Πριν από κάποιους μήνες, στα άρθρα γνώμης της «Guardian», ο ριζοσπάστης δημοσιογράφος και συγγραφέας Τζορτζ Μόνμπιοτ έγραφε πόσο τον σοκάρουν αριστεροί που υιοθετούν θεωρίες συνωμοσίας από τo ρεπερτόριο της σύγχρονης Ακρας Δεξιάς. Ο Μόνμπιοτ είναι υπεράνω υποψίας γιατί δεν ανήκει σε κάποιο «ακραίο Κέντρο» που επιδιώκει, όπως λένε, να προβάλει τη «θεωρία των δύο άκρων» για να συκοφαντήσει τις προοδευτικές δυνάμεις. Το θέμα που θίγει ο συγκεκριμένος αφορά έναν γαλαξία αντιδραστικών λόγων και κινήσεων που, ιδίως μέσα στην περίοδο της πανδημίας, έχουν ανακατέψει τα χαρτιά της ιδεολογίας οδηγώντας σε τερατογενέσεις. Πριν από λίγες μέρες πάλι, ένα από τα πιο αιχμηρά ιστολόγια του γαλλικού ανατρεπτικού χώρου, το lundimatin («Δευτέρα πρωί»), είχε ένα μεγάλο οδοιπορικό μαζί με το λεγόμενο «Κονβόι της Ελευθερίας» που, σε απάντηση στο κάλεσμα των αντιεμβολιαστών φορτηγατζήδων στον Καναδά, δημιουργήθηκε και στη Γαλλία. Οι θιασώτες της ριζοσπαστικής επίθεσης στο σύστημα συνάντησαν, λέει, απλούς ανθρώπους με κάπως ιδιόμορφες αναφορές, πολίτες που ανεμίζουν τη γαλλική σημαία αλλά είναι αποφασισμένοι να αντιταχθούν στις ελίτ, στην κυρίαρχη πολιτική και στον «μακρονισμό». Και ενώ είναι πλήρως επιβεβαιωμένη η σχέση του χώρου των αρνητών με σχηματισμούς και φιγούρες της Ακρας Δεξιάς (και στη Γαλλία και αλλού), οι συντάκτες του αφιερώματος έχουν να λένε για τη χαρά, τη συντροφικότητα και το αλληλέγγυο πνεύμα που βρήκαν στους συμμέτοχους του «Κονβόι της Ελευθερίας».
Στην περιφέρεια των κουρασμένων δημοκρατιών που πέρασαν το σοκ της πανδημίας – χωρίς να έχουν βγει ακόμα – και αντιμετωπίζουν μια μεγάλη ενεργειακή κρίση με επαχθείς κοινωνικές συνέπειες, διαμορφώνεται πια ένας νέος χώρος αντιδράσεων. Οπως μπορεί να καταλάβει κανείς, αυτός ο χώρος υπερβαίνει τις αφορμές των lockdown, των εμβολίων ή και του «υγειονομικού πιστοποιητικού». Εχουμε πια πλέγματα ιδεών και δράσεων όπου αναμειγνύονται ευαισθησίες της Δεξιάς και θέματα της Αριστεράς, η ρητορική του ατομικού δικαιώματος και η ρητορική της άρνησης του ελέγχου. Σαν να συστεγάζονται, μετά από χρόνια αποξένωσης και αμοιβαίας πικρίας, οι επίγονοι της Σχολής της Φρανκφούρτης και τα παιδιά του Χάιντεγκερ. Η αναρχική συνιστώσα φέρνει μαζί της απόψεις για την εκτροπή του φιλελεύθερου κόσμου προς τον ολοκληρωτισμό μαζί με μια «διεθνιστική» θέαση της σύγκρουσης με τις πολιτικές, ιατρικές και άλλες εξουσίες. Η ριζοσπαστική Δεξιά εισφέρει τα δικά της πνευματικά ή συνωμοσιολογικά θραύσματα και κυρίως την ιδέα της αντίθεσης του ριζωμένου λαού στις ραδιούργες πλανητικές ελίτ.
Πολλοί προφανώς θα υποτιμήσουν ως άνευ πολιτικής σημασίας αυτές τις κινήσεις και τα αντίστοιχα δημιουργήματα αυτής της συγκυρίας. Αλλοι, επίσης, κάνουν σαν μη βλέπουν πως αυτός ο μετα-πολιτικός χώρος της σύγκρουσης σε μια σειρά από χώρες υποδηλώνει ένα πραγματικό κενό: το κενό μιας σοβαρής κριτικής στις ανεπάρκειες, στα λάθη και στους αδιέξοδους πολιτικούς προσανατολισμούς σε πολλές από τις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Κάτι συντελείται εδώ και καιρό και βρήκε ευκαιρία να εκδηλωθεί ανοιχτά στην πανδημία: μια παρακμή της λεγόμενης «κριτικής σκέψης» που γλιστράει όλο και συχνότερα σε παρανοϊκού τύπου καχυποψία και απλή δήλωση απέχθειας για τον σύγχρονο κόσμο ή τη Δύση. Εργαλεία της σύγχρονης θεωρίας – που αναπτύχθηκαν για να ερμηνεύσουν νέες μορφές εξουσίας και ελέγχου στις μαζικές κοινωνίες – γίνονται τώρα λάστιχο για να εξυπηρετήσουν ένα και μόνο αφήγημα: ότι οι ελίτ διαθέτουν τάχα μια ενιαία βούληση κυριάρχησης και καταστροφής και πως δεν υφίσταται πλέον διαφορά ουσίας παρά μόνο διαφορά ύφους και ποσότητας ανάμεσα στις κοινωνίες της υγειονομικής «δικτατορίας» και στους ναζισμούς-φασισμούς του παρελθόντος.
Ποιοι αναγνωρίζονται σε αυτά; Ετερόκλητα υποκείμενα και δυνάμεις. Εναλλακτικοί νεοχίπηδες και ζηλωτές κάποιας θρησκευτικότητας, υπερφιλελεύθεροι οπαδοί της αυτονομίας του ατόμου και υποστηρικτές της «φυσικής ανοσίας» και της εναντίωσης στα φάρμακα, εχθροί των κρατικών συνόρων και μαζί οι οπαδοί των τειχών και του πιο αυστηρού προστατευτισμού. Και τούτη ακριβώς η συναίρεση των διαφορών σε μια νέα οπτική εναντίωσης είναι πλέον αποδεκτή ως ένας ενδιαφέρων κοινωνικός πειραματισμός.
Μιλάμε για μειοψηφικές διεργασίες προφανώς. Νομίζω όμως πως αυτή η μετα-πολιτική συνομοσπονδία αρνήσεων βρίσκεται πιο κοντά στο ήθος των social media από όσο άλλες, πιο συνετές ή κλασικά θεμελιωμένες αντιπολιτεύσεις. Η απολυτοποίηση της προσωπικής απαρέσκειας και ο οξύς μνησίκακος τόνος είναι στοιχεία που φτιάχνουν από μόνα τους τα πιο δυνατά «επιχειρήματα»: αφοριστικές κρίσεις και καταδικαστικές αποφάσεις που μεταβολίζονται σε καινούργιες θεωρητικές και ψυχοπολιτικές ταυτότητες.
Κάτι επιπλέον: η συνένωση ετερόκλητων ιδεών και αξιών, τόσο από την αιρετική, αντικρατική Αριστερά όσο και από τη νεοφιλελεύθερη, ατομοκεντρική Δεξιά, φτιάχνει ένα περισσότερο ευέλικτο πλαίσιο όπου η άρνηση μπορεί να σαγηνεύει και ανθρώπους με συντηρητικές ή «δεξιές» ευαισθησίες. Αυτό εξηγεί το ότι άνθρωποι με προφίλ συνηθισμένου συντηρητικού μικροαστού μπορεί να δανείζονται εξτρεμιστικές συμπεριφορές ή να δρουν αντισυμβατικά εναντίον της Αστυνομίας, των δημόσιων αρχών κ.λπ. Οπως και σε παλιές μορφές των φασιστικών κινημάτων, η ανυπακοή συνδυάζεται με το όραμα της τάξης (order) και τρέφεται από την ιδέα ότι η κατεστημένη φιλελεύθερη δημοκρατία δεν μπορεί να εγγυηθεί την ηρεμία και την τάξη – επομένως χρειάζεται να σαρωθεί η ψευδής ειρήνη για να έλθει η πραγματική ειρήνη.
Ολα αυτά σημαίνουν μήπως ότι στη θέση των αρνητών ενθρονίζουμε την πάση θυσία συναίνεση ή την αποσιώπηση των μεγάλων συστημικών αποτυχιών; Θα ήταν πολύ μεγάλο λάθος. Υπάρχει ζωτική ανάγκη για μορφές δημιουργικής κριτικής και για μια πολιτική ηθική της φρόνησης απέναντι στις εκτροπές του τεχνοκρατικού καπιταλισμού. Να σκεφτούμε και να βρούμε τρόπους παρέμβασης στις νέες σχέσεις ανισότητας και στις κουλτούρες της ανομίας αλλά και στην υποχώρηση της ιδιότητας του πολίτη. Να σκεφτούμε με ποιους τρόπους μπορούμε να προστατευτούμε συλλογικά ως δημοκρατίες από τα αλλεπάλληλα κύματα των ανισοτήτων αλλά και από τη μετατροπή της κοινωνίας σε χοάνη φυλών και σπαρασσόμενων ταυτοτήτων. Αυτά όμως τα μεγάλα ζητούμενα χρειάζονται σαφή μέτωπο με τον χώρο του μαχητικού αντι-ορθολογισμού. Ο χώρος των αρνήσεων δεν μεταρρυθμίζει τους όρους ζωής και τις ιδέες της εποχής, αλλά μοιάζει με άλμα στον μηδενισμό.
*Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στο ΑΠΘ, συγγραφέας.