Η ελληνική κοινωνία απαιτεί μετ’ επιτάσεως τα τελευταία χρόνια δημόσια πανεπιστήμια υψηλού επιπέδου και διεθνούς αναγνώρισης, για να μπορέσει να αναπτύξει στο έπακρο τις τεράστιες πνευματικές δυνάμεις των νέων της και να προλειάνει το έδαφος για περαιτέρω οικονομική και επιχειρηματική πρόοδο στο πλαίσιο της ραγδαίως εξελισσόμενης 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, κατά την οποία θα συντελεστεί οριστικά ο δημιουργικός συγκερασμός της τεχνητής νοημοσύνης και της μηχανικής μάθησης με τα θαυμαστά επιτεύγματα της βιοτεχνολογίας. Ενώ σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες καταβάλλονται σύντονες προσπάθειες εδώ και δεκαετίες, προκειμένου τα πανεπιστημιακά ιδρύματά τους να αμιλληθούν επί ίσοις όροις ιδίως προς τα κορυφαία εκπαιδευτήρια του αγγλοσαξονικού κόσμου, στην Ελλάδα η σχετική συζήτηση έχει προ καιρού βαλτώσει επικίνδυνα και επικεντρώνεται ως επί το πλείστον σε ψευτοδιλήμματα του τύπου εάν δήθεν θα ήταν σκόπιμο τα Συμβούλια Ιδρύματος να έχουν εποπτικό ή ελεγκτικό ρόλο στα διοικητικά πράγματα των ΑΕΙ ή ακόμη εάν θα ήταν επιβεβλημένο ο εκάστοτε Πρύτανης να έχει αυξημένες ή μειωμένες υπηρεσιακές αρμοδιότητες. Θα ήταν για γέλια, αν δεν ήταν για κλάματα η όλη κατάσταση, δεδομένης, πλην των άλλων, της αξιοθρήνητης παρακμής του πανεπιστημιακού μας συστήματος!
Το μείζον πρόβλημα των ελληνικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι ο αφόρητος λαϊκισμός που ταλανίζει όλα τα επίπεδα διοίκησης και λειτουργίας τους. Κατά τακτά χρονικά διαστήματα και με κυριολεκτικά εμμονικό φανατισμό τα πανεπιστήμια μετατρέπονται σε απεχθή εκλογομαγειρεία για τον διαμοιρασμό μιας εν πολλοίς φαντασιακής εξουσίας, η οποία αρκετές φορές εδράζεται στις μωροφιλοδοξίες και στους ακκισμούς μιας όχι αμελητέας μερίδας διδασκόντων και κομματικών εγκαθέτων. Αυτό το ασύστολο όσο και φαιδρό power game, που παραπέμπει σε εκφυλισμένες ΔΕΚΟ μιας αλήστου μνήμης ψευδοσοσιαλιστικής ισοπέδωσης, πρέπει το συντομότερο δυνατόν να λάβει τέλος, διότι έχει αφενός πυροδοτήσει τον δαυλό της διχόνοιας ανάμεσα στους καθηγητές αλλά και στους φοιτητές και αφετέρου έχει εκτρέψει την ακαδημαϊκή κοινότητα από την προσήκουσα πορεία της ερευνητικής καινοτομίας και της διδακτικής νεωτερικότητας.
Εάν λοιπόν ξεκινήσουμε από τη βασική παραδοχή ότι το μέλος ΔΕΠ δεν είναι ούτε διοικητικός υπάλληλος ούτε κομματικός παράγων, αλλά εν πρώτοις δάσκαλος και ερευνητής που συναγωνίζεται με άλλους ομόλογούς του στον απαιτητικό διεθνή στίβο της έγκυρης επιστήμης, τότε θα μπορούσαμε να προτείνουμε τις ακόλουθες θαρραλέες νομοθετικές τομές, οι οποίες θα επιστέγαζαν τις πρόσφατες φιλότιμες μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις που προετοιμάζονται από την ελληνική πολιτεία:
Α) Ολα τα διοικητικά αξιώματα των ΑΕΙ, από τον Πρόεδρο του Τμήματος και τον Κοσμήτορα της Σχολής έως τον Πρύτανη του ιδρύματος, σκόπιμο κρίνεται να ανατίθενται εκ περιτροπής και ανά διετία (ή και μονοετία) σε όλους τους πρωτοβάθμιους καθηγητές, οι οποίοι δεν υπόκεινται σε εξέλιξη και κρίση, οπότε δεν είναι ευάλωτοι σε πιέσεις και εκβιασμούς. Περιττά αξιώματα, όπως αυτό του Διευθυντή Τομέα, ευκταίο θα ήταν να καταργηθούν πάραυτα, καθώς επίσης προτιμότερο θα ήταν όλα τα συγγενή τμήματα να συγχωνευθούν ως αυτοδύναμα προγράμματα σπουδών σε μίαν ενιαία Σχολή με παράλληλη κατάργηση της θέσης του Προέδρου και Αντιπροέδρου του Τμήματος και μόνους διοικητικούς υπευθύνους τον εκάστοτε Κοσμήτορα και το κοσμητορικό συμβούλιο.
