Με τον πόλεμο να συνεχίζεται «απτόητος» και τις πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξή του να είναι τόσο συγκεχυμένες, εξαιτίας της κορύφωσης της προπαγάνδας μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών, μοιραία η σκέψη στρέφεται στο τι πραγματικά διακυβεύεται αυτή την ώρα. Κατά την άποψή μου, ό,τι συμβαίνει εκεί επί της ουσίας δεν αφορά τόσο τον εξαναγκασμό της Ουκρανίας να περάσει σε καθεστώς ουδετερότητας, ούτε να δεχτεί την απόσχιση των εδαφών της στα ανατολικά. Αλλά στην προσπάθεια της Ρωσίας να επιτύχει μέσω μιας πολεμικής αναμέτρησης, σχεδόν επί «φίλιου» εδάφους, ό,τι δεν επέτυχε η Σοβιετική Ενωση στα περίπου 75 χρόνια της ζωής της: να κατισχύσει της Δύσης. Οποιαδήποτε στιγμή και με οποιοδήποτε κόστος.
Η Ρωσία ποτέ δεν συμβιβάστηκε με την ιδέα της λήξης του Ψυχρού Πολέμου, και πολύ περισσότερο με τη σκέψη ότι παγώνοντας τον ανταγωνισμό με τη Δύση στα πυρηνικά, αναδύθηκε η κολοσσιαία υπεροχή του δυτικού κόσμου στα υπόλοιπα πεδία σύγκρισης, όπως η δημοκρατία, η οικονομία, το περιβάλλον, το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων.
Αυτό ήταν πάντοτε το σοβαρό πρόβλημα και για τον πρόεδρο Πούτιν και για την ηγετική ομάδα που τον περιβάλλει. Το άνοιγμα των συνόρων έφερε τις εικόνες από τον δυτικό κόσμο στο σπίτι του κάθε ρώσου πολίτη που ζει αρκετά κάτω από αυτό που στη Δύση έχει προσδιοριστεί ως όριο της φτώχειας, και ταυτόχρονα μεγάλωσε και τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της Ρωσίας. Οι πολίτες της χώρας αντιλαμβάνονται ότι 30 χρόνια μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, στην ηγεσία της χώρας εξακολουθεί να βρίσκεται μια αυταρχική, σχεδόν απολυταρχική εξουσία, που περιστοιχίζεται από μια αντίστοιχη της κομμουνιστικής περιόδου «νομενκλατούρα». Και πως εκείνη με τη σειρά της έχει εκχωρήσει τον τεράστιο πλούτο της χώρας σε μια ομάδα ολιγαρχών, πιστών στο σύστημα, η οποία ουσιαστικά εργάζεται για την ευμάρεια της «νομενκλατούρας» και του ηγέτη της.
Και επειδή συνήθως η εύκολη καταφυγή σε κάτι τέτοιες καταστάσεις είναι ο εθνικισμός, θεωρώ φυσική συνέπεια τη διοχέτευση της αντίδρασης των απλών πολιτών της Ρωσίας στην αναγκαιότητα να «απελευθερωθούν» οι ρωσόφωνοι της Ανατολικής Ουκρανίας από τα δεσμά του Κιέβου. Παράλληλα δε να πάρει και ένα καλό μάθημα η Δύση, ότι ο ρωσικός λαός (που θα πληρώσει βαρύ φόρο από τις σχεδόν εξοντωτικές κυρώσεις της Δύσης) δεν πτοείται από τις απειλές.
Πολλοί στη Δύση, και σε εμάς εδώ, βαυκαλίζονται να πιστεύουν ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα είναι το Βατερλό του προέδρου Πούτιν, και ορισμένοι μάλιστα το πηγαίνουν και ένα βήμα παραπέρα, εκτιμώντας ότι δύσκολα θα επιβιώσει – θα ανατραπεί, ας πούμε, εκ των ένδον. Ευσεβείς πόθοι, έχω να σημειώσω. Στη διελκυστίνδα που παρακολουθούμε αυτό το διάστημα υπάρχει κάποιος να τραβάει το σκοινί και κάποιος στην άλλη άκρη του σκοινιού να κάνει συνεχώς βήματα υποχώρησης προς το μέρος του. Από την άρνηση του ΝΑΤΟ να στείλει στρατεύματα ή να «σφραγίσει» τον εναέριο χώρο της Ουκρανίας, μέχρι την απαγόρευση αποστολής πολεμικών αεροσκαφών στη χώρα και ως την απόρριψη του αιτήματος της Ουκρανίας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όλα δείχνουν ότι η Δύση δεν είναι διατεθειμένη – με τίποτε! – να κάνει κάτι για να σταματήσει την προέλαση των Ρώσων. Και δεν θα κάνει. Επειδή δεν είναι έτοιμη για έναν γενικευμένο πόλεμο με τους Ρώσους, και μάλιστα για τα μάτια μιας χώρας, που δεν είναι και πολύ σίγουρο ότι της ταιριάζει. Απλώς, έτσι νομίζω τουλάχιστον, απορεί και αυτή με το γιατί οι Ρώσοι δεν έχουν επιτύχει ακόμη τους στόχους τους, για να σιγήσουν τα όπλα και να δοθεί χώρος και χρόνος στη διπλωματία να παρέμβει…