελικά Ευρώπη.
Θα πω ψέματα αν ισχυριστώ ότι μείναμε όλοι. Ο συναγερμός δεν έχει λήξει κι ούτε συζητείται απενεργοποίησή του. Κάπου εκεί έξω τριγυρνούν οι τυχοδιώκτες.
Είναι αλήθεια όμως ότι το βασικό ερώτημα έχει απαντηθεί δημοκρατικά κι ανεπιφύλακτα.
Όσοι έμειναν εκτός, πρόβλημά τους.