Για γεωπολιτικούς κυρίως – αλλά όχι μόνο – λόγους, ο Στάλιν ήθελε το 1944-45 να θέσει πάση θυσία υπό τον έλεγχό του τη γειτονική Πολωνία, χώρα από την οποία ήταν «γεωγραφικά λογικό» να περάσει ενδεχόμενη επίθεση κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Τις υπόλοιπες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης τις είχε λίγο-πολύ «εξασφαλίσει» κατά τη συνάντησή του με τον Τσόρτσιλ στη Μόσχα, τον Οκτώβριο του 1944, με τη διαβόητη «συμφωνία των ποσοστών» σε ένα πρόχειρο χαρτάκι, αυτήν την ίδια συμφωνία που τοποθετούσε την Ελλάδα στη βρετανική σφαίρα επιρροής. Τότε, και όχι στη Γιάλτα, όπως γράφουν κάποιοι «ποιητική αδεία», μοιράστηκε ουσιαστικά η Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη μεταξύ Βρετανών και Σοβιετικών. Στο περιώνυμο χαρτάκι δεν υπήρχε ωστόσο καμιά αναφορά στο μέλλον της Πολωνίας, ίσως και επειδή τότε το τοπίο ήταν ακόμη αρκετά συγκεχυμένο. Ούτε στη Γιάλτα, τον Φεβρουάριο του 1945, έγινε εφικτό να ξεκαθαριστεί το μέλλον της Πολωνίας, το οποίο μάλιστα αποτελούσε και την κύρια αιτία προστριβών μεταξύ Στάλιν και Τσόρτσιλ κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης. Ας μην ξεχνάμε πως οι Βρετανοί είχαν και αυτοί σοβαρούς λόγους να ενδιαφέρονται για το πολωνικό ζήτημα: είχαν κηρύξει τον πόλεμο στον Χίτλερ όταν αυτός εισέβαλε στη σύμμαχό τους Πολωνία, υπήρχε εξόριστη πολωνική κυβέρνηση στο Λονδίνο, πολωνοί πιλότοι είχαν βοηθήσει σημαντικά τη RAF κατά τη διάρκεια της Μάχης της Αγγλίας το φθινόπωρο του 1940, τρεις πολωνοί μαθηματικοί είχαν παίξει καθοριστικό ρόλο στο «σπάσιμο» του γερμανικού κρυπτογραφικού κώδικα Enigma από τους Βρετανούς.

Ηδη πάντως από το 1939, ο Στάλιν είχε «απλώσει βαθιά το χέρι του» στην Πολωνία, με το επαίσχυντο Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μόλοτοφ, του οποίου μυστικό πρωτόκολλο προέβλεπε τον εν ψυχρώ διαμελισμό (κοινώς, το μοίρασμα) της Πολωνίας μεταξύ Γερμανών και Σοβιετικών. Ηταν ο τέταρτος διαμελισμός της Πολωνίας, έπειτα από εκείνους του 1772, του 1793 και του 1795. Επιπλέον, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι Πολωνοί είχαν δει τις εξεγέρσεις τους του 1831 και του 1863 να καταστέλλονται βίαια από τα τσαρικά στρατεύματα (εξού και η διαχρονική απέχθεια του Μαρξ για τους Ρώσους), όπως επίσης είχαν δει και τον Κόκκινο Στρατό να φτάνει στα περίχωρα της Βαρσοβίας το καλοκαίρι του 1920. Αυτές οι σύντομες αναφορές στην Ιστορία μπορεί, εκτός των άλλων, να είναι και χρήσιμες σε κάποιους που διερωτώνται – ή παριστάνουν ότι διερωτώνται – πόθεν το μένος των Πολωνών κατά του Πούτιν, αλλά και κατά των Ρώσων γενικότερα.

