Είναι αποκαρδιωτικό αυτό που συμβαίνει και στα social media αλλά και στους επισήμους διαύλους πληροφόρησης ως προς την αδιανόητη, την φρικτή παιδοκτονία στην Πάτρα. Όπως συνέβη και με την εξίσου αποτρόπαιη συζυγοκτονία στα Γλυκά Νερά, πριν σχεδόν δύο χρόνια. Κι όμως αμφότερες οι «ειδήσεις» αυτές, πασπαλισμένες καθημερινά με νέα καρυκεύματα, επιμένουν να μονοπωλούν την επικαιρότητα. Με την υπόθεση Λιγνάδη να εκφυλίζεται σε προσωπικό όσο και ατελέσφορο σόου του συνηγόρου υπεράσπισης.
Τόση νοσηρότητα, τόση ενοχική περιέργεια, τόση προφανής ηδονή εκ μέρους του ευρύτερου κοινού από την συνειδητοποίηση ότι το μεγάλο κακό – κατά βάθος – αφορά πάντα στους άλλους και όχι σε μας, είναι πραγματικά αποκαλυπτική. Αποκαλυπτική του τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς μιας κοινωνίας που συνήθισε πια να κοιτάει την άβυσσο κατάματα και να μη φοβάται. Και που ανακουφίζεται να πιστεύει ότι η μοίρα της διαφέρει από τη μοίρα του κάθε «αγγελικού δολοφόνου».
Έτσι η εν ψυχρώ δολοφονία μιας νεαρής μητέρας και το αποτρόπαιο σκηνικό με το βρέφος που έστησε ο δολοφόνος σύζυγος, δίπλα στη βασανιστική εκτέλεση τριών βρεφών με κατηγορούμενη την ίδια τους τη μάνα, μοιάζουν να έχουν εξοβελίσει κάθε άλλο γεγονός ή είδηση από το μικροαστικό μας σύμπαν. Ακόμη και η τρομολαγνεία του κορονοϊού έχει μπει πλέον σε δεύτερη μοίρα. Η Πάτρα και τα Γλυκά Νερά – τι ευφημισμός! – έχουν καταστήσει τον καθένα μας, ως εκ θαύματος, φιλάνθρωπο, αλτρουιστή, υπέρμαχο της δικαιοσύνης, υπερασπιστή των αδυνάτων, βαθύ γνώστη της ανθρώπινης ψυχής, ανυποχώρητο τιμωρό και ακτιβιστή υπέρ των δικαιωμάτων των ανυπεράσπιστων, αμύντορα της κοινωνικής ηθικής, των ιδεολογικών clichés και λοιπών «κεκτημένων».
Φαίνεται, πάλι, πως μία ολόκληρη κοινωνία έτσι αυτοαναλύεται κι έτσι ανακαλύπτει το απαραίτητο άλλοθι για τα δικά της βαθύτατα ελλείμματα. Για την ακραία κρίση που βιώνει τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Κρατήθηκα όλον αυτό τον καιρό να μη γράψω τίποτε για τα τραγικα γεγονότα – σήριαλ κυρίως γιατί δεν είχα τίποτε περισσότερο να πω και επειδή προδήλως δεν είχα καμία αρμοδιότητα να το πράξω. Ούτε και τώρα μιλάω για τις υποθέσεις καθαυτές. Των Γλυκών Νερών και της Πάτρας.
Αυτό που με απασχολεί είναι η βαθύτατη κρίση του θεσμού του γάμου, η διάλυση της Αγίας Οικογένειας εις τα εξ ων συνετέθη και κυρίως η χιονοστιβάδα χωρισμών πού βιώνουμε τα τρία τελευταία χρόνια, από την αρχή δηλαδή του εγκλεισμού ως αυτή τη στιγμή. Στο άμεσο αλλά και το ευρύτερο περιβάλλον μου καθημερινά διαπιστώνω ότι ζευγάρια κάθε ηλικίας που θεωρούνταν ευτυχισμένα και δήλωναν αποφασισμένα να είναι για πάντα μαζί, είτε χώρισαν, είτε χωρίζουν, είτε είναι σε μία επώδυνη διάσταση περιμένοντας το μέλλον να αποφασίσει για αυτούς. Φαντάζομαι η διαπίστωση αυτή δεν είναι μόνο δική μου.
