(Αν ο Ηράκλειτος είχε διαβάσει Μπέκετ)
Η μόνη πραγματικότητα που ισχύει, κατοχυρώνεται στην ανάμνηση. Αποκλειστικά. Το παρόν υπάρχει όπως εξάλλου και το μέλλον μόνο όταν αμφότερα καταστούν παρελθόν. Η τέχνη, πάλι, είναι εκείνη η δύναμη που ακυρώνει τον χρόνο, που φτιάχνει τη μοναδική πραγματικότητα. Υπάρχει μία τέχνη πραϋντική κι ευχάριστη που υποδύεται πολύ πειστικά ότι, τάχα, γνωρίζει, μεταφυσικώ τω τρόπω, τα πώς και τα γιατί του κόσμου τούτου. Η συγκεκριμένη έκφραση κατατείνει πάντα σε ένα συμβολικό ή ρεαλιστικό happy end, σε μια κατευναστική-εκτονωτική συγκίνηση, δηλαδή στο άκρον άωτον της μικροαστικής ευτυχίας. Χωρίς καμία διακινδύνευση, καμία υποψία του κενού που χάσκει πίσω από τις ασφαλείς λέξεις ή τις εικόνες, καμία απώλεια ή ματαίωση. Κι όλα αυτά είτε πρόκειται για αφήγημα, ταινία, πίνακα, θέατρο ή μουσική. Μια τέχνη-προέκταση και συμπλήρωμα εκείνης της πραγματικότητας που εξαντλείται όχι μόνο στα όρια του ορατού αλλά, ακόμη χειρότερα, στα κράσπεδα του προβλέψιμου. Κανένα αίνιγμα, χάσμα ή ίλιγγος όχι του απείρου, όπως θα ήθελαν οι ρομαντικοί αλλά, κυρίως, του τίποτε που χαίνει πίσω από την έκλειψη του όποιου νοήματος.
Υπάρχει όμως και μία τέχνη που μπορεί να είναι όχι χαριτωμένη αλλά εύχαρις και συγχρόνως φοβερή μ’ εκείνο τον τρόμο κι εκείνο το δέος που ένιωσαν οι μυροφόρες όταν συνειδητοποίησαν την Ανάσταση εμπρός σ’ έναν άδειο τάφο και σ’ έναν νεανία καθήμενο. Εάν ο Ντάντε έγραφε έχοντας κατά νου τον Βεργίλιο ή ο Σαίξπηρ τον Ομηρο, μου είναι αδιανόητο ότι σήμερα υπάρχουν συγγραφείς που δηλώνουν υποψιασμένοι ή απολογητές του σήμερα κι όταν πιάνουν τη γραφίδα ή το ποντίκι, δεν έχουν αυτόματα κατά νου τον Τζόις ή τον Μπέκετ. Τον Προυστ ή τη Βιρτζίνια Γουλφ. Τον Ουελμπέκ ή τον Ζέμπαλντ. Θέλω να πω απλά ότι πέρασε ο καιρός που συγχωρούσαμε όσους δήλωναν αθώοι ή «ασφαλείς» μέσα στον μικρόκοσμο των τειχών της λογοτεχνικής μας «σπείρας».
