Η συζήτηση στη Βουλή, επί της προτάσεως μομφής που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, και η αναμενόμενη, εξ αυτής, επιβεβαίωση της κοινοβουλευτικής ισχύος της κυβέρνησης, προφανώς δεν μπορεί να επικαλύψει τα τραγικά συμπεράσματα από τη διαχείριση της θεομηνίας που έπληξε την Αττική στις αρχές της εβδομάδας. Οταν τον Ιούλιο του 2019, με την ευφορία της νίκης του στις εκλογές, ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσίαζε ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης για τη χώρα, το λεγόμενο «επιτελικό κράτος», αρκετοί ήταν εκείνοι που στάθηκαν με σκεπτικισμό απέναντι στις εξαγγελίες. Ορισμένοι δε σημείωναν τότε ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για μια έμμεση πλην σαφή, θεσμική απόπειρα να μεταρρυθμιστεί το πολίτευμα: από προεδρευομένη δημοκρατία το μετατρέπει σε πρωθυπουργικοκεντρική δημοκρατία. Ολα ξεκινούν από το Μέγαρο Μαξίμου και όλα επιστρέφουν σε αυτό.
Εκείνος εξήγησε έκτοτε αρκετές φορές ότι πρόκειται για μια προσπάθεια να λειτουργήσει καλύτερα το Δημόσιο, το οποίο λόγω των γνωστών γραφειοκρατικών αγκυλώσεων κινείται σε ρυθμούς χελώνας. Και δυνητικά, αποτελεί τροχοπέδη στην προσπάθειά του να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις και να προωθήσει την απαιτούμενη για τη χώρα, ανάπτυξη.
Δυόμισι χρόνια μετά, υποθέτω πως ούτε ο ίδιος επιμένει στους λόγους που πρόβαλλε τότε για τη δημιουργία του λεγόμενου «επιτελικού κράτους». Οχι μόνο γιατί από το καλοκαίρι και μετά, έπειτα από τις καταστροφικές πυρκαγιές δηλαδή, κατέστη συνώνυμο του πιο σύντομου ανεκδότου. Αλλά και γιατί, όσες φορές είδαμε το «επιτελικό κράτος» να παρεμβαίνει ως συλλογικός φορέας σε μια κρίση, το αποτέλεσμα ήταν οικτρό. Με κύρια χαρακτηριστικά την έλλειψη συντονισμού και την αδυναμία να εφαρμόσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την αντιμετώπιση κρίσεων, το «επιτελικό κράτος» αποδείχθηκε ένας ιδιαίτερα φιλόδοξος στόχος. Οπως άλλωστε συμβαίνει συχνά και με τις ασκήσεις επί χάρτου.
Αν πρέπει δε οπωσδήποτε να του αναγνωριστεί κάτι ως «επιτυχία», ήταν ότι κατάφερε να συνωστίζεται στο Μέγαρο Μαξίμου ένα πλήθος συμβούλων με αλληλοσυγκρουόμενες αρμοδιότητες και τις εξ αιτίας αυτών αλληλοϋπονομεύσεις, που έδωσαν και δίνουν, άφθονο υλικό στις παραπολιτικές στήλες των εφημερίδων.
Το χειρότερο όμως είναι ότι σταδιακά το «επιτελικό κράτος» αφέθηκε να υποκαταστήσει την κυβέρνηση. Σύμβουλοι που είχαν προσληφθεί για τη στελέχωσή του, βρέθηκαν ή έστω διεκδίκησαν να ασκούν κυβερνητικό έργο, ακυρώνοντας στην πράξη μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου. Αυτή η αντιδημοκρατική στον πυρήνα της λειτουργία, που έγινε εμφανής κατά τη διαχείριση της πανδημίας, σταδιακά επεκτάθηκε και σε άλλους τομείς του κυβερνητικού έργου, με αποτέλεσμα στην πραγματικότητα να λειτουργούν παράλληλα δύο κυβερνητικά κέντρα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Φυσικά είναι ευθύνη και αρμοδιότητα του πρωθυπουργού, όπως ήταν και κάθε πρωθυπουργού που προηγήθηκε, να επιλέγει τον τρόπο με τον οποίο θα κυβερνηθεί η χώρα. Εκείνος υποχρεούται σε λογοδοσία, εκείνος θα δώσει τις εξηγήσεις που θα του ζητηθούν (και η Βουλή ήταν ένα βήμα), εκείνος θα κριθεί εν τέλει στις κάλπες. Και επειδή κατά βάση είναι εκείνος που πρέπει να εξετάζει κάθε τόσο το μοντέλο διακυβέρνησης που εφαρμόζει ώστε να κάνει τις αναγκαίες προσαρμογές και βελτιώσεις, νομίζω ότι η «επιτελική» τραγωδία με τη θεομηνία «Ελπίς» αποτελεί μια εξαιρετική ευκαιρία για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Δεν είναι καλή ιδέα να επαναπαυθεί στην αποψινή επιβεβαίωση της κοινοβουλευτικής «δεδηλωμένης».
Εκτός πια και αν θέλει να επιβεβαιώσει με τον τρόπο του ότι το «επιτελικό κράτος» δεν είναι ακριβώς αυτό που ορίζει η ονομασία του, αλλά ένας μηχανισμός παρακολούθησης και υποκατάστασης των υπουργών που εκείνος διόρισε…