Το ότι οι εκλογές θα διεξαχθούν πριν από το καλοκαίρι, αυτό – ακόμη και αν ήταν απόλυτα ειλικρινής ο Μητσοτάκης όσο διαβεβαίωνε για την πρόθεσή του να εξαντλήσει την τετραετία – το καθιστούν πιθανότατο, έως αναπόφευκτο, οι πρόσφατες διεθνοπολιτικές εξελίξεις (και οι δεδομένες οικονομικές επιπτώσεις τους): Με περίπου προεξοφλημένο έναν επερχόμενο οικονομικό Αρμαγεδδώνα, που θα πλήξει βίαια το βιοτικό επίπεδο των πιο λαϊκών στρωμάτων… Με γνωστή από την ιστορία – και πιστοποιούμενη και από τις διεξαγόμενες σχεδόν παντού σήμερα στον κόσμο δημοσκοπήσεις – την τάση των λαών στην κορύφωση των διεθνοπολιτικών κρίσεων να συσπειρώνονται περί τους ηγέτες τους. Και την αντίστοιχη τάση τους, στη συνέχεια, να τους καταριούνται και να τους καταδικάζουν μεταπολεμικά, όταν έρχεται ο λογαριασμός των συμβάντων… Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να επιδείξει αυτοκτονικό σύνδρομο, εμμένοντας στην εξάντληση των θεσμοθετημένων προθεσμιών. (Ισως, μάλιστα, το αίτημα Μητσοτάκη προς τον Ερντογάν για συνάντηση ακριβώς να αποβλέπει, μέσω ενός μορατόριουμ διαμορφωνόμενου ως «gentlemen’s agreement», σε διασφάλιση κλίματος κατευνασμού μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών κατά την εκλογική περίοδο.)
Ωστόσο…
Με βάση την πολιτικοθεσμική πραγματικότητα που δημιουργεί στη χώρα μας το προβλεπόμενο οι προσεχείς εκλογές να είναι αναλογικές… Με βάση τις σχέσεις μεταξύ των – μη αντισυστημικών – ελληνικών πολιτικών δυνάμεων… Και με την προοπτική δεύτερης διαδοχικής προσφυγής στις κάλπες… Εφιαλτικό διαφαίνεται το σενάριο, μέσα σε μια πρωτοφανή παγκόσμια κρίση όπου τίποτε πια – ούτε καν η σταθερότητα των συνόρων – δεν είναι δεδομένο, η Ελλάδα να βρεθεί επί σχεδόν δύο μήνες χωρίς δημοκρατικά νομιμοποιημένη πολιτική κυβέρνηση. Και με πρωθυπουργό έναν δικαστή, στερούμενο διπλωματικής εμπειρίας και διεθνών διασυνδέσεων. Πρόκειται ασφαλώς για μεγάλο πρόβλημα.
Αν όμως είναι επιθυμητή η αναζήτηση λύσης σε ένα μεγάλο πρόβλημα (εσωτερικό ή διεθνές), αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί με ταπείνωση ή ολοσχερή υποταγή του αντιπάλου σου. (Για παράδειγμα, στην παρούσα παγκόσμια κρίση η Δύση θα μπορούσε να δώσει διέξοδο στον Πούτιν, ωθώντας μια – διαθέτουσα όχι μόνο πατριωτισμό και κύρος, αλλά και πραγματισμό – ουκρανική κυβέρνηση να συζητήσει μαζί του, εφόσον ο εισβολέας δεν επιμείνει στην ολοσχερή αποστρατιωτικοποίηση του γείτονά του, αρκεσθεί δε στην αναγνώριση της ήδη διαμορφωμένης κατάστασης στην Κριμαία, στην ανεξαρτητοποίηση μόνο των ελεγχόμενων από τους αποσχιστές τμημάτων των ρωσόφωνων περιοχών και στη μη ένταξη της Ουκρανίας σε συμμαχίες στρατιωτικού χαρακτήρα, που θα σήμαινε δυνατότητα της χώρας αυτής να ενταχθεί σε συμμαχίες πολιτικοοικονομικού χαρακτήρα.)
