Ευτυχώς που δεν έχει ξεκινήσει ακόμη η προεκλογική περίοδος, διότι έτσι όπως εξελίσσεται το πράγμα στον δημόσιο «διάλογο» των κομμάτων, και δη των δύο μεγαλύτερων, σε λίγο θα αποδειχθεί φτωχή η, ούτως ή άλλως, πλούσια ελληνική γλώσσα για να καλύψει τις ανάγκες τους σε υβριστικούς χαρακτηρισμούς.
Κυρίως όμως θα αποδειχθεί ότι η τοξικότητα που δώδεκα χρόνια τώρα, από το 2010 και μετά, έχει εισβάλει αποφασιστικά στη δημόσια ζωή αποτελεί πλέον καθεστώς. Και όχι μόνο. Δημιουργεί την αίσθηση πως οτιδήποτε εκφεύγει της δηλητηριώδους αντιπαράθεσης είναι εκτός κλίματος και αποτελεί μια μειοψηφική αντίληψη για το πώς πρέπει να διεξάγεται η πολιτική διαμάχη των κομμάτων.
Η έκφραση ήθους, ευγένειας, ιπποτισμού, αλληλεγγύης, ηθικής ανταμοιβής, ακόμη και η αναγνώριση του λάθους και η επιβαλλόμενη εξ αυτής συγγνώμη αποτελούν πια ένα είδος άσκησης πολιτικής η οποία μοιάζει να τελεί υπό διωγμόν. Δεν αντιπροσωπεύει παρά ένα υποσύνολο του πολιτικού προσωπικού. Η πλειοψηφία φαίνεται να πιστεύει πως η εκλογική του βάση κινείται σταθερά σε πορεία σύγκρουσης με τους «αντιπάλους».
Βοηθούσης δε και της σύγχρονης κατάρας των social media, αυτή η πλειοψηφική τάση της πολιτικής τάξης της χώρας θεωρεί καθήκον της να πυροδοτεί κάθε τόσο τα ταπεινότερα ένστικτα του ανθρώπινου είδους, σε μια προσπάθεια να υπερκαλυφθούν τα ορατά προβλήματα πολιτικής πρότασης και οράματος για τη χώρα.
Με κυρίαρχο το μίσος για οτιδήποτε δεν συμβαδίζει με την κατεστημένη αντίληψη που έχει ο καθένας τους και όλοι μαζί για τους «απέναντι», έχει καταργηθεί κάθε έννοια δημοκρατικού διαλόγου, υγιούς ανταλλαγής πολιτικών απόψεων, θετικής τριβής επί προτάσεων για τα προβλήματα της χώρας.
Και κάπως έτσι επικρατεί η πιο εκχυδαϊσμένη σε ύφος και τόνους πολιτική αντιπαράθεση, η οποία δεν έχει όρους και όρια, δεν έχει κανόνες και δεν διαθέτει τίποτε το ουσιαστικό. Παρά μόνο καλλιεργεί ταπεινές αντιλήψεις για το πώς θα πρέπει να διαμορφωθεί το πολιτικό σκηνικό στη χώρα στην πορεία για τις εκλογές.
Θα σκεφτεί ίσως κάποιος ότι «φταίνε οι άλλοι» για ό,τι συμβαίνει. Μπορεί, αρκεί να αποσαφηνιστεί ποιοι ακριβώς είναι αυτοί οι «άλλοι». Και όταν ξεκαθαριστεί αυτό, να ακολουθήσει και η «έρευνα» για το γιατί οι από δω «άλλοι» βουτάνε και αυτοί με παφλασμό στα βαθιά νερά της λασπολογίας, γεμίζουν κουβάδες με βοθρολύματα και εν συνεχεία τα πετούν στον ανεμιστήρα.
Φυσικά, δεν πρόκειται να συμβεί αυτό – ας μην προβληματίζεται κανείς. Οι «άλλοι» ζουν ανάμεσά μας. Τρέφονται με τα δηλητήρια της τοξικότητας, γιγαντώνονται και μετά αφοσιώνονται στην προσπάθεια να καταπιούν και τους λίγους εκείνους, ευγενείς, που νιώθουν την ανάγκη να διατηρήσουν ένα επίπεδο αστικής ευγένειας και ήθους στην κομματική αντιπαράθεση.
Για εμένα, είναι κορυφαία ευθύνη των ηγεσιών των κομμάτων να συγκρατήσουν την πολιτική ζωή από τον κατήφορο που έχει πάρει. Δεν αντέχει ο τόπος άλλη τοξικότητα και επειδή τα προβλήματα της χώρας είναι ιδιαιτέρως σοβαρά, ας τραβήξουν το χαλινάρι σε όλους αυτούς οι οποίοι επιχειρούν να σύρουν την πολιτική στον βούρκο. Οχι πως είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό, και προσωπικά θα περίμενα τα παθήματα των προηγούμενων δεκαετιών (του ‘80, του ‘90, του 2000, αλλά και του 2010) να είχαν γίνει μάθημα στους πολιτικούς μας, ότι το μόνο που καταφέρνουν τελικά είναι να απαξιώνουν εντελώς την πολιτική και οι ίδιοι να αυτοχειριάζονται ως πολιτικοί. Φευ, δεν έγινε. Εξ ου και συνεχίζουν στον ίδιο ολισθηρό, από τις λάσπες, δρόμο. Ας συνέλθουν πριν να είναι αργά. Κανείς τους δεν κερδίζει υβρίζοντας και χυδαιολογώντας σε βάρος του αντιπάλου του…