Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις όπως διαμορφώθηκαν και εξελίχθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι αναμφίβολα κρίσιμες για την ελληνική εξωτερική πολιτική και ασφάλεια. Εχουν το δικό τους γεωπολιτικό φορτίο, τις δικές τους ιδεολογικές «εκλογικεύσεις», συνοδεύονται από διαφορετικές εκδοχές – αριστερές και δεξιές – ενός λαϊκιστικού, απλουστευτικού και τελικά χωρίς περιεχόμενο αντιαμερικανισμού και για αυτόν τον λόγο είναι και πλήρεις υπερβολών που έχουν, όπως συνήθως συμβαίνει σε δυναμικά κοινωνικά φαινόμενα, γεννήσει και μια ιδιαίτερη «μυθολογία». Σε πολλές περιπτώσεις, στην ελληνική δημόσια σφαίρα, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις είναι ακριβώς αυτό: μυθολογία.
Ο αξέχαστος Θεόδωρος Κουλουμπής ήταν ο πρώτος που με συστηματικό τρόπο μελέτησε τις σχέσεις Αθήνας – Ουάσιγκτον κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου αλλά και μετά, και κατόρθωσε να μας προσφέρει ένα στιβαρό πλαίσιο που να συνδυάζει και να αναδεικνύει τις κρίσιμες μεταβλητές στα διαφορετικά επίπεδα ανάλυσης, απαλλαγμένο από τριτοκοσμικές, σχεδόν φαταλιστικές απλουστεύσεις.
Σε επίπεδο διεθνούς συστήματος, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις είναι άμεσα ενταγμένες στον παγκόσμιο ανταγωνισμό ισχύος. Η αμερικανική πρωτοκαθεδρία και τα συμφέροντα της υπερδύναμης παράγουν ισχυρές στρατηγικές αναγκαιότητες που επηρεάζουν τη διμερή σχέση. Στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, η σοβιετική απειλή, το δόγμα της ανάσχεσης και η δημιουργία του ΝΑΤΟ για να υπηρετηθεί αυτή η στρατηγική ενίσχυσαν τα αμερικανικά αντανακλαστικά εμπλοκής στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι αμερικανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις και η σημασία τους για την αμερικανική εξωτερική πολιτική δημιούργησαν ένα πλέγμα αμοιβαίας αλλά σαφώς ασύμμετρης εξάρτησης.
Κάτι που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι παρά την επιρροή και την εξάρτηση, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν ήταν ποτέ ο κλασικός «yesman». Οι διαφορές και οι διαφωνίες ήταν συχνά εκκωφαντικές. Στη δεκαετία του 1950 και του 1960 η Αθήνα ποτέ δεν ευθυγραμμίστηκε με τις αμερικανικές προτιμήσεις, ιδιαίτερα στο Κυπριακό αλλά και στις σχέσεις της με την Αγκυρα. Η δεκαετία του 1980 είναι εμβληματική της απόκλισης σε σημαντικά πεδία, όπως η Μέση Ανατολή αλλά και οι σχέσεις με τη Σοβιετική Ενωση.
Στο επίπεδο της εσωτερικής πολιτικής, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις επηρεάζονται από την ποιότητα της ελληνικής δημοκρατικής διαδικασίας και τις αδυναμίες και ανεπάρκειες του ελληνικού πολιτικού προσωπικού. Την περίοδο 1947-1955, η Ελλάδα (και η Τουρκία) αποτέλεσε όχημα της αμερικανικής αποφασιστικότητας να ανασχέσει τον σοβιετικό επεκτατισμό. Οσο πιο καχεκτική η ελληνική δημοκρατία τόσο μεγαλύτερο το πεδίο παρέμβασης των ΗΠΑ στο πλαίσιο των ψυχροπολεμικών στρατηγικών τους προτιμήσεων και συμφερόντων. Προφανώς το ίδιο συνέβαινε και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Σε περιόδους θεσμικής κρίσης, όπως την περίοδο του σκανδάλου Watergate, η διαχείριση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων υπέφερε στα χέρια παραγόντων που δεν λογοδοτούσαν και λειτουργούσαν στο σκοτεινό παρασκήνιο. Οι αμερικανικές πολιτικές παρεμβάσεις, με κορυφαία την ανοχή και συνεργασία με τη Χούντα, αποτελούν την πιο μαύρη σελίδα στην ιστορία των διμερών σχέσεων.
