Για κάθε νοήμονα αυτής της χώρας, που παρακολουθεί προσεκτικά τις εξελίξεις μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, δεν είναι το «πώς» και το «γιατί» αυτής της βαθιά προκλητικής ενέργειας ενός γίγαντα σε βάρος ενός μικρότερου κράτους. Ούτε το γιατί η διεθνής κοινότητα και οι μεγάλοι οργανισμοί της, Ευρωπαϊκή Ενωση, ΝΑΤΟ κ.λπ., δεν κάνουν τίποτε για να σταματήσει αυτή η επίθεση που αναπόφευκτα θα έχει τρομακτικές συνέπειες για τον κόσμο – από την επαπειλούμενη ανθρωπιστική κρίση, ως τις βαριές επιπτώσεις στην οικονομία εξαιτίας της εκτόξευσης των τιμών στο πετρέλαιο και στο φυσικό αέριο.
Είναι κυρίως και πάνω απ’ όλα, ο αναθεωρητισμός που περικλείει η επιθετική στρατηγική του προέδρου Πούτιν.
77 χρόνια μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, η Ρωσία αμφισβητεί έμπρακτα το βασικό κέρδος της ανθρωπότητας από την έκβασή του: ήτοι το απαραβίαστο της εδαφικής ακεραιότητας των χωρών, και την αποφυγή πάση θυσία του πολέμου ως μέσου για την επίλυση των διαφορών μεταξύ τους.
Σε αυτό πρέπει να επικεντρωθούμε. Τα υπόλοιπα είναι παρεπόμενα, και εν πολλοίς τα έχουμε ξαναζήσει. Γιατί αυτό που επιχειρεί σήμερα ο πρόεδρος Πούτιν στην Ουκρανία, μας αφορά άμεσα. Και πολύ συγκεκριμένα. Ο αναθεωρητισμός της Ρωσίας δεν είναι μοναδικός. Εχει μιμητές. Με πρώτη τη γειτονική Τουρκία. Που επιμένει να αλλάξει το καθεστώς του Αιγαίου, της Θράκης και των νησιών, όπως αυτό καθορίστηκε από διεθνείς συνθήκες, και ειδικά τη Συνθήκη της Λωζάννης. Επιζητεί να το προσαρμόσει στον μεγαλοϊδεατισμό και τις εξωπραγματικές επιδιώξεις της ηγεσίας της, στοχεύοντας στην παρωχημένη ιστορικά ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Υπ’ αυτή την έννοια, ό,τι συμβαίνει στην Ουκρανία μάς ενδιαφέρει άμεσα και απαιτείται από το σύνολο του πολιτικού κόσμου επαγρύπνηση σε επίπεδο «κόκκινου συναγερμού». Οι αναταραχές στον κόσμο συχνά αποτελούν κίνητρο για να ανοίξει η όρεξη άλλων σε κάποια άλλη άκρη του πλανήτη. Πόσο μάλλον όταν αυτό συμβαίνει στη γειτονιά μας, και με τα δεδομένα που υπάρχουν και τα οποία σηματοδοτούν μια ιδιαίτερα ανησυχητική κατάσταση.
Η στενή σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία, για την οποία μερίδιο ευθύνης έχουν και οι ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων δύο τουλάχιστον δεκαετιών, δεν προοιωνίζεται τίποτε το καθησυχαστικό για την Ελλάδα. Αντιθέτως, προκαλεί σοβαρές ανησυχίες ότι ενδεχομένως ο «κακός» γείτονας θα θελήσει να εκμεταλλευθεί το κλίμα της γενικότερης αναστάτωσης που έχει προκληθεί στην περιοχή.
Βεβαίως υπάρχει ο αντίλογος: ως αντίβαρο αυτής της παράξενης σύμπλευσης, έχει ισχυροποιηθεί από την άλλη πλευρά η σχέση της Ελλάδας με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ομως, ποιος βεβαιώνει ότι την κρίσιμη στιγμή οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρώπη άλλα και το ΝΑΤΟ, θα θελήσουν να αποτρέψουν τις επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας σε βάρος της Ελλάδας;
Το 1974, και ό,τι συνέβη στην Κύπρο, φαντάζει μακριά, αλλά δεν είναι. Η στάση αυστηρής ουδετερότητας που τήρησε τότε η διεθνής κοινότητα και οι σύμμαχοί μας απέναντι σε μια καθαρή εισβολή και κατοχή ξένου κράτους, της Τουρκίας στην Κύπρο, αποτελεί, κατ’ εμέ, σημείο αναφοράς για το τι μέλλει γενέσθαι αν η Τουρκία επιδιώξει να υλοποιήσει τους ανιστόρητους σχεδιασμούς της σε βάρος της Ελλάδας.
Στους φόβους αυτούς, η απάντηση δεν μπορεί να είναι ότι έκτοτε έχουν αλλάξει πολλά τόσο στις διεθνείς σχέσεις της χώρας μας όσο και στο επίπεδο της στρατιωτικής της ισχύος. Και επειδή όλα αυτά κρίνονται στην πράξη, γνώμη μου είναι πως είναι αναγκαίο η κυβέρνηση να επιχειρήσει, τώρα, έναν διπλωματικό μαραθώνιο προκειμένου να επαναβεβαιώσει αυτές τις σχέσεις. Η ασύμμετρη απειλή από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι εδώ, και κανείς δεν πρέπει να την παραγνωρίζει…