Ξέρω ότι ο Εμφύλιος είναι θέμα που έχει συζητηθεί και αναλυθεί κατά κόρον, ιδιαίτερα μετά τη μεταπολίτευση του 1974. Και όμως, παραδόξως (;), σχεδόν πενήντα χρόνια αφότου ξεκίνησε η «εμφυλιομανία», επιστημονική και εκδοτική, υπάρχει ένα κοινό που εξακολουθεί να ενδιαφέρεται ζωηρά για το θέμα. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η καλή έως εντυπωσιακή υποδοχή που έχουν από το αναγνωστικό κοινό όλες – ή έστω, σχεδόν όλες – οι σχετικές δημοσιεύσεις και εκδόσεις.
Πριν πάω, όμως, στα γεγονότα, είναι απαραίτητες κάποιες βασικές προσεγγίσεις και επισημάνσεις προκειμένου να βγάζει νόημα η «λοξή ματιά» που προτείνω.
– Ο Στάλιν και ο σταλινισμός δεν ήταν κάποιου είδους τερατώδης εκβλάστηση στο κατά τα άλλα υγιές σώμα του μαρξισμού-λενινισμού. Ο σταλινισμός υπήρξε ώριμο τέκνο του λενινισμού και συγχρόνως ανώτατο στάδιο του μπολσεβικισμού, αυτού του εκτρωματικού κράματος του πιο απόλυτου ντετερμινισμού και του πιο απόλυτου βολονταρισμού: στο τέλος ο κομμουνισμός αναπόδραστα θα επικρατήσει, η Γη «θα γίνει κόκκινη», αλλά αυτό θα γίνει χάρη στη δράση μιας ομάδας αποφασισμένων επαναστατών, των κομμουνιστών, οι οποίοι είναι οι ενσαρκωτές του Λόγου (raison) της Ιστορίας αλλά και οι αυτοδιορισμένοι «διαχειριστές» της πορείας της ανθρωπότητας προς τον τελικό της σκοπό. Προφανώς, λοιπόν, για τον Στάλιν δεν είχε σημασία η μοίρα μερικών χιλιάδων κομμουνιστών, στην Ελλάδα ή αλλού. Αυτό που είχε σημασία ήταν το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, και βέβαια το προπύργιό του, η Σοβιετική Ενωση.
– Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την ήττα του Αξονα, σε μια σειρά από χώρες τα Κ.Κ. αναδύθηκαν πανίσχυρα, μέσω και της πολλαπλής «αξιοποίησης» της δράσης τους στα κινήματα αντίστασης (όλα αυτά μετά τον Ιούνιο του 1941 βέβαια, όταν η Σοβιετία δέχτηκε επίθεση από τον έως τότε σύμμαχό της Χίτλερ, οπότε και θυμήθηκε την «αντιφασιστική πάλη». Δύο δρόμοι ανοίγονταν τότε για τα ισχυρά και εν πολλοίς οπλοφορούντα Κ.Κ.: ή η με δυναμικά μέσα κατάληψη της εξουσίας, ή ο αφοπλισμός και η ένταξη στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Χοντρικά και για λόγους συντομίας, θα λέγαμε ότι υπήρχε ή ο δρόμος του Τίτο (ο οποίος «την καθάρισε την κατάσταση» εξοντώνοντας τους αντιπάλους του), ή ο δρόμος του Τολιάτι.
– Το ΚΚΕ, ανενημέρωτο σε μεγάλο βαθμό για το πώς διαμορφωνόταν το διεθνές περιβάλλον μετά το 1943 (απευθείας επαφή με τη Μόσχα δεν υπήρχε, ό,τι μάθαιναν προερχόταν κυρίως από τους Βούλγαρους συντρόφους), δεν ακολούθησε με συνέπεια ούτε τη γραμμή της επιβολής διά των όπλων, όπως ίσως θα είχε τη δυνατότητα το φθινόπωρο του 1944, ούτε όμως και τη γραμμή της νομιμότητας. Και βέβαια, δεν γνώριζε καν για τη διαβόητη συμφωνία των ποσοστών, που είχε «κλειστεί» ήδη από τον Οκτώβριο του 1944.
