Με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την απόφαση της Αθήνας να ταχθεί και να σταθεί χωρίς επιφυλάξεις και ενστάσεις στο πλευρό του Κιέβου, η πρεσβεία της Ρωσίας απροκάλυπτα και πέρα από κάθε διπλωματική πρακτική «εισέβαλε» στην ελληνική δημόσια σφαίρα προσβάλλοντας, υποδεικνύοντας και απειλώντας. Σε ακόμη υψηλότερους τόνους κινήθηκε αρκετές φορές η διευθύντρια Τύπου του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών. Αξίζει κανείς να θυμηθεί ότι παρά την αντιπαλότητα, η τουρκική πρεσβεία ποτέ δεν υπερέβη τα εσκαμμένα, ακόμη και τις χειρότερες στιγμές κρίσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η συμπεριφορά αυτή της Μόσχας έχει βεβαίως να κάνει με την πολεμική εμπλοκή και τη στιβαρή αντίδραση της Δύσης. Εχει να κάνει όμως και με τη ρωσική στρατηγική κουλτούρα.
Η ρωσική κουλτούρα ασφάλειας είναι προϊόν αρκετών παραγόντων. Μία μακρά ιστορία αντιπαλότητας, ανταγωνισμού και συγκρούσεων με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (και) με τις ΗΠΑ. Η γεωπολιτική της φυσιογνωμία με μία διηπειρωτική επικράτεια με ένα σχετικά μικρό πληθυσμό, ιδιαίτερα στα ανατολικά, που καθιστά ελκυστικές τις γεωπολιτικές θεωρίες του 19ου αιώνα περί στρατηγικού βάθους. Μία πολιτική και στρατιωτική τάξη που απαξιώνει τα φιλελεύθερα, δημοκρατικά προτάγματα και εδώ και δεκαετίες αναγγέλλει και περιμένει την παρακμή της Δύσης. Και ένα σύνδρομο «Δυτικοφοβίας» που τροφοδοτείται από ένα σταθερό ιστορικό αφήγημα εχθρότητας και επιβουλής της Ρωσίας από τις δυνάμεις πέρα από τον Ελβα.
Ιστορικά, η Ευρώπη ήταν ο βασικός γεωπολιτικός και οικονομικός προσανατολισμός της Ρωσίας. Η ασιατική επικράτεια της χώρας είναι τεράστια και κυρίως αραιοκατοικημένη και αυτό αποτελεί μια δομική αδυναμία που δεν επιτρέπει στη Ρωσία – και δεν επέτρεψε στην ΕΣΣΔ – να είναι αποφασιστικής σημασίας παίκτης στο ασιατικό θέατρο. Το εθνικό αφήγημα που «αναζωογονεί» τα τελευταία δέκα – τουλάχιστον – χρόνια ο Πρόεδρος Πούτιν συνίσταται στην ηγετική θέση της Ρωσίας στην Ευρώπη και στο δικαίωμά της να έχει μια διευρυμένη σφαίρα προνομιακών συμφερόντων όπου κάποιες χώρες δεν έχουν δικαίωμα να υφίστανται ως κυρίαρχες και αρκετές άλλες δεν μπορούν να επιλέγουν τη θέση τους στον κόσμο έξω από τα ρωσικά στρατηγικά συμφέροντα. Η Ρωσία, όπως η ΕΣΣΔ (αλλά και ο αυτοκρατορικός της προπάτορας) είναι μάλλον απίθανο να ικανοποιηθεί πριν αλλάξει το status quo. Σε αυτή τη λογική, η προοπτική συνεχιζόμενης και αυξανόμενης κατά περιόδους έντασης και αστάθειας είναι ένα πολύ πιθανό μέλλον για την Ευρώπη.
