Δεν νομίζω να χωρούν αυταπάτες και ψευδαισθήσεις. Μπροστά μας έχουμε ένα δύσκολο καλοκαίρι.

Οποιοι κι αν είναι οι λόγοι που προκαλούν τον παροξυσμό της Τουρκίας και του Ερντογάν όχι μόνο δεν έχουν εκλείψει, αλλά ούτε είναι πιθανόν να εκλείψουν το προσεχές διάστημα. Είναι προφανές ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει καμία διάθεση να μπει σε μια συζήτηση με τέτοιους όρους και τέτοιο ύφος.

Η Τουρκία έχει μπει σε μια λογική «πίεσης» της Ελλάδας με τις γνωστές μεθόδους. Η «πίεση» αυτή θα παραταθεί και ίσως ενταθεί όσο δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας. Αλλά όσο δεν αποδίδει και όσο προκαλεί μια ισχυρή διεθνή αντίδραση, τόσο η Τουρκία θα δυσκολεύεται να αλλάξει τροπάριο.

Τηρουμένων των αναλογιών είναι σαν τον Πούτιν στην Ουκρανία. Ακόμη κι αν χάνει, δεν μπορεί να κάνει πίσω με κίνδυνο να καταρρεύσει.

Οι ερμηνείες για τον παροξυσμό αυτόν είναι πολλές, χωρίς απαραιτήτως η μία να αποκλείει την άλλη.

Υπάρχουν ασφαλώς λόγοι εσωτερικής πολιτικής. Ο Ερντογάν έχει εκλογές την άνοιξη 2023, αν όχι νωρίτερα. Κι ενώ κανείς δεν προεξοφλεί αν θα χάσει ή αν θα κερδίσει, το πιθανότερο είναι πως δεν πρόκειται για εκλογικό περίπατο.

Υπάρχουν λόγοι περιφερειακής πολιτικής. Κανείς ή σχεδόν κανείς δεν δείχνει διατεθειμένος να αναγνωρίσει στην Τουρκία τον ρόλο περιφερειακής ηγεμονίας που διεκδικεί.

Κι αυτό η τουρκική κυβέρνηση το εκλαμβάνει ως ανισότιμη μεταχείριση ή άρνηση αποδοχής της ισχύος της. Γι’ αυτό εγείρει συνεχώς ακατανόητα ζητήματα ασφαλείας.

Υπάρχουν τέλος λόγοι εθνικής ψυχοσύνθεσης. Εν όψει των εορτασμών του επόμενου έτους (εκατό χρόνια από την ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας, το 1923) ο Ερντογάν αναζητεί αποκατάσταση και αναγνώριση σε ένα μπόι που δεν είναι το δικό του.

Τα υπόλοιπα είναι ζήτημα ψυχανάλυσης.

Είναι προφανές ότι η λεγόμενη «αραβική άνοιξη του 2010» δημιούργησε στην Τουρκία την αίσθηση ενός περιφερειακού κενού, το οποίο θα μπορούσε να καλύψει εκείνη.

Ο κύκλος έκλεισε χωρίς να τη δικαιώσει. Και τώρα η αναδίπλωση χρειάζεται ρεαλισμό και δεξιοτεχνία. Η τουρκική ηγεσία όμως δεν φαίνεται να διαθέτει ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Ακόμη περισσότερο που η ελληνική πολιτική τους προκαλεί καταφανώς αμηχανία και εκνευρισμό. Κάτι που αποτελεί προφανή επιτυχία της ελληνικής πολιτικής.

Πρώτη φορά (από όσο θυμάμαι…) ένας τούρκος πρόεδρος προσωποποιεί ρητά («Μητσοτάκης… γιοκ!») την αντίθεσή του σε έναν έλληνα πρωθυπουργό.

Μεταξύ μας, δεν νομίζω ότι μπορούσε να κάνει καλύτερο εκλογικό δώρο στον Μητσοτάκη: τον έχρισε «προσωπικό αντίπαλό του». Οι εκλογές θα περιλάβουν αναγκαστικά μια απάντηση «ναι ή όχι» σε «εκείνον που δεν θέλει ο Ερντογάν».

Ολα αυτά φυσικά δεν μας προϊδεάζουν για το πιο ήσυχο καλοκαίρι. Ο παροξυσμός της Τουρκίας είναι κακός σύμβουλος, όσο κι αν είναι υποχρεωμένοι να τον βιώνουν σε κάποιο πλαίσιο.

Χρειαζόμαστε τον τουρισμό και στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Ενώ όλες οι σύμμαχες χώρες της Δύσης διαμήνυσαν ότι δεν έχουν καμία διάθεση να παρακολουθήσουν μια ανυπόστατη σύγκρουση κυριαρχίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Το ερώτημα φυσικά είναι αν η Τουρκία ενδιαφέρεται να παραμείνει στον δυτικό κόσμο ή αν επιδιώκει να παραμείνει υπό προϋποθέσεις.

Αλλά αυτό δεν μπορεί να το απαντήσει κανείς άλλος από την ίδια.

Μυστήριο
Εχω μια απορία. Πιστεύει κανείς ότι η κυβέρνηση σήκωσε το θέμα της ασφάλειας στα πανεπιστήμια χωρίς να έχει προηγουμένως μετρήσει την απήχησή του;
Χωρίς να ξέρει δηλαδή ότι κοντά στο 65% τάσσονται υπέρ της πανεπιστημιακής αστυνομίας και ότι η απαξίωση των πανεπιστημίων στα μάτια της κοινής γνώμης κινείται σε ακόμη υψηλότερα ποσοστά;
Αν όμως θεωρούν ότι η κυβέρνηση έκανε το αυτονόητο, μέτρησε δηλαδή τις αντιδράσεις στην πολιτική της, γιατί έσπευσαν να συνταχθούν με τις αντιδράσεις;
Μυστήριο. Μου φαίνεται ότι είναι σαν το άλλο μυστήριο που δεν μπορούν να εξηγήσουν, δηλαδή γιατί ανεβαίνει η κυβέρνηση στις δημοσκοπήσεις.

Μη χτυπάτε τα χταπόδια!

Ομολογώ ότι δεν κατάλαβα πως έληξε (αν έληξε…) η μεγάλη σύγκρουση στον ΣΥΡΙΖΑ για τα δικαιώματα των χταποδιών. Ενδεχομένως και να συνεχίζεται ακόμη χωρίς να υποπίπτει στην αντίληψή μας.
Θυμίζω ότι στη σύγκρουση πρωτοστατούν η εφημερίδα «Αυγή» και ο βουλευτής Χανίων Πολάκης αλλά δεν μου ήταν σαφές απολύτως ποιος είναι με ποιον.
Υποψιάζομαι άλλωστε πως έτσι συμβαίνει στον ΣΥΡΙΖΑ με τις μεγάλες συγκρούσεις. Ποτέ δεν καταλαβαίνεις γιατί τσακώνονται.
Ιδίως όταν σε μια τέτοια σύγκρουση περί δικαιωμάτων, τα βαριά όπλα του δικαιωματισμού απέφυγαν να πάρουν θέση.
Ούτε ο σύντροφος Λάμπρου ούτε ο καθηγητής Χριστόπουλος ούτε ο δραστήριος Παπαϊωάννου ούτε η ολλανδή δημοσιογράφος με τον Αφγανό (ή μήπως Πακιστανό;) ούτε ο νέος Παπαγιαννάκης με άλλους μετανάστες ούτε ο διασώστης Ιάσονας έκαναν τον κόπο να δραστηριοποιηθούν.
Το σημειώνω. Διότι η απουσία τους από τον αγώνα για τα δικαιώματα των χταποδιών αποδυναμώνει τα δικαιώματα.
Μπορεί η Διεθνής Αμνηστία να εκδήλωσε έντονο ενδιαφέρον για τον ξαπλωμένο επί της ασφάλτου αγωνιστή του ΑΠΘ και οι Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα να οδύρονται για τη βάσκανο μοίρα του ελληνικού Τύπου αλλά δεν είπαν λέξη για τα χταπόδια.
Κι αυτό, σύντροφοι, δημιουργεί πρόβλημα.

l Πώς θα ρίξουμε μετά τον φράχτη στον Εβρο και πώς θα υποδεχθούμε με αγκαλιές τους πρόσφυγες;

l Πώς θα ικανοποιηθούν τα αιτήματα του Κουφοντίνα και άλλων φυλακισμένων από το αστικό καθεστώς;

l Πώς θα διασφαλιστεί το δικαίωμα κάθε φοιτητή να πλακώνει τον πρύτανη της αρεσκείας του;

Για να μην καταλήξω στο σημαντικότερο.
Οταν αδιαφορείς για τα δικαιώματα των χταποδιών, πώς θα μπορέσεις αύριο να υπερασπιστείς τα δικαιώματα των αχινών εναντίον της αχινοσαλάτας ή (ακόμη χειρότερα) τα δικαιώματα των τηγανητών καλαμαρακίων να επιλέγουν τη συνοδεία ούζου ή τσίπουρου;
Είπαμε ότι ανέλαβε η Σβίγκου, αλλά δεν μπορεί να τα κάνει κι όλα μόνη της!