Απότομη κατάρρευση δεν φαίνεται στον ορίζοντα, πάταγος μπορεί να μην ακουστεί ποτέ έως το τέλος της. Οι δημοσκοπήσεις μαρτυρούν όμως πως η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με μια αθόρυβη φθορά. Η δεξαμενή των ψηφοφόρων αδειάζει με τον ρυθμό μιας μικρής αλλά συνεχούς διαρροής. Πώς θα σταματήσει; Και αν οι εκλογές γίνουν σε δώδεκα μήνες, όπως διαβεβαίωσε ο Πρωθυπουργός στη συνέντευξή του στο «Βήμα», ποιο είναι το χρονικό όριο που θα επιτρέψει στο κόμμα του να διατηρήσει μια απόσταση ασφαλείας από εκείνο της αξιωματικής αντιπολίτευσης;
Αν ο έλεγχος της διαρροής είναι το ένα χρονικό σημείο που σε μια εκλογική χρονιά απασχολεί εξ ορισμού ένα κυβερνών κόμμα, το άλλο σχετίζεται με τη δυναμική των αντιπάλων του. Ως πότε θα μένει στάσιμος ο ΣΥΡΙΖΑ; Γίνεται να μην εισπράξει τίποτε από τη φθορά της κυβέρνησης μέχρι την ημέρα που θα στηθούν οι κάλπες και η διαρροή να χαθεί ολόκληρη χωρίς να κατευθυνθεί κάτι και στη δική του κοίτη; Μπορεί να μην καταλήξει τίποτε στη δική του δεξαμενή;
Οι μετρήσεις δείχνουν πως η δεξαμενή της αξιωματικής αντιπολίτευσης εξακολουθεί να είναι βαλτωμένη. Στις πιο παραστατικές εκδοχές της δημοσκοπικής ανάλυσης, οι επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ παρομοιάζονται ακόμη και με καρδιογράφημα νεκρού – με μια αδιατάρακτη, ευθεία γραμμή. Αλλά εάν στήνονται σήμερα οι εσωκομματικές κάλπες δεν είναι μόνο εξαιτίας της καλπολαγνείας που χαρακτηρίζει το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Δεν είναι το σύνδρομο στέρησης που παρακινεί τους καλποεξαρτημένους. Οπως στην περίπτωση του ΠαΣοΚ, που αναβαπτίστηκε στην κάλπη για να συντηρήσει ζωντανό το ρεύμα που είχε δημιουργήσει η ανάδειξη της νέας του ηγεσίας, έτσι και στον ΣΥΡΙΖΑ ο ουσιαστικός στόχος είναι η δημιουργία ενός ρεύματος που θα επιτρέψει στη γραμμή του καρδιογραφήματος να αρχίσει να πάλλεται.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αναζητεί νέα ηγεσία. Εχει ηγεσία, όχι μόνο είτε χάνει είτε κερδίζει, αλλά ακόμη και όταν χάνει τρεις – τέσσερις φορές στη σειρά. Χωρίς αλλαγή ηγεσίας και άρα χωρίς αίσθηση ανανέωσης, τι μένει για να δημιουργηθεί ρεύμα και δυναμική; Η συμμετοχή στις εσωκομματικές εκλογές που από τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ ποσοτικοποιείται στις 100.000. Αν πάνε τόσοι στις κάλπες, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έχει μόνο να επιδείξει έναν κομματικό θρίαμβο. Θα έχει και έναν απινιδωτή με τον οποίο ελπίζει πως θα εμφυσήσει νέα ζωή στη βαλτωμένη δεξαμενή του. Πως, επιτέλους, θα αποκτήσει ρεύμα.
Αν όμως ο ένας επανασυστήνεται στο εκλογικό ακροατήριο με την ολική επαναφορά του πατρογονικού ονόματος και ο άλλος με ένα γενναίο λίφτινγκ που υποτίθεται πως θα κάνει την παλιά ηγεσία να μοιάζει με νέα, τότε ο τρίτος, αυτός που διεκδίκησε τα δικά του 15 λεπτά διασημότητας χωρίς καμία κάλπη αλλά με μόλις ένα διήμερο συνέδριο, δεν έχει λόγο να βιάζεται. Με άλλα λόγια, αν οι εσωκομματικές κάλπες φουσκώσουν το ρεύμα σε ΠαΣοΚ και ΣΥΡΙΖΑ, τότε η ΝΔ δεν έχει παρά να περιμένει να ξεφουσκώσει το ρεύμα. Και πόσο να περιμένει; Ακριβώς δώδεκα μήνες. Για να ικανοποιήσει τότε τη δική της καλπολαγνεία όχι με μία αλλά με δύο εκλογές.