Πάμε τώρα και στα γεγονότα, και πρώτα στα Δεκεμβριανά. Κυριαρχεί γενικά η άποψη ότι η ηγεσία του ΚΚΕ παράκουσε, ή έστω παρερμήνευσε, τις εντολές του καθοδηγητικού κέντρου. «Προσπάθησε, έστω και εμμέσως, να τους αποτρέψει από την προσφυγή στα όπλα, αλλά εκείνοι…». Και όμως, αν μελετήσει κάποιος πιο προσεκτικά τα σχετικά ντοκουμέντα και αξιοποιήσει ορισμένες πηγές, προκύπτει ότι ίσως ο Στάλιν να μην τους απέτρεψε και τόσο. Αλλωστε, σύμφωνα με μαρτυρίες ανθρώπων που ήξεραν καλά τους πρωταγωνιστές των γεγονότων, αποκλείεται ο Σιάντος, ο Ιωαννίδης και οι συν αυτοίς «να έξυναν ακόμα και τη μύτη τους» χωρίς να έχουν, αν όχι την παρότρυνση, τουλάχιστον τη σιωπηλή έγκριση της Μόσχας. Γιατί, όμως, αυτή η στάση του Στάλιν; Οχι, ασφαλώς, γιατί πίστευε πως οι έλληνες κομμουνιστές θα μπορούσαν να αλλάξουν τα δεδομένα της συμφωνίας των ποσοστών. Αυτό που επιδίωκε ήταν να «αξιοποιηθεί» η εξέγερσή τους σαν αγκάθι στο πλευρό των Βρετανών. Και βέβαια, η κυρίως χρησιμότητα αυτού του «αγκαθιού» ήταν να τον βοηθήσει να πετύχει τους στόχους του, και πρωτίστως τον πλήρη έλεγχο της Πολωνίας (για ό,τι αφορά τις σχέσεις Στάλιν, Σοβιετίας και Πολωνίας, βλ. το κείμενό μου της προηγούμενης Κυριακής, 26/6).
Αλλά και στο 1946-49 αν πάμε, παραλείποντας πολλές ενδιάμεσες λεπτομέρειες λόγω περιορισμένου χώρου, η βασική γραμμή πλεύσης στο ελληνικό «ζήτημα» ήταν η ίδια για τον Στάλιν. Την Ελλάδα δεν τη διεκδικούσε. Στόχος του ήταν να σταθεροποιήσει/σιγουρέψει τη ζώνη επιρροής του στην Ανατολική Ευρώπη, και πάντα βέβαια με το βλέμμα του στραμμένο κατεξοχήν στην Πολωνία. Εκεί, είχε «βάλει χέρι» ήδη από το 1945 μέσω του προελαύνοντος Κόκκινου Στρατού. Ωστόσο: α) Το καθεστώς που είχαν επιβάλει εκεί τα σοβιετικά στρατεύματα παρέμενε εξαιρετικά αντιδημοφιλές. β) Οι Βρετανοί και Αμερικανοί πρώην σύμμαχοί του δεν είχαν καταπιεί ακόμη εντελώς τη λαθροχειρία του Στάλιν στο θέμα της Πολωνίας. γ) Δεν είναι ευρύτερα γνωστό, αλλά το 1945-48 υπήρχε αντίσταση στην κατοχή (για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους) της χώρας από τους Σοβιετικούς, ακόμα και από ένοπλες ομάδες που χρησιμοποιούσαν για καταφύγιό τους τα πυκνά δάση της Πολωνίας.
Να, λοιπόν, που οι έλληνες κομμουνιστές, έτσι ή αλλιώς «αναλώσιμοι» για τον Στάλιν, μπορούσαν να του είναι και πάλι χρήσιμοι, σαν αγκάθι στο πλευρό των Βρετανών αρχικά (όσο είχαν εκείνοι την ευθύνη για την Ελλάδα) και των Αμερικανών εν συνεχεία. Με δεδομένο και ότι υπήρχε η βολική γειτνίαση της Ελλάδας με «σοσιαλιστικές» χώρες όπως η Αλβανία, η Γιουγκοσλαβία και η Βουλγαρία, ένα νέο, ενισχυόμενο από τους βόρειους γείτονες αντάρτικο των ελλήνων κομμουνιστών επέτρεπε να παζαρεύεται η περιορισμένη μόνο ενίσχυσή τους με αντάλλαγμα τη μη παροχή βοήθειας της Δύσης προς τους «ανυπότακτους» Πολωνούς. Οσο για τη γνωστή φράση του Στάλιν «να το μαζέψουμε σιγά σιγά το χαλί» (την άνοιξη του 1949 στον Ζαχαριάδη, αν δεν με απατά η μνήμη μου), μπορεί εύλογα να συνδεθεί αφενός με τον φόβο του για τη σταθερότητα των όμορων στην Ελλάδα κομμουνιστικών καθεστώτων (με τον Τίτο είχε έρθει ήδη σε ρήξη), και αφετέρου με το ότι στην Πολωνία το καθεστώς έτεινε πλέον να σταθεροποιηθεί, κάθε αντίσταση είχε καταπνιγεί.
Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το νήμα που συνδέει τον ελληνικό Εμφύλιο με την Πολωνία. Και αν αυτό είναι το νήμα, δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι, εκτός από νήμα, υπήρχε και θύμα. Ή μάλλον, δύο θύματα. Πρώτον, η χώρα μας, που πλήρωσε πολύ ακριβό τίμημα για τα έξι χρόνια (1943-49) εμφύλιων συγκρούσεων. Και δεύτερον, χιλιάδες έλληνες κομμουνιστές, άνθρωποι κατά κανόνα ανιδιοτελείς, που πλήρωσαν με τη ζωή τους ή με αφόρητες ταλαιπωρίες την «αξιοποίησή» τους με τον πιο κυνικό τρόπο από τον Πατερούλη και από τους πιστούς εκτελεστές των εντολών και επιθυμιών του.
*Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.