Το ΚΙΝΑΛ/ΠαΣοΚ, το κόμμα το οποίο πρόσφατα γεγονότα επανέφεραν στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων μετά από μια μακρά περίοδο διάβασης ερήμου, είναι ένα κομματικό μόρφωμα με αρκετές επικαθήμενες ή μερικώς αλληλοεπικαλυπτόμενες ταυτότητες. Πιο σωστά, πρόκειται για μια πολιτική οντότητα διαμορφωμένη από πολλές επιστρώσεις Ιστορίας: μετενσάρκωση της παλαιοβενιζελικής/αντιβασιλικής παράταξης της οποίας, αρχικά τουλάχιστον, δεν απέστερξε ούτε το μεσσιανικό στοιχείο, εμπλουτισμένο μάλιστα με ισχυρή δόση δημαγωγίας, παροχολογίας, ακραίου ρητορικού ριζοσπαστισμού (αντλούντος και από την εαμική παρακαταθήκη), ευτελισμού της πολιτικής – πρωτίστως στον τομέα της παιδείας -, λαϊκισμού, αλλά και «κομματικού πελατειασμού», γρήγορα ωστόσο μετακινήθηκε προς την ηθική της ευθύνης. Λειτούργησε μάλιστα, σε δύσκολες καταστάσεις, εξυγιαντικά για την οικονομία και τους θεσμούς (μεταξύ άλλων αφαίρεσε από την εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία τη δυνατότητα να διαμορφώνει με ευτέλεια και ιδιοτέλεια το θεσμικό πλαίσιο για τη διεξαγωγή της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης), από ένα σημείο δε και πέρα επέδειξε και νοοτροπία αυτοθυσίας χάριν της σωτηρίας του τόπου. (Εστω και αν η στάση του προς τις Συμφωνίες των Πρεσπών αποτέλεσε παλιδρόμηση…)
Ο πραγματισμός του, λοιπόν, σε κρίσιμες για τον τόπο στιγμές ενίσχυσε τους παραδοσιακούς ιστορικούς δεσμούς της παράταξης με τα ανώτερα κοινωνικοπολιτισμικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, οδηγώντας ωστόσο τις σχέσεις της σε ρήξη με τον κοινωνικό βυθό, πολλώ μάλλον ασφαλώς με τον κοινωνικό απόπατο (κάτι που της στέρησε τον χαρακτήρα του μαζικού κόμματος, οδηγώντας τη για μακρό διάστημα στο πολιτικό περιθώριο).
Πρόσφατες, ωστόσο, εξελίξεις, η συγκριτικά ελπιδοφόρος ανανέωση της ηγεσίας του χώρου, κυρίως όμως η εκδηλωθείσα στην εσωκομματική κάλπη αντίδραση ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων, αγανακτισμένων από τον πολιτικό τυχοδιωκτισμό του ΣΥΡΙΖΑ και απρόθυμων να εκφραστούν σε βάθος χρόνου από τον κοινωνικό συντηρητισμό της ΝΔ (χαρακτηριστική η αφορολόγητη ενδοοικογενειακή μεταβίβαση μεγάλων περιουσιών, αλλά και η αδυναμία ανακατάληψης του δημόσιου χώρου υπέρ του κοινωνικού όλου), φάνηκε να αλλάζουν την τροχιά των πραγμάτων. Και να ξανακαθιστούν «του συρμού» το κόμμα του Παπανδρέου, του Γεννηματά, του Σημίτη, του Αυγερινού κ.ο.κ.
Απέναντι σε αυτή την ανοδική τάση του όμορου πολιτικού χώρου της, ο οποίος διέγραψε μια μακρά διαδρομή εξυγίανσης – κάποτε, όμως, είχε στους κόλπους του και τον Μένιο και τον Ακη και άλλους ομοειδείς, αλλά, υπογείως, και εκφραστές του δημοσιογραφικού υπόκοσμου… -, η αντίδραση της σήμερα κυβερνώσης παράταξης ακολούθησε δύο φάσεις:
Οσο οι καταγραφόμενες εισροές προς το ΠαΣοΚ/ΚΙΝΑΛ προέρχονταν πρωτίστως έως αποκλειστικά από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο «νέος» παίκτης ήταν εξαιρετικά καλοδεχούμενος από τον Μητσοτάκη (ο οποίος μάλιστα ειρωνευόταν τον Τσίπρα για το άγχος του να διατηρήσει τη δεύτερη θέση στην πολιτική αρένα…). Μόλις όμως οι δημοσκοπήσεις αποκάλυψαν σημαντικές μετακινήσεις προς το ανερχόμενο πολιτικό μόρφωμα και δυνάμει ψηφοφόρων της ΝΔ, το «τροπάριο» άλλαξε: Συντονισμένες, μονόπλευρες, μαζικές και μονοδιάστατες ξεκίνησαν οι επιθέσεις από την κυβερνητική παράταξη – ακόμη και με στοιχεία ηλικιακού ρατσισμού, μια και ούτε η ΝΔ γεννήθηκε με τη χθεσινή βροχή ή μπορεί να προβάλ(λ)ει κάποιου είδους πολιτική παρθενία – προς τον «νεόγερο» πολιτικό φορέα και τους εκφραστές του.
Δυσκολεύομαι να φανταστώ πολιτική στρατηγική πιο μυωπική από αυτήν που εγκαινίασε κατά του συγκεκριμένου κόμματος και κατά τον συγκεκριμένο τρόπο ο σημερινός Πρωθυπουργός: Το ΠαΣοΚ/ΚΙΝΑΛ είναι όμορος πολιτικός χώρος και επομένως προνομιακός εκλογικός αντίπαλος της ΝΔ. Είναι όμως, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, στρατηγικός σύμμαχός της: Είναι η – άλλη – πολιτική δύναμη που δίνει βάθος στο αστικό στρατόπεδο, εφεδρείες στην αστική δημοκρατία και δύναμη/ανθεκτικότητα/ασφάλεια στους θεσμούς της.
Οι εναντίον αυτού του χώρου μετωπικές και κοντόφθαλμες – έως και απρόκλητες, άλλωστε, στον βαθμό που προέρχονται από κόμμα ευελπιστούν να εκφράσει την αστική ηγεμονία στο γκραμσιανό εύρος της – επιθέσεις της ΝΔ δεν οδηγούν σε ανάσχεση, ούτε περιορίζουν τη δυναμική του ρεύματος από το οποίο επωφελείται την παρούσα στιγμή το κόμμα του Ανδρουλάκη (παρά τις ανασφάλειες που εκδηλώνει με τον αποκλεισμό εμπειρότατων και ικανότατων στελεχών της προηγούμενης γενιάς). Περιορίζουν το εύρος του αστικού χώρου, υπονομεύουν τις συμμαχικές εναλλακτικές τις οποίες ίσως χρειαστεί στο μέλλον η ΝΔ και, σε τελική ανάλυση, ίσως και να διευκολύνουν το – όχι πιθανό αλλά όχι και αδύνατο – σενάριο που περιέγραψα σε πρόσφατο άρθρο μου στο «Βήμα«: αυτό της εξώθησης, μετά τις αναλογικές εκλογές, του ΠαΣοΚ/ΚΙΝΑΛ στην αγκαλιά του Τσίπρα, εφόσον κάποιοι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί το καθιστούν εφικτό. Ολα αυτά, δε, εν ονόματι της διατήρησης κάποιων ψήφων, τις οποίες κεντρώοι ψηφοφόροι στο πρόσφατο παρελθόν «δάνεισαν» στον Μητσοτάκη ατομικά (μολονότι, κατά την κοινή λογική, αυτές κάθε άλλο παρά συγκρατούνται με τη συγκεκριμένη στρατηγική…).
Συμπέρασμα; Αν στις σχολές Πολιτικών Επιστημών υπήρχε μάθημα «Πολιτική Ευθυκρισία», ίσως η ΝΔ δεν έπαιρνε πολύ υψηλό βαθμό…
*Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.