Μπορεί κανείς να κατανοήσει τα «ανθρώπινα» κίνητρα αλλοίωσης της ιστορίας μεγάλων προσωπικοτήτων – ιδίως εν ονόματι της (πράγματι σεβαστής) καλλιτεχνικής ελευθερίας. Ούτε ο μέγιστος Θεόφιλος Μότσαρτ διέφυγε απ’ αυτήν την υπονομευτική τακτική: Πρόσφατα μάλιστα, εξαιτίας του εύτεχνου κινηματογραφικού έργου του Μίλος Φόρμαν (1984), ο μεγαλοφυής μουσικός παρουσιάσθηκε ως ένα παραξενιάρικο παιδαρέλι. Κι έτσι, έκτοτε ακούγονται πάντοτε μερικοί (χαριτωμένοι, τάχα) χαρακτηρισμοί του μεγάλου Συνθέτη, όπως: νάρκισσος χωρίς αγάπη για τους άλλους, μέθυσος, γυναικάς και βωμολόχος – μόνον αυτά…
Κατά την ταπεινή-μου αντίληψη, αυτή είναι μια απ’ τις λίγες φορές όπου η αλήθεια βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα των μυθευμάτων. Φοβούμαι δε ότι η ένταση αυτού του ψεύδους ενδέχεται να μειώνει και τη μέγιστη αισθητική απόλαυση που μας προσφέρει η μουσική του θύματος του ψεύδους…
Εχοντας λοιπόν ασχοληθεί στο παρελθόν με τον βίο του μεγάλου μουσουργού (Τάσιος, Θ. Π., «W.A. Mozart. Ο Ανθρωπος», στο «5 Μαθήματα Ζωής», Αγγελάκης, 2015), σκέφθηκα να συμμερισθώ (με όσους τυχόν θελήσουν να διαβάσουν αυτές τις γραμμές) τα ευρήματα της σύγχρονης διεθνούς βιβλιογραφίας για τη βαθύτατα αξιαγάπητη προσωπικότητα του Μότσαρτ.
1. «Χωρίς αγάπη για τους άλλους», λέει ο μύθος – και ιδού η πραγματικότητα: Λέει η μητέρα του· «όταν ο γυιός-μου κάνει νέες γνωριμίες, θέλει αμέσως να δώσει τη ζωή-του και την περιουσία-του γι’ αυτούς» (Rosselli J., The life of Mozart, CUP, 1998). Κι ο M. Kelly (πρώτη παράσταση των Γάμων του Φίγκαρο): «Ο Μότσαρτ ήταν […] έτοιμος να γίνει θυσία για τους άλλους» (Baker, R., Μότσαρτ, Libro, 1991: σ. 23). Ο δε ίδιος ο Θεόφιλος προς τον πατέρα του: «Εχω πολλή θρησκεία και πολλήν αγάπη για τον πλησίον μου» (Δοντάς, Ν. Δ., «Μύθοι και Πραγματικότητα», στο ένθετο «7 Ημέρες», «Καθημερινή», 22.01.06: σ. 4). Σκεφθείτε μόνον ότι έμαθε τη νοηματική γλώσσα, για να μπορεί να επικοινωνεί με τους άτυχους τους κωφάλαλους. Ο δε βαρώνος Grimm θα γράψει γι’ αυτόν: «Στο Παρίσι πρέπει να είσαι σκληρός και θρασύς· κι ο Μότσαρτ δεν ήταν τίποτε απ’ αυτά» (Rosselli: σ. 34). Ενώ ο ίδιος ο Θεόφιλος, πάλι: «Οσο περισσότερο ταλέντο έχει δώσει ο Θεός στα τέκνα του, τόσο μεγαλύτερο το χρέος-των να βελτιώνουν τη θέση των γονέων τους» (Baker: σ. 6). Κι ακόμη, όταν αφιέρωσε τα έξι αριστουργηματικά-του κουαρτέτα στον Haydn, του έγραψε: «Σε εκλιπαρώ να εξετάσεις με επιείκεια τα μειονεκτήματά τους» (Σαραντάκος, Ν. (ανθ.), Αλληλογραφία, Ερατώ, 1991: σ. 297).
