Τρεις εβδομάδες μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία αρχίζει να γίνεται συνείδηση η τεράστια αλλαγή στη διεθνή πολιτική. Και δεν πρόκειται για μια ευθύγραμμη διαδικασία. Δεν είναι εύκολο να αποδεχθεί κανείς ότι ελάχιστα πράγματα είναι ίδια με πριν. Η νέα εποχή αναζητεί ιστορικές αναφορές στον Ψυχρό Πόλεμο αλλά πέρα από την αναθεωρητική απειλή που αναδύθηκε με τόσο βίαιο τρόπο και θυμίζει την «επαναστατική» σταλινική Σοβιετική Ενωση δεν υπάρχουν πολλά που να είναι αναγνωρίσιμα. Ενα από αυτά είναι η επιστροφή της πυρηνικής διάστασης των διεθνών σχέσεων και ένα δεύτερο η επείγουσα ανάγκη συγκρότησης μιας νέας στρατηγικής ανάσχεσης εκ μέρους της Δύσης.
Με αποσταθεροποιημένη την ικανότητά μας να επεξεργαστούμε με ψυχραιμία τη νέα πραγματικότητα είναι δύσκολο να αξιολογήσουμε το πόσο δυναμικά εξελίσσονται τα γεγονότα. Λίγες μέρες μετά την απολύτως προβλέψιμη και τελικά οικεία αποτυχία του τελευταίου γύρου των διερευνητικών επαφών να προσφέρει έστω και την ελάχιστη προοπτική προόδου στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ήλθε η συνάντηση του έλληνα πρωθυπουργού με τον τούρκο πρόεδρο. Ακόμη και από εκείνες και εκείνους που βιάστηκαν να την αποδοκιμάσουν, θεωρήθηκε σημαντική. Η θέα στον Βόσπορο είναι μαγική και το Αιγαίο είναι πολύ κοντά…
Και ήταν όντως σημαντική, όχι γιατί άνοιξε δρόμους εκεί που υπήρχε μόνο αδιέξοδο, αλλά λόγω της συγκυρίας. Μιας συγκυρίας που αλλάζει βίαια προτεραιότητες, αναδιατάσσει συσχετισμούς και παράγει νέες παγκόσμιες και περιφερειακές στρατηγικές απαιτήσεις. Μιας συγκυρίας που απροσδόκητα περιορίζει τις επιλογές της Αγκυρας. Η προσπάθεια «νέο-οθωμανικής» χειραφέτησης στην Ανατολική Μεσόγειο με μια επιδεικτική – σχεδόν προκλητική – αποστασιοποίηση από τις βασικές προτιμήσεις της Ουάσιγκτον από τη μια και τον εναγκαλισμό με τη Μόσχα στην ευρύτερη Μέση Ανατολή από την άλλη ξαφνικά μπορεί να έχει απαγορευτικό κόστος. Αυτό το στρατηγικό εγχείρημα που μετρά τουλάχιστον μια δεκαετία ζωής και αποτυπώθηκε στο δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» δεν μπορεί παρά να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη ότι η διεθνής πολιτική είναι περισσότερο στρατιωτικοποιημένη και εύφλεκτη από οποιαδήποτε στιγμή μετά το 1991. Η σύγκρουση Δύσης – Ρωσίας και ο στρατηγικός ανταγωνισμός που οξύνεται με κάθε χιλιόμετρο που διανύουν οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις στην Ουκρανία καθιστά την επιλογή τού να χρησιμοποιείς τη σχέση σου με τον «έναν» για να διαπραγματευτείς την υποστήριξή σου στον «άλλο» υψηλού ρίσκου. Η στήριξη προς και η εξάρτηση από τη Ρωσία ως μοχλός πίεσης και διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στην ΕΕ και τις ΗΠΑ μπορεί να μην είναι μια εναλλακτική τόσο ελκυστική όσο φαινόταν μέχρι πριν από λίγους μήνες.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι τα διλήμματα της Αγκυρας σε καμία περίπτωση δεν θα μεταφραστούν σε αλλαγή πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα ή/και στην Κύπρο. Το μενού των τουρκικών απαιτήσεων δεν θα αλλάξει. Ομως, στον βαθμό που η βελτίωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ περνά μέσα από την ενότητα του ΝΑΤΟ και της διατλαντικής κοινότητας, η τακτική της πίεσης και των απειλών εναντίον της Αθήνας μπορεί να μπει στο ψυγείο. Ενα άνοιγμα προς την Αθήνα αλλά και η προοπτική αποκατάστασης των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων στη μετα-Νετανιάχου εποχή θεωρείται ότι μπορεί (έστω και προσωρινά) να αμβλύνει τον αμερικανικό θυμό για τους S-400 και κυρίως για την ευμενή προς τη Ρωσία ουδετερότητα της Αγκυρας με πρόσχημα την ετοιμότητά της να διαμεσολαβήσει.
Η βασική εκτίμηση της Αθήνας είναι ότι ακόμη και αν πρόκειται για τακτικισμό, η Αθήνα δεν έχει κανέναν ουσιαστικό λόγο να μην προσεγγίσει θετικά την τουρκική πιρουέτα, αν αυτό σημαίνει ότι η τοξική ρητορική των τελευταίων χρόνων (σε κάποιον βαθμό) υποχωρήσει και αν το επόμενο διάστημα και ιδιαίτερα το καλοκαίρι τα νερά στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο παραμείνουν πιο ήρεμα σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Η συμφωνία να υπάρξει συζήτηση για μια συνεδρίαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας τον Σεπτέμβριο στη Θεσσαλονίκη είναι ίσως ενδεικτική των τουρκικών προθέσεων για τους επόμενους μήνες. Για την Αθήνα, η αποκλιμάκωση της έντασης μόνο κέρδη έχει. Ετσι κι αλλιώς, οι βασικές ελληνικές πολιτικές αντιμετώπισης του «αναζωογονημένου» τουρκικού αναθεωρητισμού ήδη εφαρμόζονται και η όποια βελτίωση του κλίματος δεν πρόκειται να τις επηρεάσει.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συγκυρία μπορεί να είναι γόνιμη για να επενδυθεί χωρίς κόστος ελάχιστο διπλωματικό κεφάλαιο σε διαδικασίες που ήδη υφίστανται και είναι όλο το προηγούμενο διάστημα στη «μηχανική υποστήριξη». Οι διερευνητικές επαφές, οι πολιτικές διαβουλεύσεις, η οικονομική συνεργασία, η ευρωτουρκική συμφωνία στο Προσφυγικό και Μεταναστευτικό συνιστούν ένα πλέγμα διάδρασης που αξίζει να το αναζωογονήσει κανείς. Πάντοτε με τις προσδοκίες χαμηλές και υπό την αίρεση ότι η Αγκυρα αποφεύγει τις μονομερείς ενέργειες. Σε κάθε περίπτωση, η Αθήνα ξέρει πολύ καλά την τουρκική ατζέντα και δεν μπορεί να υπάρξει κανένας αιφνιδιασμός.
Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και διευθυντής του ΙΔΙΣ.