Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε σύντομο αλλά περιεκτικό άρθρο της έθεσε το πλαίσιο των σχέσεων πολιτικής και Ιστορίας της επετείου των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Επιδιώκουμε καλές σχέσεις με την Τουρκία αλλά απαιτούμε σεβασμό στην Ιστορία. Το άρθρο («Καθημερινή» 16.1.22) ήταν απάντηση στην τουρκική πλευρά που δυσανασχέτησε με τις αναφορές της Προέδρου στη γενοκτονία των Ποντίων. Με μια παρέμβασή του ο ιστορικός Γιώργος Μαυροκορδάτος έθεσε στη συζήτηση τις αναφορές στις ελληνικές ευθύνες για όσα διαπράχθηκαν από τον ελληνικό στρατό κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας, τόσο στη Συνθήκη της Λωζάννης, όσο και από τον ίδιο τον Βενιζέλο, σε συζήτησή του με την Πηνελόπη Δέλτα (στην ίδια εφημερίδα 23.1.22).
Στόχος της δικής μου παρέμβασης εδώ είναι να θέσω δυο ζητήματα τα οποία πρέπει να πάρουμε υπόψη μας στη δημόσια συζήτηση για την επέτειο. Το πρώτο αφορά το πλαίσιο κατανόησης των γεγονότων της εποχής και το δεύτερο τη δική μας σχέση με εκείνη την εποχή.
Το πλαίσιο κατανόησης πρέπει να περιλαμβάνει το προσφυγικό ζήτημα όχι μόνο ως προς την Ελλάδα, αλλά και ως προς την Τουρκία. Δεν πρόκειται για την ανταλλαγή πληθυσμών σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης. Αυτή είναι πολύ μικρό μέρος της εικόνας. Καθώς συρρικνωνόταν η Οθωμανική αυτοκρατορία, από τον 19ο αιώνα τουρκικοί ή μουσουλμανικοί ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι κ.λπ. πληθυσμοί, που προέρχονταν από μια μεγάλη γεωγραφική περιοχή που περιλάμβανε την Κριμαία, τη Νότια Ρωσία, τον Καύκασο, τα Βαλκάνια αλλά και την Κρήτη, κατευθύνονταν προς την καρδιά της αυτοκρατορίας και κυρίως προς την Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία. Οι τούρκοι ιστορικοί χρησιμοποιούν και αυτοί τον όρο «γενοκτονία» και υπολογίζουν έως και 6 εκατομμύρια τους νεκρούς, άλλους τόσους τους επιζήσαντες πρόσφυγες συνολικά. Η φυγή αυτή προσέλαβε δραματικές διαστάσεις κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων. Σφαγές, βιασμοί, καταστροφές περιουσιών, επιδημίες, θάνατοι από κακουχίες αποδεκάτισαν τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Ο τουρκικός απολογισμός των βαλκανικών πολέμων είναι 632.000 νεκροί και 812.000 πρόσφυγες. Μετά τους πολέμους η συνύπαρξη μουσουλμάνων προσφύγων, των «μουατζίρηδων», και των χριστιανών κατοίκων δημιούργησε μια εκρηκτική κατάσταση στα εδάφη που είχαν απομείνει στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι γηγενείς χριστιανοί έγιναν ξένοι και οι πρόσφυγες μουσουλμάνοι θεωρούσαν αυτοδικαίως πως βρίσκονταν στην πατρίδα τους. Βία, εκδίκηση και αντίποινα πολλαπλασιάζονταν ανεξέλεγκτα πριν και κατά τη διάρκεια της ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία και κορυφώθηκαν βέβαια με τη δραματική έξοδο των Ελλήνων το 1922. Τον απολογισμό της ελληνικής εκστρατείας η τουρκική πλευρά τον αποτιμά σε 1,2 εκατομμύρια πρόσφυγες και σε 400.000-600.000 νεκρούς. Βέβαια οι υπολογισμοί εκ των πραγμάτων ήταν δύσκολοι και τους έκανε επισφαλείς η προπαγάνδα. Ωστόσο δείχνουν το μέγεθος του τραύματος και της άλλης πλευράς.
Βλέποντας στην Ελλάδα τον μικρασιατικό πόλεμο αποκλειστικά ως ελληνοτουρκικό, χάνουμε τον ορίζοντα ότι πρόκειται για το δραματικό τέλος μιας δεκαετίας πολέμων που άρχισε το 1912 και συνεχίστηκε με τον ευρωπαϊκό πόλεμο. Αλλά ο ευρωπαϊκός πόλεμος δεν έληξε το 1918. Τα πολεμικά μέτωπα απλώνονταν ως το 1922 σε όλη την Ανατολική Ευρώπη, από τον Βορρά έως τον Νότο: Ρωσικός και Φινλανδικός εμφύλιος, πόλεμοι μεταξύ Πολωνίας, Λιθουανίας και Ουκρανίας, μεταξύ Εσθονίας, Λετονίας και ΕΣΣΔ, τέλος στη Δύση, Ιρλανδικός πόλεμος ανεξαρτησίας. Ολοι αυτοί οι πόλεμοι είχαν ως αποτέλεσμα καταστροφές πληθυσμών. Μεγάλα προσφυγικά ρεύματα 13 εκατομμυρίων διέσχισαν την Ευρώπη προς πολλές κατευθύνσεις. Χαμένες πατρίδες δεν έχουν μόνο οι Ελληνες. Χάθηκαν πόλεις και πολιτισμοί. Ο πόλεμος ξανασχεδίασε τον χάρτη της Ευρώπης. Ο καημός της προσφυγιάς δεν ήταν μόνο ελληνικός.
Αλλά το τραύμα δεν επουλώνεται μόνο με τη γνώση. Απαιτεί αναγνώριση και δικαιοσύνη που σήμερα δεν μπορεί πάρα να είναι συμβολική. Και η αναγνώριση απαιτεί αμοιβαιότητα. Χωρίς αναγνώριση της αμοιβαιότητας είναι μάταιες οι επικλήσεις στον σεβασμό της Ιστορίας. Βέβαια σήμερα δεν βρισκόμαστε στην πρώτη γενιά των προσφύγων αλλά στην τρίτη. Η μνήμη δεν είναι η βιωμένη αλλά η μετα-μνήμη εκείνη που διασώθηκε σε οικογένειες, συλλόγους αλλά και διαμορφώθηκε στη δημόσια σφαίρα. Γιατί το τραύμα έγινε πολιτισμικό τραύμα και ενσωματώθηκε στην εθνική συνείδηση.
Καταλαβαίνει κανείς ότι τα δημόσια πρόσωπα δεν μπορούν να μιλήσουν με την ελευθερία των ιστορικών. Ο λόγος τους δεσμεύεται από συμβάσεις εμπεδωμένες, κυρίως στα εθνικά θέματα, και από την ανάγκη να εκφράζει και να προάγει το εθνικό αίσθημα. Αλλά πού βρίσκεται το σημείο ισορροπίας ανάμεσα στην ιστορική επίγνωση, που δεν δικαιολογεί τα εθνικά στερεότυπα, και στην υπευθυνότητα να μην πληγωθεί το δημόσιο αίσθημα;
Δεν υπάρχει συνταγή, αλλά επιλογή. Την προαίρεση για μια υπέρβαση την εξέφρασε ο ίδιος ο Βενιζέλος όταν επιχείρησε την ελληνοτουρκική προσέγγιση το 1930, με ακόμη νωπά τα τραύματα και από τις δύο πλευρές. Δεν θα αφυδατωθεί η επέτειος με την αναγνώριση της αμοιβαιότητας των τραυμάτων και του ολοκληρωτικού χαρακτήρα των πολέμων της εποχής εκείνης.
Το Προσφυγικό ήταν διαμορφωτική δύναμη στον ελληνικό 20ό αιώνα. Ακουμπά όμως, από πολλές πλευρές, και πολιτικές αλλά και ηθικές, το Προσφυγικό της εποχής μας. Αν η επέτειος έχει ένα βαθύ ανθρώπινο νόημα είναι εκείνο του βίαιου ξεριζωμού που εκφράζεται στις Τρωαδίτισσες του Αισχύλου, στην Αινειάδα του Βιργιλίου, στα Ματωμένα Χώματα της Διδώς Σωτηρίου. Η αναγνώριση του τραγικού στοιχείου στην Ιστορία είναι εκείνη που προσδίδει οικουμενική διάσταση σε μια επέτειο.
*Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι ομότιμος καθηγητής νεότερης ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.