Κι έλεγε πάντοτε «η καρδιά είναι που κάνει ευγενή τον άνθρωπο» (Σαραντάκος: σ. 205). Και «οι πιο αληθινοί φίλοι είναι οι φτωχοί» (Σαραντάκος: σ. 140). Κι ακόμη: «σκοπός της ζωής-μας είναι να μαθαίνουμε με ζήλο, και να διαφωτίζομε ο ένας τον άλλον» (Σαραντάκος: σ. 74).
Διερωτώμαι λοιπόν, πού βρήκαν σ’ όλα αυτά την εικόνα ενός «ναρκίσσου»; Εκτός κι αν συμμερίζονται τα άθλια αισθήματα του Αρχιεπισκόπου-Πρίγκηπα του Σάλτσμπουργκ, ο οποίος απεκάλεσε τον Συνθέτη-του «κάθαρμα» (κι έβαλε να τον διώξουν με τις κλωτσιές) επειδή είχε αρνηθεί να… κουβαλήσει δέματα – αφού είχε δεχθεί να τρώει μαζί με τους υπηρέτες! (Το φαντάζεσθε;). Οπότε ο Μότσαρτ, παραιτούμενος, θα γράψει: «Οταν κάποιος μου φέρεται με περιφρόνηση, έχω περισσότερη αξιοπρέπεια από πολλούς κόμητες μαζί» (Baker: σ. 87-8). Αραγε, αυτή η τίμια αντίδραση ενός αδικούμενου εργαζόμενου, αυτή ήταν τάχα που τροφοδότησε τη φαντασία των μυθοπλαστών μας;
2. Μέθυσος; Πουθενά δεν υπάρχει σχετική ιστορική περιγραφή ή απλή σχετική ένδειξη. Και συνεχίζω να διερωτώμαι…
3. Γυναικάς; Η διεθνής βιβλιογραφία συμφωνεί ότι ο Θεόφιλος ήταν πιστός στην Κονστάντς – παρά τον μάλλον ιδιότυπο χαρακτήρα της. Λίγο δε προ του θανάτου του, θα ‘πεί στη γυναικαδέλφη του: «Αν δεν μείνεις, ποιος θα στηρίξει την πολυαγαπημένη-μου Κονστάντς» (Rosselli: σ. 156).
Υποθέτω βέβαια ότι οι ανά τον κόσμον νεο-πουριτανοί έχουν τάχα ενοχληθεί απ’ το γεγονός ότι ο ευαίσθητος αυτός καλλιτέχνης ήταν από μικρός ερωτευμένος με τα κορίτσια – ώ της πρωτοτυπίας. Και μας προέκυψαν κουτσομπολίστικες «βιογραφίες» – χωρίς ίχνος ιστορικής επιστημονικής στήριξης, όπως προσφυώς παρατηρεί ο ιστορικός (Rosselli: σ. 61). Οταν ο Θεόφιλος πήγε στο Manheim για να βλέπει από κοντά τη «δύσκολη» Aloisia, με την οποία ήταν τόσο ερωτευμένος, ο πατέρας-του τον διατάζει να φύγει και ν’ αφήσει τα «φαιδρά» όνειρα· κι ο Θεόφιλος απαντά: «ειρηνικά και ζωογονητικά όνειρα, πατέρα – αν πραγματοποιούνταν θά ‘καναν τη ζωή-μου πιο υποφερτή, διότι είναι περισσότερο θλιβερή παρά χαρούμενη».
