Το καλοκαίρι του 1990, ο Μόντιγκλ Στερνς, ένας από τους κορυφαίους αμερικανούς διπλωμάτες που έχουν περάσει από τη χώρα μας, επισκέφθηκε την Τουρκία, την Ελλάδα και την Κύπρο και είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με υψηλόβαθμους αξιωματούχους. Αφορμή του ταξιδιού ήταν οι κοσμογονικές αλλαγές που είχε επιφέρει το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και οι προκλήσεις της περίφημης νέας τάξης πραγμάτων. Αυτό που του έκανε χαρακτηριστική εντύπωση ήταν η εκ διαμέτρου αντίθετη ψυχολογία που επικρατούσε σε Αθήνα και Αγκυρα.
Οι τούρκοι αξιωματούχοι ανησυχούσαν ότι η πτώση της ΕΣΣΔ θα σήμαινε και τη συρρίκνωση της στρατηγικής σημασίας της Τουρκίας για τις ΗΠΑ. Πέρα από τη μείωση των πακέτων οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας, αυτό που τους απασχολούσε περισσότερο ήταν η αυξημένη ελληνική επιρροή στην Ουάσιγκτον σε θέματα που άπτονται των τουρκικών συμφερόντων. Ο Στερνς διαβεβαίωσε τους τούρκους αξιωματούχους ότι όσο η γεωγραφία της περιοχής δεν αλλάζει, η γεωστρατηγική σημασία της Τουρκίας παραμένει αμείωτη.
Στην Αθήνα, από την άλλη, επικρατούσε ικανοποίηση για τους ίδιους ακριβώς λόγους: η αίσθηση ήταν ότι η κατάρρευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας θα οδηγούσε στη «στρατηγική έκλειψη» της Τουρκίας και στην ανάδειξη της Ελλάδας σε πυλώνα σταθερότητας της Δύσης στη περιοχή. Η θερμή υποδοχή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στον Λευκό Οίκο, τον Μάιο του 1990, ενίσχυε ακόμα περισσότερο αυτή την εντύπωση.
Μερικές εβδομάδες μετά την επίσκεψη του Στερνς ξέσπασε ο Πόλεμος του Κόλπου και οι όροι της συζήτησης άλλαξαν. «Είτε αρέσει είτε όχι», τόνιζε ο πολύπειρος διπλωμάτης, «ο ρόλος τους στην υλοποίηση της δυτικής πολιτικής ήταν συμπληρωματικός».
Εκτοτε μεσολάβησαν πολλά και άλλαξαν αρκετά. Το καλοκαίρι του 2022 η Τουρκία αισθάνεται ότι η αυξημένη δύναμή της δεν ανταποκρίνεται πλέον στη θέση της στο περιφερειακό ισοζύγιο ισχύος και γι’ αυτό διεκδικεί με κάθε τρόπο τη γεωπολιτική αναβάθμισή της. Αυτός είναι ο ορισμός της αναθεωρητικής δύναμης και γι’ αυτόν τον λόγο η Τουρκία έχει τόσα ανοικτά μέτωπα. Μετά από μια μακροχρόνια περίοδο οικονομικής δυσχέρειας και εσωστρέφειας, η Ελλάδα αισθάνεται και αποπνέει σιγουριά, επιδεικνύει πραγματισμό στη διπλωματία της και διακατέχεται από στρατηγική ωριμότητα. Με όρους ισχύος, έχει ενισχύσει την αυτοδυναμία της μέσω των εξοπλισμών (εσωτερική εξισορρόπηση) και τη διεθνή της θέση μέσω δραστήριας διπλωματίας και σύναψης συμμαχιών (εξωτερική εξισορρόπηση). Ολα αυτά δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο θερμού επεισοδίου, αλλά συνδράμουν στην ενίσχυση της αποτροπής. Αλλο εχέγγυο στις διεθνείς σχέσεις δεν υπάρχει.
