Οι αντιπαραθέσεις που προκάλεσαν πρόσφατα οι κουτοπόνηρα ουδέτερες αναφορές στην ειρήνη, έτσι γενικώς, χωρίς να διευκρινίζεται καν ποιος είναι ο εισβολέας και ποιοι οι αμυνόμενοι, ξανάφεραν στην επικαιρότητα μια συζήτηση που αργά ή γρήγορα ήταν σκόπιμο να γίνει: ποιοι ήταν οι αυθεντικά ειρηνόφιλοι και ποιοι οι ειρηνοκάπηλοι, που πίσω από τη λέξη ειρήνη έκρυβαν άλλες επιδιώξεις και προτεραιότητες. Σε ό,τι αφορά το (σχετικά πρόσφατο) παρελθόν, ιδιαίτερη μνεία πρέπει ίσως να γίνει σε μηχανισμούς που, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, εκμεταλλεύονταν την αγνή ειρηνοφιλία ορισμένων, προκειμένου να προωθούν τις βλέψεις και τα συμφέροντα ενός από τα δύο στρατόπεδα, το οποίο υπηρετούσαν για ιδεολογικοπολιτικούς ή άλλους λόγους.
Διατηρώ ολοζώντανη την ανάμνηση των Πορειών Ειρήνης από τον Μαραθώνα στην Αθήνα από το 1963 έως το 1966. Δεκαπέντε ετών παιδί, θυμάμαι να ενσωματώνομαι μάλιστα στην πορεία στα τελευταία της έστω χιλιόμετρα. Πρέπει να ήταν η πορεία του 1965. Θυμάμαι πάντως να καταλήγουμε στο Πεδίον του Αρεως υπό τον ήχο τραγουδιών του Θεοδωράκη (τι άλλο;), ενίοτε και με παραλλαγμένους στίχους («Βάρκα στο γιαλό, βάρκα στο γιαλό, θέλουμε ειρήνη και αφοπλισμό», και άλλα τέτοια).
Τον κύριο όγκο σε αυτού του είδους τις πορείες και τις εκδηλώσεις τον αποτελούσε βέβαια ο οργανωμένος κόσμος της υπό κομμουνιστική κηδεμονία ΕΔΑ (δεν γράφω «καθοδήγηση» για λόγους αβρότητας και λόγω εκτίμησης σε κάποιους Εδαΐτες με τους οποίους γνωρίστηκα και συμπορεύτηκα αργότερα). Φυσικά, στις πορείες μετείχαν και άνθρωποι που κινούνταν από αγνό, έστω και λίγο αφελή, φιλειρηνισμό, των οποίων τα κίνητρα δεν συνέπιπταν με αυτά της Σοβιετικής Ενωσης και του ασφυκτικά ελεγχόμενου από εκείνη διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Ωστόσο, όπως έχει αποδειχθεί με τη βοήθεια και πηγών που έχουν εν τω μεταξύ ανοίξει, όλες εκείνες οι κινητοποιήσεις γίνονταν με πρωτοβουλία και με την ώθηση της Μόσχας. Η βασική ιδέα ήταν πολύ απλή: με τον Ψυχρό Πόλεμο και την κούρσα των εξοπλισμών στο απόγειό τους (ας μην ξεχνάμε την κρίση της Κούβας το 1962), το ένα στρατόπεδο θα είχε έτσι να αντιμετωπίσει ένα αγκάθι στο πλευρό του, που λεγόταν αντιεξοπλιστικό/αντιπυρηνικό κίνημα, ενώ το άλλο θα συνέχιζε να εξοπλίζεται ανενόχλητο. Από τη στιγμή που στο αυτοαποκαλούμενο σοσιαλιστικό στρατόπεδο κανένας δεν θα τολμούσε ούτε καν να διανοηθεί ότι θα μπορούσε να οργανώσει μαζικές εκδηλώσεις και διαμαρτυρίες για τους εξοπλισμούς αφού «θα τον έτρωγε η μαρμάγκα», γιατί να μην υποστηριχτούν και να υποκινηθούν τέτοιου είδους πρωτοβουλίες και διαμαρτυρίες στο εσωτερικό του αντίπαλου στρατοπέδου;
Εις επίρρωσιν όσων προηγήθηκαν, ιδού μια από τις πιο γνωστές περιπτώσεις του φαινομένου και του κλίματος στο οποίο μόλις αναφέρθηκα. Από τις οργανώσεις που πρωταγωνιστούσαν στις εν λόγω κινητοποιήσεις και δράσεις, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ήταν και το Campaign for Nuclear Disarmament (CND) του Μπέρτραντ Ράσελ, αυθεντικού ειρηνιστή, ο οποίος μάλιστα είχε φυλακιστεί το 1918 επειδή είχε αρνηθεί να πολεμήσει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πού να ήξερε ο Ράσελ ότι, άθελά του, θα γινόταν στα γεράματά του όργανο της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής; Ποιος; Αυτός που ήδη το 1920 είχε επισκεφθεί τη νεαρή τότε «δημοκρατία των Σοβιέτ», είχε συναντηθεί με τον ίδιο τον Λένιν και, επιστρέφοντας, καταδίκασε απερίφραστα τον μπολσεβικισμό, για μια σειρά από λόγους, και κυρίως επειδή τον θεωρούσε «ενσάρκωση» του δόγματος «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». «Μέσον» λοιπόν προκειμένου να επικρατήσουν στον πλανήτη η Σοβιετία και ο μπολσεβικισμός υπήρξε και το CND του Μπέρτραντ Ράσελ, με κύρια ατού στην περίπτωσή του το προσωπικό κύρος και το βάρος του ονόματος ενός από τους μείζονες φιλοσόφους και διανοητές του 20ού αιώνα.
Ο άνθρωπος-κλειδί για την «αξιοποίηση» από τη Μόσχα των φιλειρηνικών απόψεων του λόρδου Ράσελ και κάποιων γύρω από αυτόν ήταν ο προσωπικός του γραμματέας, ονόματι Ralph Schoenmann, αμερικανός κομμουνιστής και ακτιβιστής, σε επαφή με Σοβιετικούς όπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων. Αυτός ο Schoenmann, λοιπόν, φρόντισε να κερδίσει πρώτα την εμπιστοσύνη του λόρδου Ράσελ, ώστε εν συνεχεία να τον ποδηγετεί. Πολλές φορές μάλιστα, έπαιρνε πρωτοβουλίες χωρίς καν να ενημερώνει τον λόρδο, ο οποίος ας μην ξεχνάμε ότι είχε ήδη πατήσει τα ενενήντα όταν συνέβαιναν αυτά (είχε γεννηθεί το 1872). Αυτός ήταν, άλλωστε, και ο λόγος που το 1969, έναν χρόνο πριν πεθάνει, ο Ράσελ, αγανακτισμένος, αναγκάστηκε να δηλώσει δημόσια πως δεν είχε πια καμιά σχέση με τον Schoenmann και με τις πρωτοβουλίες του.
Μπορεί εμείς στα δεκαέξι μας και στα δεκαοχτώ μας να χαράζαμε στα σακίδιά μας και να σχεδιάζαμε στα τετράδιά μας το σήμα του CND και της Ειρήνης γενικότερα (νέοι ήμασταν, καλά κάναμε), όμως, δυστυχώς, τα πράγματα μόνον αγνά και αθώα δεν ήταν στο λεγόμενο κίνημα ειρήνης. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την Ευρώπη όλα αυτά, αφού στις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρχε βέβαια ο Πόλεμος του Βιετνάμ, και επομένως όλα εκεί έμπαιναν σε διαφορετική βάση.
Εν ολίγοις, υπήρξα και εγώ ως νεαρός θύμα μιας καλά ενορχηστρωμένης από τη Μόσχα «ειρηνολογίας», που σκοπό είχε να εκμεταλλευτεί τον αγαθών προθέσεων φιλειρηνισμό κάποιων, προκειμένου να αποδυναμώσει τον αντίπαλό της, τον Δυτικό κόσμο. Εμμέσως δηλαδή, ο πονηρός όσο και ειρηνοκάπηλος σοβιετικός όφις εξαπατούσε τρυφερές και λιγότερο τρυφερές ειρηνόφιλες ψυχές, ωθώντας τες/μας στην… ειρηνοαφέλεια.
Τελειώνοντας, ασφαλώς και παραμένω ειρηνιστής, αν με αυτό εννοούμε ότι τάσσομαι υπέρ της ειρηνικής και όχι διά του πολέμου διευθέτησης των διαφορών μεταξύ κρατών. Με δυο προϋποθέσεις όμως, μια και δεν είμαι πια δεκαέξι ετών. Πρώτον, σε περίπτωση επίθεσης/εισβολής μιας χώρας σε μιαν άλλη, να μην είναι η ειρήνη και η ειρηνοφιλία ο φερετζές για να κρύβουν κάποιοι το ότι τάσσονται με τον εισβολέα. Και δεύτερον, να υπάρχει ό,τι θα μπορούσε να αποκληθεί στοιχείο της αμοιβαιότητας. Κοινώς, να μπορούν οι πολίτες και των δυο στρατοπέδων, όποια και αν είναι αυτά, να διαδηλώνουν κατά του πολέμου και υπέρ της ειρήνης χωρίς να διατρέχουν τον κίνδυνο να χάσουν τη δουλειά τους, ή ακόμα και να τους φάει το μαύρο σκοτάδι. Συνεννοηθήκαμε, νομίζω.
*Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.