[…] Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και η εγκατάσταση μιας οσονδήποτε ελλιπούς και επισφαλούς δημοκρατίας στις χώρες που αναδύθηκαν από τα συντρίμμια της αποτελούν κοσμοϊστορικές τομές. Και η νίκη της δημοκρατίας σε όλο σχεδόν τον κόσμο είναι αναμφίβολα όχι μόνο καλοδεχούμενη, αλλά και προϋπόθεση για την κοινωνική πρόοδο. Τίποτε δεν μπορεί να προχωρήσει δίχως ελεύθερες και δημοκρατικά εκφραζόμενες κοινωνικές πλειοψηφίες. Και τίποτε δεν μπορεί να νομιμοποιήσει τη φίμωση των ανθρωπίνων ελευθεριών και της λαϊκής βούλησης. Αυτά είναι εξάλλου όχι μόνο σχεδόν καθολικά αποδεκτά αλλά πλέον και περίπου αυτονόητα. Και έστω και με αυτήν μόνο την έννοια, οι λενινιστικές αντιλήψεις για την επανάσταση έχουν πια εκπνεύσει.
[…] Η Σοβιετική Ένωση δεν αποτελούσε λοιπόν κατά κανένα τρόπο […] «αντιστήριγμα υπαρκτότητας» για τον σοσιαλισμό που δεν ήλθε, αλλά αντίθετα λειτουργούσε ως το ισχυρότερο ιδεολογικό και πολιτικό όπλο που αντιστρατευόταν την προώθηση των σοσιαλιστικών ιδεών. Γι’ αυτό εξάλλου και οι περισσότεροι από τους μη δογματικούς αριστερούς αισθάνθηκαν χαρά και ανακούφιση όταν η πτώση του Τείχους επέτρεψε τον ιστορικό απογαλακτισμό τους από το φάντασμα της δικτατορίας του προλεταριάτου, έναν απογαλακτισμό που θα μπορούσε, ήλπιζαν, να επιτρέψει στο σοσιαλιστικό όνειρο να ξαναστηθεί πάνω σε οικουμενικά δημοκρατικές βάσεις. Το γεγονός ότι διαψεύστηκαν εκ των υστέρων δεν αλλάζει τίποτε όσον αφορά τη στάση τους. Ανάμεσα στους δημοκράτες σοσιαλιστές δεν υπάρχουν «νοσταλγοί του Τείχους».
Υπάρχει όμως και κάτι σοβαρότερο. Μιλώντας για την Αριστερά στον 21ο αιώνα, ο Δ.Δ. στηρίζει τους συλλογισμούς του στην εξόφθαλμα στρεψόδικη ρητορική ταύτιση ανάμεσα στην «Αριστερά», την «προοδευτική σκέψη και ιδεολογία», τον «κομμουνισμό», τον «σοσιαλισμό» και την «επανάσταση». Πέρα από την ιστορική ανεπάρκεια μιας τέτοιας ευρείας αναγωγιστικής ερμηνείας του παρελθόντος, η επιλογή των λέξεων είναι χαρακτηριστική μιας πολιτικής βούλησης που αναφέρεται στο παρόν και στο μέλλον. Η πτώχευση του σοβιετικού μοντέλου ερμηνεύεται ως εμπεριέχουσα την οριστική καταβαράθρωση και αποτελμάτωση οποιασδήποτε σοσιαλιστικής βούλησης. Δεν είναι τυχαίο ότι, μιλώντας για το μέλλον της Αριστεράς, δεν αφιερώνει ούτε μία λέξη για τα κακώς κείμενα των καπιταλιστικών αγοραίων κοινωνιών, ούτε μία λέξη για τις αξίες της αλληλεγγύης, της επιείκειας και της ισότητας, ούτε μία λέξη για τις δυνατότητες και τα όρια της δημοκρατικής παρέμβασης στις ασύδοτες αγοραίες κοινωνίες μας. Η «θεαματική πρόοδος της δημοκρατίας» εμφανίζεται λοιπόν ως επαρκής για να στοιχειοθετήσει το τέλος και τον «περιττό» ή και «αναχρονιστικό» χαρακτήρα της οποιασδήποτε Αριστεράς. Και η άρνηση της βίαιης επανάστασης αρκεί για να αντληθεί το συμπέρασμα ότι η ιστορία των κοινωνικών αντιθέσεων και αγώνων τελείωσε. Το δημοκρατικό consensus ερμηνεύεται ως διαρκές και διιστορικό κοινωνικό consensus.