Τί συνέβη;
Ήταν ο εγκλεισμός και η απειλή του θανάτου λόγω κορονοϊού που μάς έκανε περισσότερο εγωπαθείς, εσωστρεφείς εξαναγκάζοντάς μας να κοιτάξουμε πρώτα από όλα την ατομική μας επιβίωση, με κάθε κόστος, διαγράφοντας με μιας συντρόφους ζωής, αγαπητικούς δεσμούς και ερωτικούς όρκους; Διαλύοντας οικογένειες, πληγώνοντας γονείς, συγγενείς ή φίλους και – κυρίως – τραυματίζοντας παιδιά;
Ειλικρινά δεν ξέρω να πω. Αυτό που συνειδητοποιώ πάντως, είναι πως όσο κι αν απαιτείται θάρρος για να χωρίσεις, χρειάζεται πολύ περισσότερο για να μείνεις με κάποιον υπερβαίνοντας τα προβλήματα και τις αντιθέσεις. Έστω και αν ζούμε στην εποχή της λατρείας των gadgets, των πάντα καινούργιων και τελευταίου τύπου προϊόντων, οφείλουμε να δώσουμε στους δεσμούς μας μία ευκαιρία ακόμα. Δεν απορρίπτουμε χωρίς δεύτερη σκέψη ό,τι φαίνεται πως έχει χαλάσει. Το ξαναφτιάχνουμε με τα χέρια μας τα ίδια όπως έκαναν οι παππούδες μας. Το σοφό μυστικό των παλιών είναι πως δεν πετάμε τίποτα!
Όχι, δεν βρίσκω γενναιότητα ούτε ειλικρίνεια σε αυτή την πλημμυρίδα των χωρισμών πού μας έχει κατακλύσει. Αντίθετα διακρίνω αρρωστημένο εγωισμό, αδυναμία επικοινωνίας – οι άνθρωποι χωρίζουν χωρίς καν να έχουν μιλήσει, να έχουν δώσει μια λογικοφανή εξήγηση- και βέβαια τεράστιο έλλειμμα συναισθηματικής νοημοσύνης. Από την άλλη αυτό που είναι ψηλαφητό πια είναι η απόλυτη υποκρισία – χρεοκοπία του θεσμού που λέγεται γάμος. Το ότι δηλαδή για να κοιμηθείς με κάποιον «νομίμως» πρέπει πρώτα να έχεις περάσει από τον παπά ή τον δήμαρχο της γειτονιάς σου και να έχουν χορέψει μπάλο ή τσάμικο ο μπαμπάς και η μαμά σου μετά.
Και το αποκορύφωμα: Η ανασφάλεια, η υποκρισία, ο κοινωνικός δαρβινισμός ή και τα τρία μαζί μάς υποχρεώνουν εθελοτυφλώντας να μην αποδεχόμαστε πώς τα ανθρώπινα όντα, άντρες και γυναίκες, είναι πολυγαμικά, και αυτός είναι ο τρόπος τους να επιβιώνουν, να πολλαπλασιάζονται, να χαίρονται τη ζωή εξορκίζοντας με το σώμα τους τον ίδιο τον θάνατο. Αιώνες πατριαρχίας και μονοθεϊστικών θρησκειών έχουν διαστρεβλώσει τόσο το φυσικό ένστικτο ώστε ακόμα και στον 21ο αιώνα το σεξ να είναι υπερεκτιμημένο και ο έρωτας υποβαθμισμένος. Ακόμη χειρότερα, υπό αναστολή. Η ζήλια, ο ανταγωνισμός και το μίσος να είναι το κρατούν «καθεστώς» και όχι η αγάπη που ξέρει να συγχωρεί και να καταπραΰνει. Και αναφέρομαι σε σας πιστές και υποταγμένες σύζυγοι, όσο και σε σας κυρίαρχα και χειριστικά αρσενικά. Ασφαλώς και δεν αγνοώ τις βιολογικές και ψυχολογικές διαφορές ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα, ούτε αμφισβητώ την ισοτιμία των φύλων. Όμως…
Όσοι χωρίζουν, έστω κι αν νομίζουν πως απελευθερώνονται, μάλλον επισημοποιούν τον αυτοεγκλεισμό τους και μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων. Μεταφέροντας την ιδιωτική τους μοναξιά στη δημόσια σφαίρα. Με παράφορες εκρήξεις βίας που φτάνουν ως την παιδοκτονία ή την συζυγοκτονία και με νοοτροπία ιδιοκτήτη απέναντι στο σώμα και την ψυχή του (της) συντρόφου. Δεν θέλω να πω περισσότερα… Μακάρι να ζήσουμε, βγαίνοντας και από αυτήν την κρίση της αρρώστιας, του εγκλεισμού και της αυτοαπομόνωσης, με περισσότερη ελευθερία, λιγότερη υποκρισία, περισσότερη δοτικότητα, λιγότερο μικρόψυχο και εγωτικό φόβο. Και ας μην ξεχνάμε πως είναι τα σώματα που σώζουν τις ψυχές. Δηλαδή όπως θα έλεγε κι ο ποιητής: Δεν υπάρχει αμαρτία στον έρωτα κι ο έρωτας δεν κάνει ποτέ λάθος…