Είναι όμως εξόχως σημαντικά και όσα δεν έχουν αλλάξει. Πρώτα απ’ όλα ο χάρτης. Η Ουάσιγκτον μπορεί να μη συμφωνεί με την τουρκική πολιτική, αλλά δεν έχει πάψει να εκτιμά την τουρκική γεωγραφία. Οπως ισχύει εξίσου το ίδιο για την ελληνική γεωγραφία. Μπορεί οι ΗΠΑ να κατόρθωσαν να μειώσουν την εξάρτησή τους από την τουρκική βάση του Ιντσιρλίκ μέσω της στρατηγικής επένδυσης στην Αλεξανδρούπολη, αλλά αυτό δεν υποβαθμίζει τη γεωπολιτική αξία της Τουρκίας. Για μια σειρά από στρατηγικούς και επιχειρησιακούς λόγους, οι ρόλοι Ελλάδας και Τουρκίας στον νατοϊκό σχεδιασμό, όπως τόνιζε ο Στερνς, είναι συμπληρωματικοί. Με την Ελλάδα υπάρχει από το 2018 ο Στρατηγικός Διάλογος· με την Τουρκία υπάρχει από το 2021 ο Στρατηγικός Μηχανισμός. Οι δίαυλοι δεν έχουν κοπεί.
Δεύτερον, καμία μεγάλη δύναμη δεν αρέσκεται να χάνει συμμάχους. Κανείς στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν θέλει να λάβει οριστικό χαρακτήρα το ερώτημα «ποιος έχασε την Τουρκία», κατά τον ίδιο τρόπο που στοιχειώνουν την αμερικανική διπλωματική ιστορία τα ερωτήματα «ποιος έχασε την Κίνα» τη δεκαετία του 1940 και «ποιος έχασε το Ιράν» τη δεκαετία του 1970. Μπορεί οι ΗΠΑ να έχουν λιγότερο έλεγχο στα τουρκικά κέντρα αποφάσεων σε σχέση με το παρελθόν – το οποίο και είναι το πιο ανησυχητικό σε περίπτωση κρίσης – αλλά δεν έχουν απολέσει όλους τους μοχλούς πίεσης, όπως φαίνεται από τις εκκρεμείς συζητήσεις για τα εξοπλιστικά προγράμματα.
Τρίτον, στη διεθνή πολιτική ο καθένας κοιτάζει πώς να εξυπηρετήσει καλύτερα το συμφέρον του. Πώς μεταφράζεται αυτό στο Αιγαίο; Η ισορροπία δυνάμεων δεν εξαρτάται μόνο από τους ποσοτικούς και ποιοτικούς δείκτες ισχύος, δηλαδή τους εξοπλισμούς και το ανθρώπινο δυναμικό. Αυτά είναι τα μέσα. Σημασία έχουν οι στόχοι και οι προθέσεις. Στο παρελθόν έχουν γίνει κρίσεις για φαινομενικά ασήμαντους λόγους και έχουν αποφευχθεί κρίσεις για πολύ πιο σημαντικές αφορμές. Ο Ερντογάν έχει κλιμακώσει επικίνδυνα τη ρητορική του, αλλά δεν είναι σαφής η θεωρία νίκης του: πως δηλαδή θα μετουσιώσει σε πολιτικό κέρδος ένα θερμό επεισόδιο. Το διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον βρίσκεται αυτή την περίοδο σε αναβρασμό, αλλά γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι περιστάσεις μπορεί να μην κρίνονται ευνοϊκές από την Αγκυρα. Οι μελλοντικές προκλήσεις, όμως, θα είναι πιο αμφίρροπες.
Το καλοκαίρι του 2023 θα είναι κομβικό για την Τουρκία λόγω των προγραμματισμένων προεδρικών εκλογών. Οι τάσεις δείχνουν ότι αργά ή γρήγορα ο κύκλος του Ερντογάν κλείνει. Αυτό σημαίνει ότι στο ενδιάμεσο διάστημα ανοίγουν νέα περιθώρια διαπραγμάτευσης του προσανατολισμού της Τουρκίας. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος αυτή τη στιγμή σε στρατηγικό επίπεδο είναι η απεραντοσύνη της τουρκικής απειλής ως κληρονομιά του Ερντογάν στους επόμενους κατόχους του θρόνου – όταν και όποτε γίνει αυτό. Εκεί θα πρέπει να ρίξει το μεγαλύτερο βάρος η ελληνική διπλωματία, διότι παρ’ όλες τις αλλαγές η ουσία για την αμερικανική διπλωματία παραμένει απαράλλακτη. Η γεωγραφία δεν αλλάζει.
Ο κ. Σπύρος Κατσούλας είναι διδάσκων Διεθνών Σχέσεων & Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά.