Ολοι τον παρεξήγησαν, κανένας δεν τον κατάλαβε. Ούτε καν ένας καλός του φίλος, σαν τον Πρωθυπουργό, δεν έπιασε πόσο λεπτή, σχεδόν διάφανη, ήταν η ειρωνεία του Σπήλιου Λιβανού. Κι έτσι, με την «εποποιία» του δεν γέλασε κανένας εκτός από την παρέα που ψυχαγωγούσε ο δήμαρχος Σπάρτης διηγούμενος τα ανδραγαθήματά του στην πυρόπληκτη Ηλεία ως υφυπουργός της κυβέρνησης Καραμανλή.
Κανένας δεν τον κατάλαβε, κανένας δεν γέλασε. Αλλά και κανένας, ακόμη κι αν ενοχλήθηκε από τον κυνισμό της περιγραφής του Πέτρου Δούκα και το σχόλιο του Λιβανού που ο ίδιος ταξινόμησε μάταια ως ειρωνεία, δεν έπεσε από τα σύννεφα. Ο Δούκας είπε διάφορα μπρούτα που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα: η πιο ακαταλογίστως σπάταλη κυβέρνηση στην ιστορία της Μεταπολίτευσης δεν κέρδισε τις εκλογές του 2007 επειδή μοίρασε λεφτά από σακούλες σε όποιον μιλούσε ελληνικά στην Ηλεία, καμία διαφορά 15 μονάδων δεν ανατράπηκε. Τι είπε όμως που ήδη ξέραμε; Πως η κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε επιδίωξε την εκλογική της επικράτηση με διαφόρων ειδών παροχές.
Και τι θα έλεγε ο είρων της παρέας εάν δεν τον παρέσυρε η ιλαρότητα της στιγμής και ο δικός του σαρκασμός; Πως δεν πρόκειται για νεοδημοκρατική πατέντα αλλά για συνταγή δοκιμασμένη απ’ όλες τις κυβερνήσεις – άλλοτε χωρίς αποτέλεσμα και πότε-πότε με επιτυχία. Εχει σημασία εάν τη μία λέγονται αποζημιώσεις, την άλλη έκτακτη ενίσχυση και την τρίτη μέτρα ανακούφισης; Ή μήπως σόκαρε ποτέ κανέναν ως πηχυαίος τίτλος ο «προεκλογικός μποναμάς»;
Σύμφωνοι, δεν σόκαρε η ουσία αλλά το ύφος. Κανένας δεν έχει ακουστεί να αναπολεί με τον τρόπο του Δούκα. Αλλά μήπως έχει αναπολήσει κανείς με τη σουσουδίστικη αμεσότητα της Τασίας Χριστοδουλοπούλου που «έχει την ιδέα» να στελεχώσει το κράτος με πρασινοφρουρούς βαμμένους ροζ; Ή μήπως έχει αναπολήσει την εξουσία με την απειλή του Παύλου Πολάκη πως η δεύτερη φορά Αριστερά δεν θα είναι σαν την πρώτη; Και, αλήθεια, ποιος από αυτούς και πολλούς ακόμη εκπροσώπους της πολιτικής τάξης δεν θα ήθελε να κρατάει σακούλες με λεφτά και να τα μοιράζει σαν να μην υπάρχει αύριο;
Για ένα κράτος που χρεοκόπησε, το ερώτημα δεν θα μπορούσε να είναι παρά ρητορικό. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Αξίζει επομένως να ξεπεράσει κανείς τον τρόπο – τον κυνισμό του Δούκα, τον σουσουδισμό της Χριστοδουλοπούλου, τις απειλές του Πολάκη – και να σταθεί στην κουλτούρα με την οποία το πολιτικό προσωπικό έχει διαμορφώσει τον αξιακό του κώδικα. Στον χοντρομακιαβελισμό με τον οποίο επιχειρεί να διατηρήσει την ηγεμονία του.
Ναι, δεν πέφτει κανείς από τα σύννεφα – εκτός και αν δεν έχει κουραστεί να ηθικολογεί. Από την άλλη πλευρά, όμως, υποχρεούται να διερωτηθεί για το μέλλον που επιφυλάσσεται σε μια χώρα με τόσο πολλούς χοντρομακιαβελιστές.