Μια τέτοια αντίληψη όμως αλλοιώνει και μετασχηματίζει την αξιακή συγκρότηση της δημοκρατίας. Η δημοκρατία δεν υπάρχει μόνο για να διασφαλίζει τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών ενάντια στην οποιαδήποτε αυθαιρεσία των κρατούντων. Αντίθετα με τα αστικά δικαιώματα, τα πολιτικά δικαιώματα εγκαλούν τους πολίτες να συμμετέχουν στη συνεχή επιλογή των αξιακών προσανατολισμών της Πολιτείας. Και εδώ ακριβώς τίθεται το θέμα της «Αριστεράς», δηλαδή μιας αξιακής αφετηρίας που επιδιώκει την πολιτική πραγμάτωση της οπωσδήποτε νοουμένης κοινωνικοοικονομικής αλληλεγγύης, ισότητας και δικαιοσύνης. Και αυτό δεν προϋποθέτει φυσικά τη μεθόδευση βίαιων ή επαναστατικών διαδικασιών. Το μεγαλύτερο πολιτικό πρόβλημα που καλούμαστε να λύσουμε από κοινού είναι ακριβώς το πρόβλημα της ριζικής ειρηνικής και δημοκρατικής βελτίωσης των κοινωνιών μας. Σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την αυξανόμενη πίεση της παγκοσμιοποιημένης «πραγματικότητας» πάνω στις δημοκρατικές πολιτικές ηγεσίες, η λύση του προβλήματος είναι προφανώς δύσκολη και αβέβαιη. Αλλά όσο δύσκολη και αν εμφανίζεται, δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να μετατεθεί στις ελληνικές καλένδες. Η πίστη στη δημοκρατική ουτοπία είναι με αυτή την έννοια ακόμα μαζί μας. Και ευτυχώς. Μια δημοκρατία που δεν θα γεννούσε συνεχώς σπέρματα υπέρβασης του παρόντος θα βούλιαζε στα τενάγη της αποπολιτικοποίησης, της αδιαφορίας και της παραίτησης. Και αυτός είναι και ένας από τους μείζονες κινδύνους.
Το ζήτημα δεν αφορά βέβαια τους ευάριθμους, ευτυχώς, «νοσταλγούς του Τείχους». Φοβάμαι όμως μήπως δεν αφορά και εκείνους για τους οποίους η τυπική δημοκρατία αποτελεί απλό αυτοσκοπό ή και πρόσχημα για την απλή αναπαραγωγή ενός ανυπόφορου status quo, που και αν ακόμα είναι πολύ καλύτερο από οποιαδήποτε δικτατορία του προλεταριάτου, δεν παύει να καταδικάζει ένα μεγάλο ποσοστό των πολιτών στην αθλιότητα, στη δυστυχία και στον κοινωνικό αποκλεισμό. Δεν περιλαμβάνω βεβαίως ανάμεσα σ’ αυτούς τον Δ.Δ. Αλλά το κείμενό του αφήνει αμφιβολίες. Η γκραμσιανή «ιστορία ως παρόν», την οποία επικαλείται, συνεπάγεται ακριβώς ότι η ιστορία συνεχίζεται, και μαζί της και οι κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες. Τίποτε δεν μπορεί να αποδυναμώσει τις αξιακές αγωνίες που γέννησαν και που αναγεννούν συνεχώς την Αριστερά. Το Τείχος γκρεμίστηκε, αλλά τα τείχη που χωρίζουν τους ανθρώπους είναι ακόμα εκεί.
*Αποσπάσματα από άρθρο του ομότιμου καθηγητή της Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνου Τσουκαλά, που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 28 Νοεμβρίου 1999.
Το εν λόγω άρθρο του διακεκριμένου κοινωνιολόγου έφερε τον τίτλο «Η Αριστερά δεν νοσταλγεί το Τείχος», είχε δε συνταχθεί σε απάντηση άρθρου του Δημήτρη Δημητράκου, ομότιμου καθηγητή Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας & Θεωρίας της Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που είχε δημοσιευτεί στην ίδια εφημερίδα μόλις πριν από μία εβδομάδα, στις 21 Νοεμβρίου, υπό τον τίτλο «Οι νοσταλγοί του Τείχους».