Μια από τις συνέπειες που είχε η επιβολή της επάρατης δικτατορίας το 1967 ήταν και η φίμωση του Τύπου. Οι βασικές πολιτικές ειδήσεις και τα σε περίοπτη θέση κείμενα και σχόλια λογοκρίνονταν. Οι τίτλοι αποφασίζονταν ουσιαστικά από ειδική υπηρεσία του στρατιωτικού καθεστώτος και αναπαράγονταν υποχρεωτικά από τις εφημερίδες. Με αυτά τα δεδομένα, η απάντηση στο ερώτημα αν έπρεπε μια εφημερίδα να συνεχίσει να εκδίδεται ή όχι δεν ήταν εύκολη. Οι επιλογές ήταν δύο: να κλείσει η εφημερίδα ή να συνεχίσει να εκδίδεται υπό «ειδικές συνθήκες». Για παράδειγμα, η Ελένη Βλάχου ακολούθησε σαφώς και εξαρχής τον πρώτο δρόμο, κλείνοντας τόσο την «Καθημερινή» όσο και την τόσο καινοτόμα στην εποχή της «Μεσημβρινή». Υπήρξαν βέβαια και εφημερίδες, όπως η «Αυγή» και η «Δημοκρατική Αλλαγή», που επίσης έκλεισαν, αλλά με απόφαση του καθεστώτος αυτές, και επομένως… χωρίς διλήμματα και δύσκολες αποφάσεις. Η άλλη στάση μετά το 1967 ήταν αυτή του τότε ΔΟΛ («Βήμα», «Νέα» και άλλα), του τότε «Εθνους» (το έκλεισε πάντως η χούντα το 1970), της τότε «Βραδυνής» (την έκλεισε ο Ιωαννίδης το 1973), καθώς και κάποιων ακόμα εφημερίδων. Η στάση αυτή θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στη φράση: «Η έκδοση της εφημερίδας συνεχίζεται. Παράλληλα, παρακολουθούμε τις εξελίξεις και προσπαθούμε να αξιοποιούμε κάθε χαραμάδα που ανοίγει».
Η πρώτη αντίδρασή μου στο ζήτημα, όπως και αρκετών ομηλίκων μου άλλωστε, ήταν σαφώς επηρεασμένη από τον αντιδικτατορικό οίστρο που μας διέκρινε τότε, ο οποίος με τη σειρά του ήταν επηρεασμένος από τον ριζοσπαστισμό και τον κοσμοδιορθωτισμό, από την αδιαλλαξία και την απολυτότητα, που συχνά χαρακτηρίζουν τους νέους. Θεωρούσαμε, με άλλα λόγια, πως έπρεπε όλες οι εφημερίδες να είχαν κλείσει, αφήνοντας τη χούντα μόνον με τον «Ελεύθερο Κόσμο» του Σάββα Κωνσταντόπουλου και με κάποια εφήμερα χουντοκαθοδηγούμενα και χουντοτροφοδοτούμενα έντυπα που κυκλοφορούσαν κατά καιρούς. Ας μην ξεχνάμε επίσης, ότι μιλάμε για μια εποχή όπου δεν υπήρχε διαδίκτυο, δεν υπήρχαν sites, δεν υπήρχαν κινητά. Ούτε καν ιδιωτική ραδιοφωνία υπήρχε τότε, ούτε ιδιωτική τηλεόραση. Μόνο το χουντοκρατούμενο ραδιόφωνο και η χουντοκρατούμενη (και, έτσι κι αλλιώς, σε εμβρυακή μορφή ακόμη) τηλεόραση.
Καθώς, ωστόσο, περνούσαν οι μήνες και καθώς γινόταν όλο και πιο φανερό ότι η χούντα ούτε θα έφευγε ούτε θα έπεφτε σύντομα, γεννιόταν κάθε μέρα και περισσότερο η ανάγκη, σε κάποιους τουλάχιστον από εμάς, να μαθαίνουμε αν μη τι άλλο τι γινόταν στον κόσμο, εκτός Ελλάδος, αλλά και κάποια νέα από τον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών. Αρχίσαμε έτσι να αγοράζουμε το «Βήμα» κάθε πρωί – ή μάλλον κάθε μεσημέρι, αφού τότε άρχιζε λίγο-πολύ η μέρα μας, σύμφωνα με τον πανάρχαιο κανόνα που διέπει την περίοδο της φοιτητικής ζωής. Αγνοώντας ή παρακάμπτοντας τους τίτλους, μπορούσε κάποιος να διαβάσει για ταινίες που προβάλλονταν, για παραστάσεις που ανεβάζονταν, για εκθέσεις που οργανώνονταν, κ.ο.κ. Εκτός από τα καλλιτεχνικά και τα διεθνή, ρουφάγαμε επίσης τις επιφυλλίδες, κάτω αριστερά στην πρώτη σελίδα. Εκεί, σημαντικοί διανοούμενοι, όπως ο Αγγελος Τερζάκης, ο Κ. Θ. Δημαράς, ο Δημήτρης Μαρωνίτης (με διακοπές αυτός, λόγω διώξεων) και άλλοι κατέθεταν τις απόψεις τους για ποικίλα ζητήματα, φροντίζοντας ωστόσο να τις εμπλουτίζουν με πλάγιες ή υπαινικτικές αιχμές κατά της χούντας (επικρίνοντας, λ.χ., «γενικώς» τον αυταρχισμό και τον ολοκληρωτισμό).
Η γενιά μου, που έκανε τότε την ορμητική είσοδό της στον κόσμο όχι μόνο της πολιτικής αλλά και των ιδεών και των τεχνών, που προσπαθούσε εκείνα τα χρόνια «να βρει τα πατήματά της», βοηθήθηκε σημαντικά από κείμενα όπως αυτά των επιφυλλίδων, όπως και από τις κριτικές που έγραφαν ο Κωστής Σκαλιόρας (κινηματογράφος), ο Αγγελος Τερζάκης και μετά το 1971 ο Κώστας Γεωργουσόπουλος (θέατρο), ο Γιώργος Λεωτσάκος (μουσική), και άλλοι. Μάλιστα, καθώς μετά το 1970 τα πράγματα λασκάρισαν κάπως στον χώρο των εντύπων και των βιβλίων, όλο και πιο απαραίτητος σύντροφός μας γινόταν το «Βήμα». Αλλωστε, μετά το 1972-73, η κριτική στη χούντα γινόταν πια από την εφημερίδα σχεδόν απροκάλυπτα. Ηταν πια η εποχή όπου, μεταξύ άλλων, ο αείμνηστος Θανάσης Κανελλόπουλος έγραφε τους «Αντίλαλους» με την υπογραφή Ακροατής, αν θυμάμαι καλά, και όπου ο Κώστας Μητρόπουλος είχε δημοσιεύσει μερικές από τις πιο επιτυχημένες γελοιογραφίες του.
Αφορμή για να αναφερθώ σε όλα αυτά η έκθεση για τα 100 χρόνια του «Βήματος», στο Ιδρυμα/Μουσείο Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, στο Παγκράτι, την οποία αξίζει να επισκεφθεί, κατά τη γνώμη μου, όχι μόνο κάθε μελετητής της Ιστορίας της χώρας μας από το 1922 έως τις μέρες μας, αλλά και κάθε ενεργός πολίτης, κάθε άνθρωπος που ενδιαφέρεται για τα κοινά. Οσο για το επιμύθιο, δεν είναι άλλο από αυτό που κανείς, όσο μεγαλώνει, όλο και περισσότερο συνειδητοποιεί: όλα τα πράγματα και όλες οι καταστάσεις έχουν δύο όψεις – ενίοτε μάλιστα, και περισσότερες από δύο. Με άλλα λόγια, δεν θα πάψω ποτέ να εκτιμώ την ξεκάθαρη, αταλάντευτη στάση της Ελένης Βλάχου: έκλεισε τις εφημερίδες της, έφυγε (όχι εύκολα) για το Λονδίνο, δεν έπαψε στιγμή από εκεί να καταγγέλλει τη χούντα. Εξίσου όμως, θα αναγνωρίζω πάντα πόσο πολύτιμη υπήρξε για τη γενιά μου η κυκλοφορία του «Βήματος» στα χρόνια της δικτατορίας, πόσο αυτή ειδικά η εφημερίδα λειτούργησε σαν αποκούμπι μας σε μια πολύ δύσκολη περίοδο.
Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.