Μία σχετικά ασφαλής πρόβλεψη είναι ότι η Ρωσία θα επιμείνει στη στρατηγική του εκφοβισμού εναντίον των γειτόνων της, της αποσταθεροποίησης της Ευρωπαϊκής Ενωσης μέσω των ενεργειακών της πόρων, αλλά και της υπονόμευσης της ενότητας και της αποφασιστικότητας του ΝΑΤΟ. Θεωρεί ότι μόνο έτσι μπορεί να διαμορφώσει ένα στρατηγικό τοπίο όπου θα απολαμβάνει γεωπολιτικά πλεονεκτήματα.
Οι σχέσεις Ελλάδος – Ρωσίας βρίσκονται στη χειρότερή τους στιγμή μετά τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, όταν η «επαναστατική» στρατηγική του σοβιετικού καθεστώτος απείλησε τη θέση της χώρας στη Δύση και τη μεταπολεμική φιλελεύθερη δημοκρατική αρχιτεκτονική. Ακόμη και την περίοδο της δικτατορίας, οι διμερείς σχέσεις «κανονικοποιήθηκαν» μετά το 1968, με τη Μόσχα να ανταποκρίνεται θετικά στα πολιτικά και οικονομικά ανοίγματα της Χούντας.
Στη σύγχρονη συγκυρία, η ρωσική προσπάθεια να υπονομεύσει τη «Συμφωνία των Πρεσπών» και να εμποδίσει έτσι την είσοδο της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ με τη χρήση μεθόδων ελάχιστα διπλωματικών τραυμάτισε την προοπτική μιας λειτουργικής σχέσης και γόνιμης διάδρασης. Τα χρόνια που ακολούθησαν, η εντυπωσιακή αναβάθμιση της ελληνοαμερικανικής συνεργασίας, που ξεκίνησε ήδη επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ σε επίπεδα καθαρά στρατηγικά, η στενή σχέση Μόσχας – Αγκυρας και η ουσιαστική κατάρρευση των αμερικανορωσικών σχέσεων μετά την εκλογή Μπάιντεν δεν βοήθησαν. Παρά τις συνεπείς προσπάθειες της Αθήνας να βρεθεί ένα νέο modus vivendi, η ανταπόκριση της Μόσχας ήταν ισχνή. Για τη Ρωσία η Ελλάδα είναι ένας παράγοντας που δεν μπορεί να χειραγωγηθεί. Η ελληνική συμμετοχή στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ και οι στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ δεν επιτρέπουν στη Μόσχα να θεωρήσει την Αθήνα ως έναν περιφερειακό παράγοντα που θα αξιολογούσε θετικά τις ρωσικές αναθεωρητικές προτιμήσεις. Είναι η ρωσική στρατηγική κουλτούρα και κουλτούρα ασφάλειας που (συν)διαμορφώνει το πρίσμα μέσα από το οποίο η Μόσχα προσεγγίζει τις εξωτερικές σχέσεις της.
Το αποτέλεσμα του πολέμου θα διαμορφώσει τελικά και τη μελλοντική σχέση μεταξύ των δύο χωρών. Η επόμενη μέρα έχει ήδη προεξοφληθεί. Η Δύση προετοιμάζεται να διαχειριστεί τη ρωσική αναθεωρητική απειλή που πλέον έχει αποκτήσει ορατά χαρακτηριστικά (άσκηση βίας χωρίς αναστολές και απειλή για χρήση όπλων μαζικής καταστροφής). Σε μία τέτοια στρατηγική συνθήκη, τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα ασφάλειας είναι απολύτως συγκεκριμένα και ταυτοποιούνται από τη θέση της χώρας στη φιλελεύθερη δημοκρατική Δύση. Αυτές και αυτοί που αρνούνται αυτή την πραγματικότητα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που έχει υποκύψει στην αντίληψη μιας Ρωσίας με την οποία μας ενώνει είτε η μνήμη μιας επαναστατικής σοσιαλιστικής «πατρίδας» είτε η μνήμη μιας ορθόδοξης «προστάτιδας». Και στις δύο περιπτώσεις οι μνήμες δεν είναι τίποτε άλλο από μια στοιχειωμένη μυθολογία.
Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και διευθυντής του ΙΔΙΣ.