Η συχνότητα των νομοθετικών παρεμβάσεων που αφορούν τη λειτουργία των ΑΕΙ προβληματίζει. Σχεδόν δεν υπάρχει υπουργός Παιδείας που δεν εισηγήθηκε ευρύτατες αλλαγές στο δίκαιο που διέπει τη λειτουργία των ΑΕΙ, είτε για να διορθώσει αστοχίες του προκατόχου του είτε γιατί διολίσθησε στη ματαιοδοξία της «νέας σελίδας» για τα ΑΕΙ. Οι περισσότερες από αυτές τις αλλαγές δεν μακροημέρευσαν, εξαιρουμένης της εμπνευσμένης και ουσιαστικής παρέμβασης της Μαριέττας Γιαννάκου που αφορούσε την αξιολόγηση ως βασικό παράγοντα ανάπτυξης μιας ποιοτικής ανώτατης παιδείας. Οι περισσότερες των προσπαθειών αποδείχθηκε ότι, παρά τον παραληρηματικό μεταρρυθμιστικό τους οίστρο, υπηρετούσαν λιγότερο τη ρυθμιστική αναβάθμιση των ΑΕΙ και περισσότερο την αυταρέσκεια του «ράβε – ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει».
Η κυβέρνηση ανακοίνωσε στις 26.5.2022 το νέο σχέδιο νόμου για τα ΑΕΙ. Κεντρικός άξονας παρέμβασης είναι η αλλαγή του μοντέλου διοίκησής τους. Η επιχειρούμενη, για δεύτερη φορά τα τελευταία έντεκα χρόνια, ριζική αλλαγή του μοντέλου διοίκησης ουσιαστικά επιχειρεί να χρεώσει όλες τις αδυναμίες και δυσλειτουργίες του ελληνικού πανεπιστήμιου στο αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων. Ομως, επειδή το αυτοδιοίκητο του ελληνικού πανεπιστημίου έχει ιστορία όσο και ο θεσμός του πανεπιστημίου στη Ελλάδα, είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο και αποτελεί συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς του, οι εμπνευστές του νέου μοντέλου προσπαθούν με ακροβατικές κινήσεις να εγκαθιδρύσουν ένα μοντέλο διοίκησης που αφενός μοιάζει ότι σέβεται το αυτοδιοίκητο και αφετέρου ακολουθεί τα πρότυπα της διοίκησης εμπορικών επιχειρήσεων, όπου οι μέτοχοι είναι οι καθηγητές και η εξουσία μονοπωλείται από ένα παντοδύναμο Συμβούλιο Διοίκησης που αναδεικνύεται με πλειοψηφικό σύστημα εκλογών και κηδεμονεύεται από αγνώστου ταυτότητος «αρίστους».
Οσο λιγότερο σχετικός είναι κανείς με τον χώρο του πανεπιστημίου τόσο ευκολότερο είναι να πειστεί ότι η συγκεκριμένη εξαγγελία υπηρετεί την ενίσχυση της λειτουργικότητας των ΑΕΙ, όπως επικαλείται. Η προτεινόμενη προσθήκη ενός επιπλέον επιπέδου διοίκησης, όπως είναι το Συμβούλιο Διοίκησης, σε εκείνα της Συγκλήτου, των πρυτανικών αρχών, των κοσμητειών και των Συνελεύσεων των τμημάτων δεν θα βελτιώσει τη λειτουργικότητα, αλλά θα αυξήσει τη γραφειοκρατία, τις διοικητικές ασάφειες και θα ταλανίσει το δοκιμαζόμενο πανεπιστήμιο σε μια άσκοπη σπατάλη δυνάμεων για να βρει έναν νέο βηματισμό και να ισορροπήσει λειτουργικά. Το επιχείρημα ότι με τη θεσμοθέτηση των Συμβουλίων Διοίκησης θα περιοριστεί η διοικητική εξάρτηση των πανεπιστημίων από το υπουργείο Παιδείας δεν ευσταθεί, αφενός γιατί τα ΑΕΙ είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) που τελούν υπό την εποπτεία του κράτους και ισχύουν για αυτά στο ακέραιο οι διατάξεις περί ελέγχων και δημόσιου λογιστικού και αφετέρου γιατί ο κύριος χρηματοδότης του πανεπιστημίου είναι το υπουργείο Παιδείας και κάθε διοικητική απόφαση που απαιτεί δαπάνη διέπεται από τους κανόνες και ελέγχους του χρηματοδότη. Μάλιστα τα δύο αυτά χαρακτηριστικά, της νομικής μορφής και του φορέα χρηματοδότησης, προβλέπονται από το άρθρο 16 του Συντάγματος.
Οσοι γνωρίζουν το ελληνικό πανεπιστήμιο εκπλήσσονται με την επιχειρηματολογία της νέας νομοθετικής πρότασης περί των προβλημάτων που θα επιλύσει το προτεινόμενο μοντέλο διοίκησης. Επικαλείται ιεραρχήσεις προβλημάτων όπως: το συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης, η απουσία ελέγχου και λογοδοσίας, η απουσία αξιοκρατίας και πλουραλισμού, η εσωστρέφεια επειδή όλα τα μέλη της διοίκησης είναι πανεπιστημιακοί, η απόκλιση του μοντέλου διοίκησης από διεθνείς πρακτικές και άλλα τινά, που αφενός είναι ανυπόστατα και αφετέρου οι προτεινόμενες αλλαγές, με τους ελεγκτές να είναι και ελεγχόμενοι, μάλλον θα γεννήσουν παρά θα εξαλείψουν τέτοιου τύπου προβλήματα.
Ο χώρος του πανεπιστημίου δεν προσφέρεται για εύκολες διαπιστώσεις και επιπόλαιες παρεμβάσεις για τον πρόσθετο λόγο ότι έχει ιδιαίτερα ταλαιπωρηθεί από τέτοιες πρακτικές. Απαιτείται ενδελεχής μελέτη των παθογενειών, ευρύτατη πολιτική και κοινωνική συναίνεση για ένα συμφωνημένο πλαίσιο λειτουργίας της ανώτατης εκπαίδευσης, που θα επιτρέπει, στο πλαίσιο του αυτοδιοίκητου, το κάθε πανεπιστήμιο να ρυθμίζει, με τον οργανισμό και κανονισμό λειτουργίας του, όλα τα ζητήματα ανάπτυξης και ενίσχυσης της ακαδημαϊκής ταυτότητάς του. Ας δείξουμε εμπιστοσύνη στις εκπαιδευτικές μονάδες όλων των βαθμίδων, με λιγότερες κρατικές παρεμβάσεις και περισσότερη αξιολόγηση από ανεξάρτητους ειδικευμένους φορείς.
*Ο κ. Εμμανουήλ Γιακουμάκης είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και τέως πρύτανης.