Σημείωνα την περασμένη Κυριακή το παράταιρο: την πιθανότητα να οδηγηθεί η χώρα σε πρόωρες εκλογές στο τέλος της άνοιξης, αλλά η κυβέρνηση να μην κριθεί για όσα είχε δεσμευτεί προεκλογικά. Να σταθμιστεί και να μετρηθεί για τη διαχείριση της πανδημίας, τους χειρισμούς της στην ανάσχεση της πολυεπίπεδης ενεργειακής κρίσης, στην αντιμετώπιση της ακρίβειας, την εκτόξευση του πληθωρισμού, την αντίδρασή της εν γένει στις επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Είχα αφήσει δε να εννοηθεί ότι αυτό συνιστά απονομιμοποίηση της λαϊκής ετυμηγορίας της 7ης Ιουλίου του 2019.
Και είχα θέσει το ερώτημα συγκεκριμένα, για το αν είναι εφικτό να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές τόσο σύντομα, όταν οι μεταρρυθμίσεις τις οποίες θα επέφερε σε σημαντικούς τομείς της δημόσιας ζωής, στην οικονομία αλλά και στις δομές της πολιτείας, δεν έγινε δυνατόν να υλοποιηθούν λόγω των αλλεπάλληλων σοβαρών κρίσεων τις οποίες κλήθηκε να αντιμετωπίσει. Δέχτηκα καλόπιστη κριτική, ότι δεν είναι κοντά στην πραγματικότητα η προσέγγιση αυτή. Διότι μεταρρυθμίσεις έγιναν. Και συνεχίζουν να γίνονται. Μου επισημάνθηκαν μάλιστα ως κεφαλαιώδους σημασίας οι (όντως σοβαρές) μεταρρυθμίσεις στην ψηφιακή διακυβέρνηση, στην παιδεία, στην οικονομία. Ακόμη και στην υγεία, η οποία σήκωσε και εξακολουθεί να σηκώνει το βάρος της αντιμετώπισης της πανδημίας.
Δεν διαφωνώ. Πράγματι, ειδικά στον τομέα της ψηφιακής μετεξέλιξης του κράτους έγιναν σοβαρά βήματα, και τα βήματα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να χτυπηθεί καίρια, και σε πολλά σημεία, η γραφειοκρατία. Ομως φοβάμαι πως την ώρα της κάλπης λίγο θα βαρύνει στην κρίση του ψηφοφόρου το γεγονός ότι πλέον δεν χρειάζεται να μεταβεί στο αστυνομικό τμήμα ή στο ΚΕΠ της περιοχής του για να βεβαιώσει το γνήσιο της υπογραφής του.
Οποιος το πιστεύει αυτό προφανώς διατηρεί μια διακριτή απόσταση από την πραγματικότητα. Για να μην πω ότι έχει χάσει την επαφή μαζί της. Κατά τη γνώμη μου (και αυτό ίσως έπαιξε και τον καταλυτικό ρόλο στην απομάκρυνση των εκλογών για τουλάχιστον έξι μήνες αργότερα) ο ψηφοφόρος θα ψήφιζε σε αυτή τη φάση με το χέρι στην… τσέπη. Την άδεια τσέπη δε!
Το κύμα της ακρίβειας, σε συνδυασμό με την έκρηξη των λογαριασμών του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου, μπορεί μεν να μην οφείλεται τόσο σε πράξεις ή παραλείψεις της κυβέρνησης, ωστόσο για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα της κοινωνίας η ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά σχεδόν εκείνους που διαχειρίζονται τις τύχες της χώρας. Παίρνοντας τον λογαριασμό του ηλεκτρικού στο χέρι ή όταν στέκονται μπροστά στα ράφια του σουπερμάρκετ, οι πολίτες την κυβέρνηση βλέπουν. Κανέναν άλλο. Ούτε τις παγκόσμιες πληθωριστικές τάσεις, ούτε τον πρόεδρο Πούτιν να παίρνει αντίμετρα στις κυρώσεις της Δύσης.
Τι έχει να προτάξει λοιπόν απέναντι σε αυτά η κυβέρνηση, προκειμένου να πείσει τους ευάλωτους οικονομικά πολίτες ότι αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία; Οι μεταρρυθμίσεις δεν παίζουν. Αν έχουν γίνει και άλλες, πλην εκείνων περί την ψηφιακή διακυβέρνηση, ασφαλώς υπάρχει εμφανές έλλειμμα επικοινωνίας – πολύ σοβαρό δε, αν συνυπολογίσει κανείς ότι το έδαφος στα μέσα ενημέρωσης, στο οποίο κινείται η παρούσα κυβέρνηση, μόνο εχθρικό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Αρα, πού καταλήγει εκ των πραγμάτων για το επόμενο διάστημα στον δρόμο για τις εκλογές; Στη συντήρηση μιας επιδοματικής πολιτικής αμφίβολης αποτελεσματικότητας (τα έχουν κάνει και άλλοι στο παρελθόν, χωρίς επιτυχία) και στο… ελληνικό καλοκαίρι. Που θα φέρει τουρίστες, συνάλλαγμα, χαλάρωση, λιγότερη κατανάλωση ενέργειας, χαμηλότερους λογαριασμούς στο ηλεκτρικό και το φυσικό αέριο, ευεξία, ευθυμία, ευφορία, και ό,τι άλλο συνεπάγονται οι διακοπές. Και από Σεπτέμβριο, πρώτα ο Θεός, βλέπουμε…