Εκτός, όμως, από όσα υπέστησαν οι Πολωνοί από τους Ρώσους τον 18ο και τον 19ο αιώνα, υπάρχουν και άλλα, πιο κοντινά μας. Ετσι, τη ληστρική κατάληψη το 1939 όλων των ανατολικών επαρχιών της Πολωνίας από τους Σοβιετικούς, σε αγαστή συνεργασία με τον τότε σύμμαχό τους Χίτλερ, ακολούθησαν δύο ακόμα μείζονα γεγονότα, που έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα τη συλλογική μνήμη και συνείδηση των Πολωνών. Πρώτον, την άνοιξη του 1940 οι Σοβιετικοί εκτέλεσαν εν ψυχρώ, στο δάσος του Κατίν, με μια σφαίρα στο σβέρκο, το άνθος του πολωνικού στρατού, 14.000 (κατ’ εκτίμηση) μόνιμους και έφεδρους αξιωματικούς, προκειμένου η χώρα να μείνει εν πολλοίς ακέφαλη, και έτσι να μπορέσει πιο εύκολα να την «καταπιεί» ο Πατερούλης. Δεύτερον, όταν πια ο Κόκκινος Στρατός βρισκόταν στις παρυφές της Βαρσοβίας, οι Σοβιετικοί, με εκπομπές του ραδιοφωνικού σταθμού της Μόσχας, παρότρυναν τον Αύγουστο του 1944 τον πανίσχυρο πολωνικό Στρατό Εσωτερικού ή Στρατό της Πατρίδας (Armia Krajowa, AK) να εξεγερθεί. Εν συνεχεία όμως, περίμεναν «υπομονετικά» δύο ολόκληρους μήνες, χωρίς να ρίξουν ούτε μία κανονιά, έως ότου οι Γερμανοί εξοντώσουν μέχρι και τους τελευταίους μαχητές του ΑΚ, που είχαν καταφύγει στους υπονόμους της Βαρσοβίας. Ενδεχομένως και η ηγεσία του ΑΚ να φάνηκε όχι ιδιαίτερα συνετή στην απόφασή της ή να προχώρησε πρόωρα στην εξέγερση, όμως αυτό δεν αναιρεί ούτε κατ’ ελάχιστον το ότι ο Στάλιν, δίνοντας εντολή στον Κόκκινο Στρατό να μην κουνήσει ούτε το δαχτυλάκι του κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, ήξερε πολύ καλά τι επιδίωκε, αφού ο ΑΚ θα μπορούσε προφανώς, αν όχι να αποτρέψει, τουλάχιστον να δυσκολέψει τα σχέδιά του για εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος στη γειτονική Πολωνία.

Τα οποία σχέδια και υλοποίησε βέβαια, έστω και αν είχε να κάνει με μια χώρα όπου το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν σχεδόν ανύπαρκτο. Ενδεικτικό του πόσο το κομμουνιστικό καθεστώς υπήρξε απολύτως «φυτευτό» στην Πολωνία ήταν ότι οι πρώτοι μεταπολεμικοί ηγέτες της χώρας ήταν κάποιοι σχεδόν άγνωστοι, κάτοικοι Μόσχας έως το 1943, τους οποίους επέβαλε ο Κόκκινος Στρατός. Μάλιστα, σε μια απίστευτη επίδειξη θράσους και κυνισμού εκ μέρους του Στάλιν, υπουργός Αμυνας της Πολωνίας από το 1949 έως το 1956 ήταν ο Ρώσος(!) στρατάρχης Ροκοσόφσκι.

Με όλα όσα προηγήθηκαν, θέλησα να υπενθυμίσω γεγονότα και καταστάσεις που εξηγούν απολύτως, νομίζω, το πόσο καχύποπτοι είναι οι Πολωνοί απέναντι στους Ρώσους και στους κατά καιρούς Πατερούληδες των γειτόνων τους, είτε αυτοί είναι οι τσάροι, είτε ο Στάλιν, είτε ο Πούτιν. Και όχι μόνο καχύποπτοι μάλιστα αλλά, απ’ ό,τι δείχνουν τα πράγματα, και αποφασισμένοι αυτήν τη φορά να πουλήσουν πολύ ακριβά το τομάρι τους αν χρειαστεί (κάτι που, προφανώς, απεύχομαι). Υπάρχει όμως και ένας δεύτερος λόγος για τον οποίο πιστεύω ότι παρουσιάζει ενδιαφέρον η αναφορά στις σχέσεις Ρωσίας και Πολωνίας, τόσο διαχρονικά όσο και κατά την ταραγμένη δεκαετία του 1940 ειδικότερα. Ολο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, κάθε είδους δημοσιεύματα και μαρτυρίες με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είναι πολύ δύσκολο να εξηγηθούν τα γεγονότα του δικού μας Εμφυλίου Πολέμου, τόσο αυτά του 1944 όσο και εκείνα του 1946-49, ανεξάρτητα από το ποιες ήταν οι τότε προτεραιότητες του Στάλιν. Και μια από αυτές δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν να «βάλει στο σακούλι του» την Πολωνία. Σε αυτή λοιπόν ακριβώς τη σύνδεση των εξελίξεων στην Πολωνία με τον ελληνικό Εμφύλιο θα αναφερθώ την επόμενη Κυριακή.

Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.