Ο Γιώργος Αριστηνός (γεννήθηκε το 1944 στην Καστοριά και μεγάλωσε στην Κοκκινιά), το δηλώνω ευθέως, είναι ένας κλασικός συγγραφέας των γραμμάτων μας και ανήκει σε μιαν εποχή που προσπάθησε – με την τόλμη αλλά και την εμπειρία της απόγνωσης – να αποκαθηλώσει οτιδήποτε το ακαδημοποιημένα κλασικό. Δηλαδή επέλεξε ο ίδιος να μη βασίσει τη γραφή του σε κατακτημένους κανόνες αλλά να αναστηλώσει τους κανόνες αυτούς παραβιάζοντας τη στεγανοποιημένη χρήση της γλώσσας, βιάζοντας την έωλη ασφάλειά της. Και βέβαια παρωδώντας τα ιερά και τα όσια μιας λογοτεχνίας της αγοράς για να εκτεθεί σ’ όλους τους κινδύνους που κάτι τέτοιο περικλείει. Μέσω της διακινδύνευσης αυτής και της έκθεσης των πιο εσωτερικών στιβάδων του εαυτού δεν τιμά μόνο την αποστολή του ως συγγραφέα-δημιουργού αλλά κυρίως δοξάζει τον αναγνώστη του καθιστώντας τον εξίσου συμμέτοχο σ’ αυτή την περιπέτεια. Χωρίς όμως την οποία δεν μπορούν να υπάρξουν αληθινή, αισθητική εμπειρία κι έρωτας παρά μόνο συναισθηματική διάρροια. (Ο Αριστηνός θα μιλούσε για διάρροια αθανασίας.) Οποιος, πάλι, δεν αντιλαμβάνεται τον ερωτισμό, ή και τον αυτοκαταστροφικό ναρκισσισμό, στη γλώσσα ή σε όσα η γλώσσα και οι λέξεις (υπο)στηρίζουν, δεν τον νιώθει ούτε και στα σώματα. Τα σώματα, το υψηλότερο επίτευγμα του πνεύματος!
Θυμάμαι το σοκ που ένιωθα πιτσιρίκος βλέποντας τον Γύρο του Θανάτου σ’ ένα λούνα παρκ στην πλατεία Ταμπουρίων. Σ’ ένα τεράστιο, ξύλινο βαρέλι ένας μοτοσικλετιστής με το γκάζι στο φουλ ανέβαινε ως επάνω, ως τα χείλη του βαρελιού διαγράφοντας ένα σπιράλ ιλίγγου χωρίς να πέφτει! Ποιος μπορεί να κάνει λογοτεχνία αυτή την εμπειρία; Ο Αριστηνός είναι σε θέση. Οπως άλλωστε κι ο ζωγράφος Μάκης Θεοφυλακτόπουλος (1939) με τις φιγούρες του όταν ιππεύουν βαρύθυμες μηχανές, αρδεύοντας ανάλογη, σκοτεινή ύλη. Γράφω σχετικά: «Ο Μ.Θ. είναι ένας δημιουργός που αποδίδει την ερωτική πράξη σαν ένα επεισόδιο θανάτου και τολμάει να ζωγραφίσει τους νεκρούς ακόμα κι όταν εκείνοι δεν έχουν πεθάνει» (Μάνος Στεφανίδης – Επεισόδια από το Μέλλον, Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, εκδ. Νίκας 2022).
Ανάλογα, ο θάνατος μιας λέξης προκαλεί – θα έπρεπε τουλάχιστον να προκαλεί – τον ίδιο πόνο με τον θάνατο ενός ανθρώπου. Και ο Αριστηνός έχει απόλυτη επίγνωση αυτής της απώλειας. Και γίνεται σταυροφόρος της σωτηρίας της μεταγγίζοντάς της νέα νοήματα. Γιατί πρόκειται για μια λέξη που, όπως κάθε λέξη, κάποτε άνθισε τριανταφυλλένια στο στόμα μίας μάνας και γλίστρησε σαν ροδόνερο στο αφτί-γαρίφαλο ενός μωρού. Εκείνη η λέξη, κάποτε πολύκλωνη τριανταφυλλιά, τώρα γέρνει στο χώμα μαραμένη. Για αυτό το πένθος σάς μιλάω.
Μια λακκουβίτσα νερού φτάνει και περισσεύει για να χωρέσει την Πανσέληνο. Εν προκειμένω έχουμε πάλι δύο λέξεις και τη δυνατότητά τους να μεταμορφώνονται μαγικά. Ούτως ή άλλως και η λογοτεχνία και η ζωγραφική είναι βακτηρίες ομότροπων λέξεων και εικόνων για να κρούσουμε μ’ αυτές τη θύρα του αγνώστου. Υπομόχλιο για να μετακινήσουμε όχι τον ορατό αλλά τον αθέατο κόσμο λίγο πιο εκεί. Κι αυτό το ακοίμητο νερό των δακρύων που κάνει το δέντρο της μελαγχολίας να καρποφορεί και στις πιο αυχμηρές εποχές.
Ο κ. Μάνος Στεφανίδης είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ.