Το χειρότερο σε έναν πόλεμο είναι η συνήθεια με τον πόλεμο. Η συνήθεια του υπόλοιπου κόσμου, πλην αυτών που τον υφίστανται, να καταπίνει χωρίς αντίδραση, πλέον, τις εικόνες της φρίκης. Εικόνες, εικόνες, εικόνες. Και περιγραφές. Με λέξεις που χάνουν τη σημασία τους από τη συνεχή επανάληψη. Λέξεις που συνεισφέρουν στην «ανοσία της αγέλης» απέναντι σε αυτή τη βαρβαρότητα. Που δεν έχει ούτε εξήγηση ούτε δίκαιο, παρά μόνο το «δίκαιο» του ισχυρού, όπως ετεροκαθορίζεται από τον νόμο της ζούγκλας.
Τέσσερις εβδομάδες μετά τη βάρβαρη εισβολή μιας υπερδύναμης, της Ρωσίας, σε βάρος μιας ανεξάρτητης χώρας, της Ουκρανίας, τίποτε δεν έχει αλλάξει. Τα βομβαρδισμένα κτίρια, τα ισοπεδωμένα σπιτικά, τα διαλυμένα αστικά κέντρα, οι σοροί των αθώων που κείτονται στους δρόμους έχουν μεταβληθεί σε μια φρικτή καθημερινότητα, αδύναμη να δημιουργήσει δυνατά συναισθήματα. Το αρχικό σοκ της ανθρωπότητας, και ειδικότερα της Δύσης, έχει πλέον δώσει τη θέση του στη συλλογική «ανοσία». Κι άλλα κατεστραμμένα κτίρια από τους ρωσικούς βομβαρδισμούς, κι άλλες βομβαρδισμένες πολυκατοικίες, κι αλλά ιστορικά κτίρια διαλυμένα. Κι άλλοι νεκροί. Οκτώ εδώ, δέκα εκεί, σαράντα σε μια άλλη περίπτωση. Σε βομβαρδισμένα νοσοκομεία, σανατόρια, μαιευτήρια. Σε κοινωνικές δομές που κάποτε, ακόμη και σε αγριότερους πολέμους (αν μπορεί να θεωρηθεί ότι μπορεί να υπάρξει κλιμάκωση σε ό,τι συμβαίνει σε έναν πόλεμο), έμεναν εκτός από τα πεδία της σύγκρουσης.
Εδώ όμως φαίνεται πως δεν υπάρχει κανένα όριο. Δεν υπάρχουν κανόνες. Δεν υπάρχει μέτρο. Οι πολεμικές μηχανές της Ρωσίας σκοτώνουν ανεξέλεγκτα εφευρίσκοντας κάθε φορά άλλοθι για να συνεχίσουν το φονικό τους έργο και ο κόσμος παρακολουθεί σχεδόν πια με αδιαφορία. Αμέτοχος. Εθίστηκε στη φρίκη, και αυτό είναι ίσως το χειρότερο αποτέλεσμα που προκαλεί ο κορεσμός στην εικόνα.
Τα σποραδικά πλέον αντιπολεμικά συλλαλητήρια γίνονται όλο και λιγότερο μαζικά. Αυτό που κάποτε θα μπορούσε να αποτελέσει μέσο πίεσης για τις κυβερνήσεις για να γίνουν περισσότερο πιεστικές στη Ρωσία ώστε να τελειώσει ο πόλεμος, σήμερα, έναν μήνα μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, μοιάζει να μην υπάρχει. ΄Η να έχει περιπέσει στο επίπεδο της γραφικότητας. Και δεν ισχύει αυτό μόνο για την Ελλάδα, συμβαίνει σχεδόν παντού στον κόσμο. Πού είναι η παγκόσμια πνευματική τάξη να απαιτήσει μαζικά, οργανωμένα και αποτελεσματικά να τελειώσει ο πόλεμος; Πού είναι οι μουσικοί που όρθωσαν το ανάστημά τους και συνεισέφεραν καταλυτικά στη δημιουργία του αντιπολεμικού κινήματος στις ΗΠΑ κατά του πολέμου στο Βιετνάμ;
Απουσιάζουν ηχηρά, και την απουσία δεν την αναπληρώνουν μεμονωμένες ενέργειες ή πρωτοβουλίες πνευματικών ανθρώπων ή ανθρώπων της τέχνης. Ισως γιατί το χειρότερο σε έναν πόλεμο είναι η εδραιωμένη αντίληψη ότι ο ισχυρός που επιτίθεται συνήθως κάποια στιγμή τα καταφέρνει. Αδιάφορο όμως αν το επιτυγχάνει με ποταμούς αίματος, ασύλληπτες καταστροφές υποδομών και αστικών ιστών, κύματα προσφύγων. Με τις εκατοντάδες χιλιάδες των ανθρώπων που ξεσπιτώνονται και παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς για να γλιτώσουν τον θάνατο. Και τα παιδιά. Τα παιδιά που βρίσκονται κλεισμένα στα ανήλια καταφύγια, χωρίς παιχνίδια και χωρίς τη δυνατότητα να παίξουν κάτω από το φως του ήλιου, να πάνε σχολείο, να συναντήσουν τους φίλους τους, να αναζητήσουν την αγκαλιά των παππούδων τους.
Το χειρότερο σε έναν πόλεμο είναι η συνήθεια στην αγριότητα του πολέμου. Υπάρχει ένα ποίημα ως προς αυτό, που κακώς αποδίδεται στον Μπρεχτ. Είναι ενός γερμανού πάστορα του Μεσοπολέμου, του Μάρτιν Ναϊεμέλερ:
«Οταν οι ναζιστές ήρθαν για να πάρουν τους κομμουνιστές, σιώπησα επειδή δεν ήμουν κομμουνιστής.
Οταν φυλάκισαν τους σοσιαλδημοκράτες, σιώπησα γιατί δεν ήμουν σοσιαλδημοκράτης.
Οταν ήρθαν να πάρουν τους συνδικαλιστές, σιώπησα γιατί δεν ήμουν συνδικαλιστής.
Οταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους, σιώπησα γιατί δεν ήμουν Εβραίος.
Οταν ήρθαν να συλλάβουν εμένα, δεν υπήρχε πια κανείς για να διαμαρτυρηθεί».