Το ερώτημα απασχόλησε μερικούς από τους μεγαλύτερους διανοητές της εποχής: Μετήλθε το καθεστώς του Κρεμλίνου ένα μέσο του 20ού αιώνα για να λύσει μια διαφορά του 21ου; Πιο απλά, είναι ο πόλεμος τόσο εκτός εποχής, ένα απολίθωμα του παρελθόντος, για να τον χάνει κάποιος πριν καλά-καλά τον ξεκινήσει; Στην απάντηση που επιχειρήθηκε να δοθεί, δεν μετρήθηκε ασφαλώς η δύναμη των όπλων. Αν ο πόλεμος δεν είναι πια επίκαιρος, δεν είναι επειδή δεν μπορεί να τον κερδίσει κανείς με τα κανόνια του, αλλά επειδή δεν αποδίδει πλέον κανένα κέρδος. Αντίθετα, το κόστος είναι τεράστιο.
Είναι κάτι που, ημέρα με την ημέρα, αποτυπώνεται όλο και περισσότερο στον πόλεμο της Ουκρανίας. Ο ρωσικός στρατός θα πάρει – αν ποτέ πάρει – το Κίεβο. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν θα έχει κερδίσει. Αλλά πέρα από τους νεκρούς του στρατιώτες, θα του μείνουν η διεθνής απομόνωση, η δυσαρέσκεια της ρωσικής ολιγαρχίας, η καθημαγμένη οικονομία μιας μεγάλης χώρας. Ο Πούτιν ξεκίνησε την εκστρατεία του ως στρατάρχης, αλλά θα την έχει ολοκληρώσει ως παρίας.
Ακόμη χειρότερα, αυτό που θα ήταν «ο πόλεμος των δυο-τριών ημερών», ένας χαλαρός περίπατος που θα διαφήμιζε τις αρετές μιας πολεμικής μηχανής, τείνει να εξελιχθεί σε ένα «ευρωπαϊκό Αφγανιστάν». Αυτή όμως δεν είναι η μόνη ιστορική αναλογία στην οποία οφείλει να σταθεί κανείς. Τη μεγάλη αναλογία της Ιστορίας, το δάσος που έκρυβε το δέντρο, την αποκάλυψαν οι διανοητές που υπενθύμισαν πως οι πόλεμοι είχαν κάποτε νόημα επειδή κάποτε είχε νόημα να κατακτάς εδάφη. Αυτό ακριβώς ήταν το όφελος που άλλοτε υπερσκέλιζε το κόστος μιας κατάκτησης. Αλλά σήμερα; Τι νόημα έχει να απλωθεί ένας στρατός κατοχής στο Κίεβο;
Για να απαντήσει κανείς δεν αρκεί παρά να αντλήσει το βασικό δίδαγμα από αυτόν τον πόλεμο που εμφανίστηκε στον 21ο αιώνα σαν φάντασμα αλλοτινών αιώνων. Και αυτό δεν είναι άλλο από το γεγονός πως το τελευταίο πράγμα στο οποίο κρίνεται σήμερα ένας πόλεμος είναι το πεδίο της μάχης. Οσο κανένας άλλος στο παρελθόν, ο πόλεμος αυτός κρίνεται σε πεδία όπου δεν έχει πέσει ούτε μία σφαίρα. Κρίνεται σε στρόφιγγες που κλείνουν, σε γιοτ που κατάσχονται, σε τραπεζικούς λογαριασμούς που παγώνουν, σε επιχειρηματικούς κολοσσούς που εγκαταλείπουν τη ρωσική οικονομία. Κρίνεται, τελικά, σε ένα εμπάργκο που δεν αφορά μόνο τα όπλα αλλά ξεκινά από την ενέργεια για να φτάσει – για πρώτη φορά – ακόμη και στις τέχνες.
Να γιατί οι διανοητές απάντησαν θετικά στο αρχικό ερώτημα πριν ακόμη ακουστούν οι ερπύστριες των ρωσικών τανκς. Είδαν στο πρόσωπο του Πούτιν έναν παρία που δεν μπόρεσε να δει ο ίδιος στον καθρέφτη. Και τώρα; Τώρα μπορεί ακόμη και να επαναληφθεί η Ιστορία. Και μια στρατιωτική υπερδύναμη να καταρρεύσει οικονομικά και ηθικά χωρίς να έχει ηττηθεί στρατιωτικά.