Προφανώς πάμε σε εκλογές. Και προφανέστατα σε σύντομες εκλογές. Δεν χρειαζόταν βεβαίως η εξαγγελία στο μέσον της εβδομάδας του κυβερνητικού εκπροσώπου ότι θα δοθεί νέο επίδομα σε άτομα που ανήκουν σε τάξεις κάτω από το όριο της φτώχειας για να το καταλάβουμε. Ούτε πολύ περισσότερο η εξαγγελία του Πρωθυπουργού την Τρίτη για αυξημένο επίδομα στα καύσιμα, ούτε τα 600 ευρώ για το ηλεκτρικό ρεύμα ή η κατάργηση από την 1η Ιουλίου της ρήτρας αναπροσαρμογής. Και δεν είναι ανάγκη, νομίζω, να αθροιστούν σε όλα αυτά οι δύο αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, η αναβολή της επιστροφής της επιστρεπτέας προκαταβολής και τόσα άλλα «φιλολαϊκά» μέτρα, τα οποία τρέχουν ήδη από την αρχή του χρόνου.
Ο κύβος έχει ριφθεί από καιρό. Απλώς, ο κ. Μητσοτάκης φάνηκε αναποφάσιστος όλο αυτό το διάστημα που προηγήθηκε να πατήσει το κουμπί.
Αν και είναι απολύτως κατανοητή η στάση του, είναι μια ευκαιρία να δει κανείς ξανά το φαινόμενο των πρωθυπουργών που θεωρούν ότι οι οποιασδήποτε μορφής παροχές μπορεί να αλλάξουν το κλίμα στην κοινωνία. Του Κυριάκου Μητσοτάκη έχουν προηγηθεί οι Κώστας Σημίτης και Αλέξης Τσίπρας, για να θυμηθώ μερικά πρόσφατα παραδείγματα.
Είναι ιστορικά πλέον καταγεγραμμένο ότι το 2003, στη ΔΕΘ, ο κ. Σημίτης δεχόμενος σχετικές εισηγήσεις, προέβη σε εξαγγελίες της τάξεως περίπου των 4 δισ. Δύο μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο, το ΠαΣοΚ υστερούσε, δημοσκοπικά, έναντι της ΝΔ κατά δέκα, ίσως και περισσότερες, ποσοστιαίες μονάδες.
Ο κ. Τσίπρας, που ακολούθησε συνειδητά και με επιμονή την πολιτική της αφειδώλευτης παροχής επιδομάτων στις ασθενέστερες εισοδηματικά τάξεις, καταστρέφοντας από την άλλη πλευρά κάθε παραγωγική ικμάδα της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, δεν κατάφερε να αποσοβήσει τη δεινή ήττα του Ιουλίου του 2019. Μπορεί να επέτυχε να δημιουργήσει έναν αφοσιωμένο «κομματικό στρατό» που τον κράτησε στο 31,5%, όμως το ποσοστό αυτό δεν στάθηκε ικανό να αποτρέψει το αναπόφευκτο.
Τι θέλω να πω: το μόνο που επιτυγχάνει ένας πρωθυπουργός με τις παροχές, και δη όταν στον ορίζοντα έχουν αρχίσει να διαφαίνονται οι εκλογές, είναι απλώς να αποδυναμώνει τον κρατικό κορβανά, ο οποίος έτσι κι αλλιώς υποφέρει.
Βέβαια υπάρχει ο αντίλογος: τα 2½ χρόνια της πανδημίας, οι εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις που δημιουργήθηκαν λόγω των lockdowns, η ανατροπή σχεδόν όλων των προβλέψεων αναφορικά με την εξέλιξη της οικονομίας εξαιτίας και του πολέμου στην Ουκρανία και ένας εισαγόμενος εν πολλοίς πληθωρισμός, προκάλεσαν την ανάγκη να παρέμβει το κράτος σε βοήθεια των πολιτών.
Καμία αντίρρηση. Ομως, η μέθοδος να αποσυνδεθούν οι παροχές από τον στόχο που είναι η βελτίωση της δημοφιλίας της κυβέρνησης που δέχθηκε απανωτά πλήγματα το τελευταίο διάστημα, δεν έχει ακόμη βρεθεί. Ετσι μοιραία ό,τι εξαγγέλλεται πέφτει στον κάδο που φέρει την ονομασία «προεκλογικές παροχές». Και ως εκ τούτου, αποδυναμώνει και το εύρος της απήχησής του και τον σκοπό για τον οποίο έγινε.
Η κυβέρνηση έχει ωστόσο ένα ελαφρυντικό, αν μπορεί να ονομαστεί έτσι η τάση της να πέφτει συνεχώς στην παγίδα της αντιπολίτευσης, και ειδικά της αξιωματικής, που υιοθετεί παγίως και άκριτα ό,τι αιτήματα προβάλλονται, συνδικαλιστικά ή κοινωνικά. Ομως, ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν τίποτε να χάσουν, και το έχουν αποδείξει με το περίφημο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Εκείνος που χάνει είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος εξελέγη ως ένας πρωθυπουργός απαλλαγμένος από τα βάρη του παρελθόντος, με τη φήμη του οξυδερκούς, εκσυγχρονιστή πολιτικού, ο οποίος είναι έτοιμος να ανατρέψει κατεστημένες αντιλήψεις, να παλέψει με τη μικροκομματική πολιτική και τον λαϊκισμό και να φέρει καινούργιο αέρα στην πολιτική τάξη της χώρας. Αυτά δηλαδή για τα οποία θα κριθεί και στις προσεχείς εκλογές. Οχι για τα 200ευρα επιδόματα.