Σε περιφερειακό επίπεδο, και κυρίως από τη δεκαετία του 1960 και μετά, η βασική μεταβλητή είναι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις (και το Κυπριακό ζήτημα). Στο περίφημο βιβλίο του The Troubled Triangle του 1983, ο Θεόδωρος Κουλουμπής, ο συγγραφέας, αναδεικνύει με αξεπέραστη αναλυτική κομψότητα τις δυναμικές των σχέσεων Αθήνας-Ουάσιγκτον-Αγκυρας. Πρόκειται για ένα πυκνό δίκτυο διασυνδεδεμένων παραγόντων, διμερών σχέσεων και τριγωνικών πολιτικών.
Ακόμη και σήμερα, σε μεγάλο βαθμό, η στρατηγική των διασυνδέσεων (linkage strategy) αποτελεί βασική πολιτική επιλογή της Αθήνας. Η σημασία των σχέσεων με τις ΗΠΑ εξαρτάται (και) από τις εξελίξεις στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι ΗΠΑ είναι ο μόνος παράγοντας που μπορεί να διαμορφώσει την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας και να παρέμβει αποφασιστικά και να αποκλιμακώσει μια ενδεχόμενη κρίση. Ο έλληνας πρωθυπουργός πάει στην Ουάσιγκτον ίσως στην καλύτερη συγκυρία για τις διμερείς σχέσεις μετά το 1974. Αν υπήρξε μια στιγμή που οι δύο οι χώρες υπήρξαν στρατηγικοί εταίροι αυτή η στιγμή είναι τώρα. Η Ελλάδα πλέον θεωρείται στρατηγικός εταίρος που αξίζει να υποστηριχθεί στα όρια πάντοτε των αμερικανικών συμφερόντων.
Αρκετή συζήτηση γίνεται για το ζήτημα της Αθήνας ως «προβλέψιμου» εταίρου. Χρησιμοποιείται αρνητικά για να αναδείξει ότι η Ελλάδα θεωρείται δεδομένη για τα αμερικανικά συμφέροντα και άρα δεν μπορεί να εξασφαλίσει ανταλλάγματα. Στην πραγματικότητα ο όρος έχει πολύ διαφορετικό περιεχόμενο. Σημαίνει ότι τα συμφέροντα των χωρών σε μια στρατηγικού επιπέδου σχέση (δηλαδή μια σχέση που αφορά ζωτικής σημασίας συμφέροντα ασφάλειας) είναι γνωστά και ότι υπάρχει μεγάλος βαθμός σύγκλισης. Σημαίνει, επίσης, ότι η σχέση είναι τόσο ισχυρή και προβλέψιμη, που τυχόν διαφωνίες μπορούν να διευθετηθούν με αμοιβαίες υποχωρήσεις, και τέλος σημαίνει ότι το όφελος της συνεργασίας αποτιμάται και για τους δύο ως πολύ υψηλότερο από το κόστος της αποστασιοποίησης. Στην ελληνοαμερικανική δυάδα, η προβλεψιμότητα είναι κρίσιμο στοιχείο και αφορά και τις δύο πλευρές, αν και φυσικά η ασυμμετρία ισχύος και το εύρος – γεωγραφικό και λειτουργικό – των αμερικανικών συμφερόντων προσδιορίζουν τους όρους διάδρασης και εμπλοκής.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία προσδίδει στρατηγική προοπτική και βάθος πέρα και έξω από το παραδοσιακό τρίγωνο Αθήνας-Ουάσιγκτον-Αγκυρας. Η Αθήνα έχει μια μεγάλη ευκαιρία να κινηθεί στην Ουάσιγκτον αναδεικνύοντας ότι η στρατηγική της θεώρηση είναι ευρύτερη από τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Η Ουάσιγκτον γνωρίζει πολύ καλά τα ελληνοτουρκικά ζητήματα, τις ελληνικές ανησυχίες και θέσεις. Αυτά θα συζητηθούν. Αυτό που δεν πρέπει να γίνει είναι η «τουρκοποίηση» της επίσκεψης. Η Ελλάδα θα κερδίσει περισσότερα αν παρουσιαστεί ως ένας παράγοντας που έχει στρατηγικό ορίζοντα που ξεκινά αλλά δεν τελειώνει στο Αιγαίο.
Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και διευθυντής του ΙΔΙΣ.