Νομίζω πως εκτός από την πολυτραγουδισμένη διχόνοια, το άλλο εθνικό μας κουσούρι είναι σαφώς η υποκρισία και ο φαρισαϊσμός. Ή, αλλιώς, η τέχνη του να μεγεθύνεις το τίποτε και να χάνεις το ουσιώδες. Ιδιαίτερα στα λεγόμενα social media επιπολάζει το σπορ.
Δεν είδα φίλτατοι τη νέα, κωμική σειρά του Μάρκου Σεφερλή, εντρύφησα όμως αρκούντως στο διαφημιστικό σποτ και οσονούπω εξεπλάγην από τον ορυμαγδό αντιδράσεων στο διαδίκτυο. Επ’ αυτού επιτρέψτε μου πολύ ολίγα ελπίζοντας να παραμένω… politically correct. Δηλαδή συμβατός με το πνεύμα της εποχής. Ο Σεφερλής, που λέτε, κατηγορείται από τους «ειδήμονες» και τους προασπιστές της δημόσιας ηθικής και αισθητικής ότι επαναλαμβάνεται βαρετά, ότι κάνει χονδροειδή αστεία, ότι είναι κιτς και ότι έχει, εν γένει, παλιομοδίτικο γούστο. Γούστο το οποίο στρέφεται κυρίως εναντίον των μειονοτήτων, των παχύσαρκων, των ομοφυλόφιλων και λοιπά. Από την άλλη βέβαια ο Σεφερλής όπου εμφανίζεται, σπάει ταμεία κατά το κοινώς λεγόμενο. Είτε στο θέατρο, είτε στην τηλεόραση, είτε κινηματογράφο. Πράγμα που θα πει ότι εκφράζει το μέσο γούστο κι ότι διαθέτει ένα φανατικό κοινό το οποίο τον ακολουθεί πιστά και το οποίο περιμένει εναγωνίως την επόμενη κίνησή του. Και βέβαια όσοι τον θαυμάζουν, δεν πηγαίνουν στο θέατρο του για να ενημερωθούν πολιτικά ή για ξαναθυμηθούν τον Χάιντεγκερ αλλά για να διασκεδάσουν και να εκτονωθούν. Τώρα όσοι δεν αντέχουν τον Σεφερλή – και νομίζω πως ούτε κι αυτοί είναι λίγοι – έχουν να κάνουν κάτι πάρα πολύ απλό: Όποτε τον βλέπουν στην τηλεόραση, είτε αυτόν είτε τους αρβύλες είτε οποιονδήποτε άλλο που τους θίγει αισθητικά ή ιδεολογικά, να αλλάζουν κανάλι! Επειδή μόνον έτσι θα τιμωρήσουν και τον οποιονδήποτε δίαυλο για τις κακές του επιλογές αλλά και τους ίδιους τους παραγωγούς χονδροειδών αστείων αφού θα πάψουν να έχουν τηλεθέαση. Και άρα δεν θα υπάρχουν διαφημίσεις. Τόσο απλά. Όλα τα άλλα είναι φοβάμαι εκ του πονηρού ή όπως θα έλεγαν οι φίλοι μας και σύμμαχοι Αγγλοσάξονες waste of time.
Να σας πω και την αμαρτία μου; Δεν βρίσκω τον Σεφερλή χειρότερο από ένα σωρό άλλους «αστείους» ή αστείους που κυκλοφορούν σοβαροφανώς γελοίοι είτε στα ιδιωτικά είτε στα εθνικά δίκτυα. Πρόσφατα ας πούμε η ΕΡΤ πρόβαλε μία σειρά η οποία ήταν γεμάτη από σεξιστικά υπονοούμενα, ομοφυλοφιλικές σχέσεις εντός της αγίας, ελληνικής οικογένειας και γενικά queer ambience. Κι εδώ πρωταγωνίστρια ήταν – είναι; – η απέθαντη Ρωμιά μάνα. Μόνο που τώρα το μανάρι της ερωτεύεται το μανάρι της γειτόνισσας το οποίο επιπλέον υπηρετεί στον στρατό. Τι δραματικό εύρημα! Από την άλλη, οφείλω να ομολογήσω ότι ορισμένες εκπομπές στη δημόσια τηλεόραση ή το κανάλι της Βουλής με αποζημιώνουν πλήρως.
Νομίζω λοιπόν ο πραγματικός λόγος της αντίδρασης είναι ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζει ο Σεφερλής τους ομοφυλόφιλους. Πρόκειται για τον παλιό κλασικό τρόπο που πρώτος δίδαξε ο παππούς Αριστοφάνης και συνέχισε τη δεκαετία του ’60 και του ’70 με μεγάλη επιτυχία ο Σταύρος Παράβας. Δηλαδή οι ομοφυλόφιλοι είναι δακτυλοδεικτούμενοι και αντικείμενα καζούρας επειδή ακριβώς είναι θηλυπρεπείς. Είναι…ο Φίφης.
Έκτοτε όμως έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Η, όντως, διαπομπευόμενη και συχνά διωκόμενη ή προπηλακιζόμενη ομάδα των ομοφυλοφίλων σήμερα έχει αποκατασταθεί και θεσμικά και κοινωνικά ενώ πρωταγωνιστεί, απολύτως νομιμοποιημένη και αποδεκτή, σε κάθε έκφραση της δημόσιας σφαίρας. Αν θέλουμε να κάνουμε και λίγο ιστορία, ο πρώτος που έφερε στο κάθε ελληνικό σπίτι τον ομοφυλόφιλο ως must ή, έστω αναγκαίο, ήγουν αναπόφευκτο, «κακό», ήταν ο Λάκης Λαζόπουλος. Το πνεύμα της εποχής. Το Zeitgeist. Έπειτα συνέχισαν οι Ρέππας – Παπαθανασίου, ο Αλέξανδρος Ρήγας και πάει λέγοντας. Σήμερα πολλοί γνωστοί και σπουδαίοι καλλιτέχνες έχουν μιλήσει ανοιχτά για την ερωτική τους επιλογή απενοχοποιώντας έτσι πολύ κόσμο. Επίσης άλλοι καταλαμβάνουν υψηλές, δημόσιες θέσεις έχοντας ως ένα εκ των βασικών προσόντων τους την σεξουαλική τους ταυτότητα. Ποσόστωση ή συνδικαλισμός και στον έρωτα; Ακριβώς. Σχετικό πάντως ταμπού παραμένει ακόμη ο λεσβιασμός. Είπαμε, το πνεύμα των καιρών.
Άρα είναι μάλλον ηλίθιο να στοχοποιούνται άνθρωποι και να καθυβρίζονται όπως ο συμπαθής και εμπειρότατος ηθοποιός Σπύρος Μπιμπίλας επειδή έπαιξε με τον Σεφερλή! Ένας άνθρωπος που έχει προσφέρει πάρα πολλά στο ελληνικό θέατρο. Φαίνεται ότι κάποιοι εξακολουθούν να μπερδεύουν τους ρόλους στη σκηνή με τους ρόλους στη ζωή. Και παίρνουν πολύ σοβαρά τον δικό τους ρόλο ως δημόσιου κατηγόρου στα κοινωνικά δίκτυα.
Ως προς τον ίδιο τον Σεφερλή τώρα – επειδή στο στόχαστρο έχει μπει από καιρό κι ο σεβαστός δάσκαλος και φίλος Κώστας Γεωργουσόπουλος ο όποιος τον έχει αναγνωρίσει ως ένα αυθεντικό, λαϊκό ταλέντο – έχω να πω τα εξής:
Τα μειονεκτήματα του συγκεκριμένου ηθοποιού τα αναφέραμε, επαρκώς νομίζω, παραπάνω. Ας πούμε τώρα πώς ο ίδιος έχει μία μοναδική επικοινωνία με την πλατεία, είναι ατακαδόρος, αυτοσχεδιάζει με άνεση ακολουθώντας την παράδοση των μεγάλων κωμικών της επιθεώρησης όπως ήταν η Βασιλειάδου ή ο Σταυρίδης και, επιπλέον, δεν φιλοδοξεί να πάει… Επίδαυρο! Επίσης είναι ο τελευταίος μιας σειράς κοσμαγάπητων «παλιάτσων» που ξεκινάει από τον Φραγκίσκο Μανέλη και τον Κούλη Στολίγκα και καταλήγει στον Θανάση Βέγγο. Πρόκειται για ηθοποιούς που έχουν στηρίξει την ερμηνεία τους στις μούτες, την αδιάκοπη κινητικότητα, τον αυτοσαρκασμό αλλά και την επανάληψη έως κορεσμού μιας φράσης που τους κάνει αναγνωρίσιμους. Θυμηθείτε για παράδειγμα το » Άκουσες πουλί μου;» του «βλάχου» Κώστα Χατζηχρήστου ή το «Βρε που πάμε!» του Αυλωνίτη. Άλλοι το λένε μπαλαφάρα, άλλοι λαϊκό θέατρο, το μόνο σίγουρο όμως είναι πως παραμένει ως είδος πολύ δημοφιλές. Αυτά και τέλος.
Όμως πρέπει να ειπωθεί και κάτι ακόμα: Αν όντως μας πληγώνει η κακογουστιά και η ιδιοτέλεια της ιδιωτικής, κυρίως, τηλεόρασης, η χειροπιαστή ασχήμια ένα γύρω, πίσω ή έξω από το εκράν, οφείλουμε τάχιστα να αντιδράσουμε. Πώς; Μα πώς αλλιώς; Μέσα από την εκπαίδευση. Με σύστημα και έμπνευση. Επενδύοντας και δε διδάσκοντες και σε διδασκόμενους. Επειδή περισσότερο από τον Σεφερλή μ’ ενοχλούν όσοι εξόρισαν την τέχνη από τα σχολεία. Είναι επείγον άρα να επιστρέψουν τάχιστα τα καλλιτεχνικά μαθήματα σε όλες τις βαθμίδες της πρωτοβάθμιας και της μέσης εκπαίδευσης. Είναι εθνική υποχρέωση. Με έμφαση στην θεατρική αγωγή και την ιστορία της τέχνης. Αν όντως θέλουμε να αναβαθμίσουμε το δημόσιο γούστο, οφείλουμε να διδάξουμε γούστο. Επειδή όλα είναι θέμα παιδείας. Και κυρίως οφείλουμε να βοηθήσουμε τα παιδιά μας στην αυτοέκφραση και τη δημιουργία «εθίζοντας» τα στη μοναδική ηδονή που χαρίζει η ενασχόληση με την τέχνη.
Ο κ. Μάνος Στεφανίδης είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