Λίγοι ασφαλώς θα γνωρίζουν ότι ο Χίτλερ, δεκαπέντε μόλις μέρες πριν από τη γερμανική επίθεση κατά της Κρήτης, είχε γενναιόψυχα εκφράσει τον απεριόριστο θαυμασμό του προς τον έλληνα στρατιώτη. Εκφωνώντας επίσημο λόγο ενώπιον του Ράιχσταγκ είχε πλέξει εγκώμιο με τη χαρακτηριστική αποστροφή ότι οι Ελληνες πολέμησαν ηρωικά με «υψίστη προς τον θάνατο περιφρόνηση». Οταν τα έλεγε αυτά, οι Γερμανοί είχαν ήδη ολοκληρώσει την εισβολή τους στην ηπειρωτική Ελλάδα και το μόνο αδούλωτο τμήμα της επικράτειάς της ήταν η μεγαλόνησος, ενώ τα τελευταία τμήματα του συμμαχικού εκστρατευτικού σώματος είχαν μόλις εγκαταλείψει εσπευσμένα το ελληνικό ηπειρωτικό έδαφος.
Ηδη βεβαίως είχε σχεδιασθεί στο Βερολίνο η γερμανική επίθεση των αλεξιπτωτιστών για την κατάληψη της Κρήτης και οι ειδικές μονάδες που θα την υλοποιούσαν έκαναν τις τελευταίες προετοιμασίες τους, κυρίως στα Μέγαρα της Αττικής. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της η γερμανική ηγεσία, απειροελάχιστα ελληνικά στρατεύματα βρίσκονταν πλέον στην Κρήτη, οι δε υπερασπιστές της ήταν κατά συντριπτική πλειοψηφία μη Ελληνες, δηλαδή Βρετανοί, Αυστραλιανοί ή Νεοζηλανδοί. Αν ο Χίτλερ είχε διαφορετική εικόνα για τη σύνθεση του στρατού που επρόκειτο να αντιμετωπίσει ο δικός του στη μεγαλόνησο, ίσως να ήταν πιο φειδωλός στα επίθετα που χρησιμοποίησε για να υμνήσει τον ελληνικό ηρωισμό.
Η οργάνωση της άμυνας
και οι δυσκολίες
Ωστόσο έχει ιστορικά υποβαθμισθεί ο πραγματικός ρόλος των ελλήνων ενστόλων που υπερασπίστηκαν την Κρήτη κατά την ομώνυμη Μάχη. Διότι μπορεί να μη διαπεραιώθηκαν μεγάλα τμήματα του μέχρι τότε μαχόμενου ελληνικού στρατού, που προφανώς και αυτά έχασαν τη συνοχή τους μέσα στη γενική σύγχυση, ενώ έγιναν αλλεπάλληλες μεταβολές στην ιεραρχία του με τη μετακίνηση στη μεγαλόνησο. Αν και ο βασιλιάς και ο νέος πρωθυπουργός Τσουδερός εγκαταστάθηκαν εκεί, ο μέχρι τότε αρχιστράτηγος Παπάγος αρνήθηκε και παραιτήθηκε. Είχε προηγηθεί έντονη ψύχρανση των σχέσεών του με τον Γεώργιο Β΄ και τη συμμαχική ηγεσία.
Ο νέος πρωθυπουργός στην προσπάθειά του να στελεχώσει στοιχειωδώς τις υπάρχουσες ελληνικές δυνάμεις, ανακάλεσε απόστρατους και απότακτους έλληνες αξιωματικούς, ενώ με επανειλημμένες προσκλήσεις των εντοπίων εφέδρων επιχειρήθηκε εσπευσμένα να δημιουργηθεί επί τόπου μια νέα ελληνική στρατιά «υπέρ βωμών και εστιών».
Οι πρακτικές δυσκολίες ήταν πολλές και ποικίλες. Δεν έλειψαν και τα απρόοπτα όσο πλησίαζε η εκδήλωση της αναμενόμενης γερμανικής επίθεσης. Παρατηρήθηκε ένα απροσδιόριστο κύμα φυγής στρατευμένων και μη, κάποιες λιποταξίες, φαινόμενα μαυραγοριτισμού ή λεηλασιών και… κραιπάλης, σε σημείο που αποσύρθηκαν βιαστικά από το νησί ορισμένες αυστραλιανές μονάδες – χάριν πρόνοιας. Παράλληλα είχε εξαπολυθεί ένα αόρατο κυνήγι κάποιων ημεδαπών ασυνείδητων, Γερμανών, Ιταλών, ακόμη και… ούγγρων πρακτόρων!
Μέσα στα πολλά απίστευτα παρασκήνια των ημερών εκείνων, θα πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι οι γερμανοί αλεξιπτωτιστές ήταν καλά πληροφορημένοι για ζωτικά ζητήματα, όπως π.χ. η κατοικία του Γεωργίου Β΄ και του Τσουδερού, που αποτέλεσε καίριο στόχο τους όταν επέδραμαν, με αποτέλεσμα τη διάσωση των τελευταίων για ελάχιστες στιγμές.
Φυσικά, όσο και να ήταν απροπαράσκευη η άμυνα της Κρήτης, πρωτίστως των Βρετανών που αποκλειστικά και θεωρητικά την είχαν αναλάβει από τις 28 Οκτωβρίου 1940, κανείς δεν θα μπορούσε να αμαυρώσει το νέο έπος που συντελέστηκε κατά τη γερμανική επίθεση των αλεξιπτωτιστών. Είναι το τρίτο έπος του πολέμου 1940-41, έπειτα από εκείνο στα βορειοηπειρωτικά βουνά και από εκείνο στα οχυρά, και συντελέστηκε όχι μόνον από τους ενόπλους στρατευμένους, Ελληνες και Συμμάχους, αλλά και από πολίτες – έστω και παρά τα διεθνή νόμιμα περί πολέμου.
Ιδιαίτερης χαρακτηριστικής αξίας είναι και η στάση που κράτησαν αρκετές άοπλες Κρητικοπούλες, υπερασπιζόμενες και αυτές με αυτοσχέδιους ευρηματικούς τρόπους το πάτριο έδαφος. Ακόμη και ο Χίτλερ παραξενεύτηκε με το γεγονός, που δεν το είχε ξανασυναντήσει μέχρι τότε, ώστε ζήτησε να συναντήσει προσωπικά δέκα απ’ αυτές για να σχηματίσει προσωπική γνώμη. Ετσι, μόλις έληξε η Μάχη της Κρήτης, επιλέχθηκαν κάποιες απ’ αυτές τις Κρητικοπούλες και μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, προκειμένου από εκεί να σταλούν στο Βερολίνο για να τις δει από κοντά ο Χίτλερ. Είναι άγνωστο τι συνέβη τελικά, αν πήγαν, αν τις είδε – ή ποιες ακριβώς ήταν και τι απέγιναν…
Η απέλαση του έλληνα
πρεσβευτή από τη Μόσχα
Κατά την καθιερωμένη κοινή αντίληψη των ιστορικών, αυτή καθαυτή η Μάχη της Κρήτης προκάλεσε συγκεκριμένες ανατροπές στα σχέδια του Χίτλερ, ιδίως τη μοιραία χρονολογική μετατόπιση της εκδήλωσης της επίθεσής του κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Ακόμη και ο ίδιος το είχε παραδεχθεί αυτό όταν υπαγόρευε στον Μάρτιν Μπόρμαν τις εμπιστευτικές αυτοκριτικές ανασκοπήσεις του και ενώ το Τρίτο Ράιχ του κατέρρεε οριστικά. Παρ’ όλα αυτά, η ίδια η Σοβιετική Ενωση θα έπρεπε για πολλές δεκαετίες να κατατρυχόταν από ένα είδος ενοχικού συνδρόμου για τη στάση της ως προς τη Μάχη της Κρήτης.
Πρόκειται για ένα γεγονός ελάχιστα γνωστό, που έγινε αμέσως μόλις έληξε η Μάχη. Μόλις μεταφέρθηκε από τη μεγαλόνησο στην Αλεξάνδρεια Αιγύπτου η έδρα της κυβέρνησης Τσουδερού, κλήθηκε στο υπουργείο Εξωτερικών της Μόσχας ο εκεί διαπιστευμένος πρεσβευτής Κίμων Διαμαντόπουλος και του ζητήθηκε να εγκαταλείψει αμέσως τη χώρα διότι εκπροσωπούσε πλέον μια ντε φάκτο κυβέρνηση. Ηταν η εποχή που η Μόσχα είχε άριστες σχέσεις με το Βερολίνο. Ο έλληνας πρεσβευτής, μη έχοντας άλλη επιλογή, έπρεπε να κλείσει την πρεσβεία, η οποία για πάνω από εκατό χρόνια δεν είχε ενοχληθεί ποτέ άλλοτε. Συγκέντρωσε βιαστικά τα αρχεία και με το υπαλληλικό προσωπικό πήρε τον δρόμο προς τη Σανγκάη, ώστε από εκεί να κατευθυνθεί προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η έναρξη του γερμανοσοβιετικού πολέμου (σημειωτέον με πρόσχημα την πολύπαθη Ουκρανία…) βρήκε την ελληνική αποστολή να συνεχίζει το πολυήμερο ταξίδι της εντός του ρωσικού εδάφους ακόμη. Μερικές ημέρες αργότερα, θυμήθηκαν στη Μόσχα ότι είχαν ζητήσει την απέλαση των ελλήνων διπλωματών και άρχισαν να τους αναζητούν για να τους προλάβουν και να επανέλθουν στη θέση τους, αλλά ήταν πλέον αργά. Θα περάσουν μερικοί ακόμη μήνες μέχρι να αποκατασταθούν οι διπλωματικές σχέσεις με μια ντε γιούρε και όχι ντε φάκτο κυβέρνηση, όπως η κυβέρνηση Τσουδερού, οπότε στάλθηκε νέος πρεσβευτής στη Μόσχα ο Παναγιώτης Πιπινέλης…
Η απομυθοποίηση της ιστορίας είναι ένα διαρκές ζητούμενο, καθώς κατά κανόνα η ιστορική μνήμη, όσο ισχυρά εδραιωμένη και αν είναι, εύλογο είναι να ζητεί συνεχείς διασταυρώσεις και περαιτέρω έρευνα. Και μέχρι σήμερα, ούτε κατ’ ελάχιστον δεν έχει ανατραπεί η εις βάθος χρόνου σημασία της Μάχης της Κρήτης για την τελική συμμαχική νίκη κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο κ. Δημοσθένης Κούκουνας είναι ιστορικός, συγγραφέας πολλών βιβλίων με αντικείμενο τη δεκαετία 1940.