Β) Η ύπαρξη του Πρυτανικού Συμβουλίου παρέλκει, διότι ενδείκνυται να οριστεί για δεκαετή θητεία ανώτερος υπάλληλος με εδραίες γνώσεις οικονομικής θεωρίας και σημαντική εμπειρία στο επιχειρείν ως Πρόεδρος του ΕΛΚΕ, καθώς επίσης επιτακτικό είναι να επιλεγεί Γενικός Γραμματέας του Ιδρύματος ως υπεύθυνος του υπαλληλικού προσωπικού και εν γένει των διοικητικών υπηρεσιών. Ο εκάστοτε Πρύτανης, που θα έχει προκύψει από εκ περιτροπής ορισμό ανάμεσα στους πρωτοβάθμιους καθηγητές για διετή (ή και μονοετή θητεία), μαζί με τον Προπρύτανη, δηλαδή τον επόμενο καθηγητή πρώτης βαθμίδας που θα αναλάβει καθήκοντα μετά το πέρας της θητείας του πρυτανεύοντος καθηγητή, μεριμνούν από κοινού για μείζονα θέματα ακαδημαϊκής φύσεως και τα υπόλοιπα συναφή σοβαρά ζητήματα με τη συνεπικουρία ανεξάρτητης, μόνιμης και επαρκώς στελεχωμένης νομικής υπηρεσίας.
Γ) Αμεση ίδρυση αυτόνομων Πανεπιστημιακών Συμβουλίων αποτελούμενων μόνον από εξωτερικά μέλη (εξέχοντες πολίτες από τον χώρο του πνεύματος, των τεχνών και των επιχειρήσεων) με αναβαθμισμένο συμβουλευτικό ρόλο και συγκεκριμένα ελεγκτικά καθήκοντα όσον αφορά ιδίως στον αυστηρότατο έλεγχο νομιμότητας των διοικητικών πράξεων και των διαδικασιών επιλογής διδακτικού και υπαλληλικού προσωπικού. Δεν περιποιεί τιμή στο ελληνικό πανεπιστήμιο το γεγονός ότι τα ακυρωτικά δικαστήρια της χώρας μας έχουν κατακλυστεί από σωρεία προσφυγών και ενστάσεων σχετικά με παράτυπες ενέργειες διάφορων ακαδημαϊκών οργάνων.
Δ) Οι επιλογές και προαγωγές των μελών ΔΕΠ σκόπιμο θα ήταν να πραγματοποιούνται διαμέσου ευέλικτων και ολιγομελών εκλεκτορικών σωμάτων (επταμελή κατά προτίμηση) χωρίς καμία διάκριση μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών συμμετεχόντων, τα οποία θα ορίζονται με ηλεκτρονική κλήρωση στο Τμήμα Προσωπικού του ιδρύματος παρουσία των υποψηφίων ή νομικών πληρεξουσίων και βεβαίως μακράν της Γενικής Συνέλευσης του Τμήματος, όπου υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να συγκροτηθούν παραποιημένα εκλεκτορικά υπέρ ή κατά συγκεκριμένων υποψηφίων και να καταδολιευθεί η ίδια η κλήρωση με διάφορους έντεχνους τρόπους. Η σύνταξη εισηγητικής έκθεσης περιττεύει εντελώς και μάλιστα καθυστερεί άσκοπα μιαν ήδη σύνθετη διοικητική διαδικασία, η οποία πρέπει να επερείδεται σε διεθνή μητρώα κριτών συγκροτημένα από κεντρική αρχή για όλα τα πανεπιστημιακά ιδρύματα με απαραίτητη πρόταξη της απόλυτης ταύτισης του γνωστικού αντικειμένου της προς κρίση θέσης με αυτό των εν δυνάμει εκλεκτόρων. Το ηλεκτρονικό σύστημα ΑΠΕΛΛΑ είναι ιδιαίτερα αξιόπιστο για αυτόν τον σκοπό και επιβάλλεται η περαιτέρω αναβάθμισή του διοικητικά και τεχνολογικά, για να καταστεί δυνατή η ευχερέστερη αυτόματη ενημέρωση των σχετικών καταλόγων. Οι ξένοι κριτές θα έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν με επιστολική ψήφο και ο Κοσμήτωρ της Σχολής θα είναι επιφορτισμένος με την περαίωση των υπόλοιπων φάσεων της διαδικασίας υπό τη διακριτική εποπτεία του Πανεπιστημιακού Συμβουλίου.
Εν κατακλείδι, πιστεύω ακράδαντα ότι ο δραστικός περιορισμός ανώφελων και συχνά βλαπτικών εκλογικών αναμετρήσεων για την κατάληψη κατ’ ουσίαν υπερεκτιμημένων διοικητικών θέσεων και υπηρεσιακών αξιωμάτων, όπως επίσης η απομάκρυνση κρίσιμων διαδικασιών και ενεργειών από το άκρως ιδεολογικά και συναισθηματικά φορτισμένο πεδίο των ως επί το πλείστον ολιγομελών πανεπιστημιακών τμημάτων θα επιφέρουν την απαιτούμενη ηρεμία στα ελληνικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και θα στρέψουν την προσοχή διδασκόντων και διδασκομένων σε αυτά που έχουν πραγματικά ύψιστη σημασία: τη διδασκαλία και την έρευνα. Είναι καιρός πλέον να εξαλείψουμε την ολέθρια μάστιγα των εκλογομαγειρείων και των προσωπικών και κομματικών ανταγωνισμών από τα ιερά τεμένη της γνώσης και της επιστήμης και έτσι να δώσουμε φτερά στη νεολαία μας, για να πετάξει ψηλά προς ένα καλύτερο μέλλον!
Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού και επόπτης Επιμόρφωσης στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής.