Το ΚΙΝΑΛ ανεβαίνει. Το άθροισμα των – δημοσκοπικά εκτιμώμενων – ψήφων του με αυτές του ΣΥΡΙΖΑ υπερβαίνει αυτές της ΝΔ. Επομένως το άθροισμα των προσδοκώμενων εδρών τους στις επερχόμενες «αναλογικές» εκλογές θα υπερέβαινε αυτές τού σήμερα κυβερνώντος κόμματος. Και το Σύνταγμα προβλέπει πως μια κυβέρνηση μπορεί να υπερψηφιστεί και με απόλυτη πλειοψηφία των ΠΑΡΟΝΤΩΝ βουλευτών. Οπότε ποιος μπορεί να προεξοφλήσει τις μετεκλογικές εξελίξεις;

Ειδικά σε περίπτωση που είχαμε ένα σενάριο, πάνω-κάτω, ως εξής: Η ΝΔ 112 βουλευτές, ο ΣΥΡΙΖΑ 70, το ΚΙΝΑΛ 58 και ο Βελόπουλος όχι παραπάνω από 12-15; Με τον Τσίπρα ενδεχομένως να προσφέρει, βάσει της λεγόμενης «αρχής του ρεύματος ή της ανόδου», την πρωθυπουργία μιας συμμαχικής κυβέρνησης στον Ανδρουλάκη; Ενώ ταυτόχρονα θα γίνεται – πιεστική έως εκβιαστική – έκκληση στα κόμματα της Αριστεράς να κάνουν αποχή κατά την ψηφοφορία εμπιστοσύνης, ώστε να μη διευκολύνουν την επάνοδο στους κυβερνητικούς θώκους του κόμματος της «αντίδρασης» (ή, έστω, της κοινωνικής συντήρησης);

Σημειωτέον πως – αν υποτεθεί πως είναι επαρκώς «παίκτης» ή επαρκώς αριβίστας ή επαρκώς αδίστακτος, για να αποδεχθεί μια τέτοια προσφορά, όπου άλλωστε το κόμμα του θα έπαιρνε επιπρόσθετα και τα μισά υπουργεία σχεδόν – ο Ανδρουλάκης μάλλον δεν θα έχει δυσκολία να την κάνει αποδεκτή από την κοινοβουλευτική του ομάδα: Αποκλείοντας τα πρωτοκλασάτα στελέχη της προηγούμενης γενιάς – π.χ. Βενιζέλο, Διαμαντοπούλου, Μανιάτη, Φλωρίδη, Γρηγοράκο κ.λπ. – μάλλον θα την ελέγχει ολοσχερώς. Αφού ο ΓΑΠ πιθανότατα θα είναι απόλυτα ευτυχής με το υπουργείο Εξωτερικών μιας «προοδευτικής» κυβέρνησης και ο Λοβέρδος θα βρίσκεται πολύ μόνος και πολύ αποδυναμωμένος για να αντισταθεί αποτελεσματικά…

Ακόμη, όμως, και εάν ένα τέτοιο εγχείρημα προσκρούσει σε τελική άρνηση του Ανδρουλάκη… Ή αν αποτύχει… Ή αν αποδειχθεί βραχύβιο… Και αν πορευτούμε προς νέα λαϊκή ετυμηγορία με το εκλογικό σύστημα της ΝΔ… Η παραγωγή στη συνέχεια βιώσιμου κυβερνητικού συστήματος δεν είναι δεδομένη…  Αφού, π.χ. με αναντιπροσώπευτη ψήφο αθροιστικά 8%, ενώ με τον προηγούμενο εκλογικό νόμο (Παυλόπουλου) αρκούσε ένα 37,2%, τώρα θα απαιτείται το -ουδόλως δεδομένο – 38% ή 38,1%. Οπότε ήδη κάποιοι άρχισαν να συζητούν για… τρίτες εκλογές!

Ισως, λοιπόν, τώρα φαίνεται η απουσία φαντασίας και προβλεπτικότητας εκ μέρους της κυβερνητικής παράταξης.

Κανείς βέβαια δεν γίνεται συμπαθής με τη φράση «εγώ τα ‘λεγα». Ωστόσο…

Στις αρχές του 2020 το Ινστιτούτο Δημοκρατίας του Πάνου Σταθόπουλου οργάνωσε ημερίδα για το εκλογικό σύστημα. Και λίγο αργότερα το ίδιο ο e_kyklos του Ευάγγελου Βενιζέλου. Μετείχα και στις δύο, στην πρώτη με τον Ηλία Νικολακόπουλο, τον Ανδρέα Δρυμιώτη, τον οργανωτή αυτονόητα, και τον υφυπουργό Αντώνη Λιβάνιο. Στη δεύτερη με τον Βενιζέλο φυσικά, τον Νίκο Αλιβιζάτο, τον Αντύπα Καρίπογλου και τον υπουργό Γιώργο Γεραπετρίτη.

Και στις δύο υποστήριξα το ίδιο πράγμα: Πρώτον, πως αφού οι «παραχωρήσεις αναλογικότητας», σε σχέση με τον νόμο Παυλόπουλου, δεν οδηγούσαν σε υπερψήφιση του νέου εκλογικού νόμου και από – κάποια – αντιπολιτευτικά κόμματα, ώστε να του διασφαλίσουν διευρυμένη πολιτική νομιμοποίηση, ουδείς λόγος υπήρχε να δυσχερανθεί η κυβερνησιμότητα του τόπου. Κυρίως, δε, δεύτερον, πως νόμοι τέτοιας λογικής – με ένα απότομο πλειοψηφικό bonus, που παρά την άμβλυνσή του παραμένει τεράστιο – έχουν ισχυρά μειονεκτήματα: Πρώτον – και το λιγότερο σημαντικό – παράγουν τεράστιες στρεβλώσεις αντιπροσώπευσης σε ολιγοεδρικές περιφέρειες, κυρίως τετραεδρικές και πενταεδρικές. Δεύτερον, προκαλούν φοβερό φανατισμό και ακραία πόλωση, αφού ΜΙΑ ΨΗΦΟΣ διαφορά υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος σημαίνει τεράστια αλλαγή στους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς. (Π.χ. με 40% μπορεί ένα κόμμα να εκλέξει 108 βουλευτές, εφόσον το άλλο μεγάλο πάρει 40,000001%. Με 40,000001% μπορεί να εκλέξει πάνω από 160, εφόσον το δεύτερο πάρει 40%.) Τέλος, δε, μη συνεκτιμώντας τον βαθμό προήγησης του πρώτου κόμματος ως παράγοντος που επηρεάζει την παραγωγή αυτοδυναμίας, στρεβλώνουν ή νοθεύουν, κατά ήκιστα δημοκρατικό τρόπο, τη λαϊκή βούληση: Οταν ο λαός δίνει στο πρώτο κόμμα 39,5% και στο δεύτερο κάτω από 25%, ζητάει μονοκομματική κυβέρνηση του πρώτου κόμματος. (Μάλιστα, με αυτά τα ποσοστά απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία μπορεί να δώσει και ένα τυπικά αναλογικό σύστημα: με ακριβώς τέτοιον συσχετισμό ψήφων η ισπανική αναλογική – αναλογική του υψηλότερου μέσου όρου ή αναλογική d’Hondt, που είναι η πλέον συνήθης – έδωσε το 1989 μονοκομματική πλειοψηφία στο Σοσιαλεργατικό Κόμμα του Φελίπε Γκονζάλεθ.)

Αντιθέτως όταν ο λαός δίνει στο πρώτο κόμμα 40,1% και στο δεύτερο 40%, αξιώνει συγκυβέρνηση: είτε των δύο μεγάλων είτε ενός μικρού κόμματος με το – εκ των μεγάλων – ιδεολογικά συγγενέστερο προς αυτό.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν συνεκτίμησε κανένα από τα στοιχεία αυτά. Και τώρα προστίθενται ανασφάλειες στο πολιτικό μας σύστημα. Μακάρι αυτές να παραμείνουν σενάρια και κινδυνολογίες. Ωστόσο πιστεύω πως…

Ο σημερινός Πρωθυπουργός είναι καλύτερος και κυρίως πιο πραγματοποιός και πιο πραγματιστής από τον πατέρα του. Κατά την εκτίμησή μου, όμως, έχει πάρει δύο ελαττώματα από αυτόν: Την αυτάρκεια. Και, ειδικά σε σχέση με τα εκλογικά συστήματα, την τάση να προβάλλει στις εκλογές τις τάσεις που δημοσκοπικά καταγράφονται κατά τη στιγμή ψήφισης του εκλογικού νόμου.

*Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.