Παρ’ ημίν τώρα και κατ’ αναλογία.
Οι διπλές εκλογές είναι κακές για τον Μητσοτάκη, δεδομένου πως θα διασπαστεί, με απρόβλεπτες συνέπειες, η συνέχεια της κυβερνητικής του εξουσίας.
Είναι κάκιστες για τον Τσίπρα, δεδομένου πως μάλλον θα οδηγήσουν σε δύο εκλογικές ήττες του, με τη διαφορά του από το προπορευόμενο κόμμα πιθανότατα – κατά την πολιτική λογική, τουλάχιστον – αυξανόμενη στη δεύτερη λαϊκή ετυμηγορία.
Και είναι καταστροφικές για τον τόπο, αφού θα παραγάγουν δίμηνη – οιονεί – ακυβερνησία, μέσα σε μια τραγικά κρίσιμη περίοδο (δηλαδή θα φέρουν κυβέρνηση υπηρεσιακή, ανομιμοποίητη και ανήμπορη να πάρει σημαντικές αποφάσεις).
Δεν μπορεί, όμως, ο Μητσοτάκης να επιδιώξει την πλήρη υποταγή του Τσίπρα, ζητώντας του να προσχωρήσει αυτός ολοσχερώς, λόγω των περιστάσεων, στο δικό του εκλογικό σύστημα. Αντίθετα, θα μπορούσε ίσως να επιδιώξει έναν συμβιβασμό στη βάση ενός νέου εκλογικού νόμου, λίγο πιο αναλογικού από τον ψηφισθέντα προ διετίας, όχι όμως τόσο ώστε να διακυβεύεται η κυβερνησιμότητα και η πολιτική σταθερότητα της χώρας.
Βέβαια, θα πει κάποιος, αυτά τα αρνητικά, δηλαδή ακυβερνησία και αστάθεια, δεν είναι ενδεχόμενο να προκύψουν αν, καθ’ υπόθεση, το εκλογικό σύστημα του συμβιβασμού ανεβάζει το όριο αυτοδυναμίας π.χ. από το 37,5% στο 39,5% και η ΝΔ κινηθεί κάπου ενδιάμεσα; Νομίζω πως όχι, γιατί στην περίπτωση αυτή η συγκυβέρνηση με το ΚΙΝΑΛ – το οποίο με ένα εκλογικό σύστημα που θα ενισχύει, έστω και κάπως λιγότερο, το πρώτο κόμμα, δεν θα έχει άλλη πολιτική επιλογή παρά τη σύμπραξη με τον προπορευόμενο – μάλλον θα παραγάγει περισσότερη πολιτική και κυβερνητική σταθερότητα από όση θα έδινε μια τελείως οριακή αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ΝΔ, που ΙΣΩΣ θα προέκυπτε από τις δεύτερες εκλογές. Αφού, άλλωστε, στο ενδεχόμενο αυτό, ο Μητσοτάκης θα ήταν όμηρος και των εθνικιστικών στοιχείων του κόμματός του (πέραν εκείνων που θα ενεργούν καθαρά με προσωπική ιδιοτέλεια).
Συμπέρασμα: Ο συμβιβασμός Μητσοτάκη και Τσίπρα σε έναν – άμεσης ισχύος – νέο εκλογικό νόμο, ελάχιστα ή λίγο αναλογικότερο από τον ήδη ψηφισμένο από την κυβέρνηση της ΝΔ, που θα απέτρεπε πιθανότατα τις δεύτερες εκλογές καθώς και την εξαιρετικά επικίνδυνη στην παρούσα συγκυρία ακυβερνησία, ουσιαστικά συμφέρει τους πάντες. Απλώς θα πρέπει να προωθηθεί σε ένα επικοινωνιακό περιτύλιγμα που θα διευκολύνει τους πάντες να τον αποδεχθούν… (Και ασφαλώς με υπογράμμιση στον Τσίπρα πως η εκ μέρους του επίδειξη αδιαλλαξίας στην παρούσα συγκυρία – και ενώ η κυβέρνηση θα επιδείκνυε συμβιβαστική διάθεση – θα τον έβλαπτε ακόμη περισσότερο.)
Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.