Αυτόν τον τραγικό άνθρωπο βρήκαν να βαφτίσουν «γυναικά»; Και μάλιστα, μέσα στον 18ο αιώνα του ερωτισμού;
4. «Βωμολόχος»; Εδώ πλέον πρόκειται περί σοβαρού πολιτισμικού συνδρόμου, από το οποίο κάμποσοι από μας ενδέχεται να υποφέρομε. Πρόκειται για το σύνδρομο της σοβαροφάνειας: Ακόμα και ορισμένα φιλοσοφικά ρεύματα διερευνούσαν ένα μουτρωμένο/φοβισμένο/μεταφυσικό υποκατάστατο του Ανθρώπου – μια προκρούστεια λογοκρισία της Υπαρξης. Ετσι, το δικαίωμα στα δώρα του Θεού: στη Χαρά, στον Ερωτα και στη βιωματική απελευθέρωση μέσω της Τέχνης, έμοιαζε να υποτάσσεται σε δήθεν «σοβαρότερα» πράγματα. Ο Μότσαρτ, διανοούμενος απ’ τη μια: έγραφε σε 4 γλώσσες (Rosselli: σ. 10), ήταν δυνατός στα Μαθηματικά (Baker: σ. 25), είχε μια βιβλιοθήκη με τα έργα των γερμανών Διαφωτιστών (Μανιάτης, Γ., «Ο Μότσαρτ και ο Διαφωτισμός», στο ένθετο «250 χρόνια Μότσαρτ», «Το Βήμα», 29.01.06: σ. 12), αλλά συγχρόνως και βαθιά θρησκευόμενος – διακήρυσσε ωστόσο την ανάγκη για γέλιο και για φαντασία. Αυτό θα ‘πεί ανθρωπισμός. Αν θέλομε τώρα να λογοκρίνομε (ουαί, φαρισαίοι) τη σαρκαστική ελευθεροστομία-του έναντι των «αριστοκρατών» (όπως εκφράζεται κυρίως στην αλληλογραφία με την αδερφούλα του), θα βρούμε την ευγενέστερη εφικτή αντίδραση στη δυσπερίγραπτη καταπίεση την οποία υφίστατο σ’ όλη τη σύντομη ζωή του: Ο ψυχολογικός μηχανισμός μέσω του οποίου ο Θεόφιλος αντιδρούσε στην αυθαιρεσία και την ανοησία, ήταν η γελοιοποίησή της. Ασε που ξεκινούσε με αυτοσαρκασμό: «Μένω παντοτινά τρελός». «Κατά φωνή και γάιδαρος – μια χαρά είμαι· ο ίδιος καραγκιόζης» (Σαραντάκος: σ. 34). Κι έφθανε και στη γελοιοποίηση των «Ευγενών»: «Παρέστησαν πολυάριθμοι ευγενείς, όπως η κόμησα Κατρουλιάρου [καθώς κι οι κόρες] που έχουν παντρευτεί τους δύο πρίγκηπες Κοιλαρώφ φον Γουρούνοβιτς» (Σαραντάκος: σ. 92). Για τους απανταχού σοβαροφανείς, πάντως, ας σημειώσομε ότι, όπως περιγράφει ο Rosselli (σ. 12), πολλοί Γερμανοί του Salzburg εκείνην την εποχή αρέσκονταν σε πολύ τολμηρότερες αθυροστομίες – όπως ακόμα και η ευσεβής μητέρα του.
Επιμένω όμως στο ότι πρέπει να κατανοήσομε αυτήν τη φιλοπαίγμονα πλευρά του Μεγάλου – όχι ως παράδοξη ιδιοτυπία, όπως ίσως θα τη βάφτιζαν οι σοβαροφανείς, αλλ’ ως θεμελιώδη ποιητική αντίθεση μιας πολυμερούς ιδιοφυΐας, κόντρα στους κενόδοξους.
Κι όλα αυτά, από έναν βασανισμένο νεαρό με εκ γενετής κλονισμένη υγεία (Δρόσος Γ. Ν., Β.Α. Μότσαρτ, Ζαχαρόπουλος, 1989: σ. 521), που έκανε τη ζωή-του ανυπόφορη – ευτυχώς δε που η συστηματική έρευνα του H.C. Robbins Landon (1791, Mozart’s last year, Fontana, 1990), ξεκαθάρισε οριστικώς αυτήν την πλευρά της ιστορίας και αναίρεσε πλήρως τα περί Σαλιέρι μυθεύματα.
Η τραγική ωστόσο μεγαλοφυΐα του Μότσαρτ βοήθησε τους ανθρώπους να αποκαταστήσουν τον Homo ludens δίπλα στον Homo sapiens. Παρ’ όλο που, τρία χρόνια πριν πεθάνει, ο Θεόφιλος έγραφε στον πατέρα του: «Ευχαριστώ τον Θεό που με ευλόγησε […] να κατανοήσω τον θάνατο ως την κλείδα της αληθούς ευτυχίας μας» (Σαραντάκος: σ. 310).
Αυτόν τον τραγικό Συνάνθρωπό-μας αποπειρώνται να κουτσομπολέψουν ανιστόρητα;
*Ο κ. Θεοδόσης Π. Τάσιος είναι ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.