Την ημέρα που ο αντιπολιτευόμενος Τύπος τσακωνόταν (μόνος του) για το Τατόι, μια αριστερή γαλλική εφημερίδα, η «Libération», επιστράτευε τον πρωτοσέλιδο τίτλο της για να διατυπώσει ένα ερώτημα: Μπορεί η Ουκρανία να κερδίσει τον πόλεμο; Το ερώτημα δεν ήταν θεωρητικό. Την προηγουμένη, υπουργοί Αμυνας και στρατιωτικοί αξιωματούχοι από περίπου 40 χώρες είχαν συγκεντρωθεί στην αμερικανική βάση του Ράμσταϊν, στη Γερμανία, όπου συμφώνησαν να συνεχιστεί η αποστολή βαρέων όπλων στην Ουκρανία.
Η συμφωνία αποκαλύπτει κάτι περισσότερο από μερικούς τόνους αισιοδοξίας. Πρώτον, θυμίζει πως κανένας πόλεμος δεν είναι περίπατος. Και δεύτερον, μαρτυρεί πως ο ρωσικός στρατός είναι κάθε άλλο παρά ανεξάντλητος σε πόρους και δυνάμεις. Σχεδόν δύο μήνες εχθροπραξιών ήταν αρκετοί για να φανούν τα όριά του ακόμη και απέναντι σε έναν αντίπαλο που δεν φημιζόταν για τις αμυντικές του δυνατότητες.
Ακόμη χειρότερα για το καθεστώς του Κρεμλίνου, η Ρωσία δεν έχει χάσει μόνο 20.000 νέους και δεν έχει χάσει μόνο στο πεδίο της μάχης. Εχασε έναν φυσικό εμπορικό εταίρο, σαν τη Γερμανία. Εχασε διαύλους και δούρειους ίππους που ψάρευε όλα αυτά τα χρόνια στα θολά νερά της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς. Και έχασε και αυτό που πολλοί υποστηρικτές της στη Δύση, στους οποίους περίσσευε το αντιδυτικό μένος, αναγνώριζαν περίπου ως «ηθικό πλεονέκτημα» και έλεγε πως, όχι, η Ρωσία δεν επετίθετο στην Ουκρανία, απλώς αμυνόταν απέναντι στο ΝΑΤΟ και τον υποτιθέμενο επεκτατισμό του.
Μοιάζει οξύμωρο το γεγονός πως ένα ισχυρό καθεστώς, όπως αυτό που υποδύεται πως είναι το καθεστώς Πούτιν, μπορεί να φοβάται μια συμμαχία η οποία είχε φθάσει να αναρωτιέται για τη σημασία της ίδιας της ύπαρξής της. Οπως φαίνεται, σήμερα, το κίνητρο της επίθεσης δεν ήταν ο φόβος αλλά η επιθυμία για μια επίδειξη ισχύος που θα έκανε τη Δύση να δείχνει αμήχανη, εάν όχι εντελώς αδύναμη, και το ΝΑΤΟ πέρα για πέρα άχρηστο.
Η εκτίμηση αποδείχθηκε παντελώς λανθασμένη. Η εισβολή στην Ουκρανία δεν απέκτησε μόνο ένα βάθος χρόνου που δεν είχε υπολογίσει ο Βλαντίμιρ Πούτιν. Επιπλέον έδωσε στο ΝΑΤΟ τον ρόλο που αναζητούσε, δικαιολόγησε τη διεύρυνσή του με την αδιανόητη πριν από δύο μήνες ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας, ενώ ενίσχυσε τους ευρωατλαντικούς δεσμούς σε μια στιγμή που ΗΠΑ και Ευρώπη βρίσκονταν στο όριο της ψυχολογικής ρήξης.
Τι μένει στο καθεστώς του Κρεμλίνου; Να επιχειρήσει να διορθώσει το λάθος. Μόνο που επιχειρεί να το διορθώσει με μια καθεστωτική λογική που πότε επισείει την πυρηνική απειλή και πότε απαιτεί να πληρωθεί σε ρούβλια. Με άλλα λόγια, επιχειρεί να διορθώσει το λάθος με επιδείξεις ισχύος που εκθέτουν την αδυναμία του.
Μπορεί, λοιπόν, να κερδηθεί αυτός ο πόλεμος για την Ουκρανία; Η δεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει το καθεστώς Πούτιν μαρτυρεί πως ο πόλεμος έχει κερδηθεί σε όλα τα μεγάλα πεδία. Και αυτό που μένει, πλέον, είναι μόνο το πεδίο της μάχης.