Μετά την αλλαγή ηγεσίας στο ΠαΣοΚ και τις πρώτες δημοσκοπικές καταγραφές το ζήτημα που όλοι κουβεντιάζουν, το «talk of the town» που λένε και στην Κρήτη, είναι αν έχει αλλάξει το πολιτικό σκηνικό.

Σε αυτό έχω μια απλή απάντηση: να περιμένουμε να δούμε. Διότι υπάρχουν στοιχεία που συνηγορούν και υπέρ της μιας και υπέρ της άλλης άποψης.

Να ξεκινήσουμε από τους συσχετισμούς.

Η πρόσφατη μέτρηση της Metron Analysis έδωσε μια σαφώς πιο σύνθετη εικόνα των πραγμάτων από εκείνη που είχαμε συνηθίσει (Mega, 20/1).

Η πρόθεση ψήφου για τη ΝΔ διαμορφώνεται στο 29,1%, για τον ΣΥΡΙΖΑ στο 19,6% και για το ΚΙΝΑΛ στο 15%.

Η εκτίμηση ψήφου διαμορφώνεται στο 36% για τη ΝΔ, στο 24,2% για τον ΣΥΡΙΖΑ και στο 18,5% για το ΚΙΝΑΛ.

Στην επιλογή πρωθυπουργού ο Μητσοτάκης είναι στο 36%, ο Τσίπρας στο 16% και ο Ανδρουλάκης στο 8%.

Φαινομενικά η γενική εικόνα επαναλαμβάνει το γνωστό μοτίβο: κυριαρχία της ΝΔ και του Μητσοτάκη.

Επαναλαμβάνει επίσης ότι στη δεύτερη θέση βρίσκονται ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά πλέον όχι τόσο καθαρά.

Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν υστερεί καθαρά του Μητσοτάκη και της ΝΔ αλλά βλέπει να μειώνεται σημαντικά και το προβάδισμά του έναντι του τρίτου ΚΙΝΑΛ. Η διαφορά τους περιορίζεται πλέον κάπου μεταξύ 5 και 6 μονάδων.

Δεν είναι ακόμη αλλαγή πολιτικού σκηνικού. Αλλά αρχίζει να μοιάζει.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Για έναν πολύ απλό λόγο: επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει τη μάχη του Κέντρου.

Αφενός επειδή η ΝΔ παραμένει απολύτως κυρίαρχη στον χώρο «Κέντρο-Κεντροδεξιά» με ποσοστά εκλογικής επιρροής από 55% έως 89%.

Αφετέρου επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ υφίσταται πλέον μεγάλο ανταγωνισμό από το ΚΙΝΑΛ στον χώρο «Κέντρο-Κεντροαριστερά».

Μάλιστα σε πρόθεση ψήφου στον χώρο «Κέντρο», το ΚΙΝΑΛ προηγείται με 29,5%, ακολουθεί η ΝΔ με 26% και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μακρινός τρίτος με 10%.

Εχουμε δηλαδή μια ΝΔ να παραμένει πανίσχυρη στον ευρύτερο χώρο του Κέντρου και της Κεντροδεξιάς. Και έναν ΣΥΡΙΖΑ να οπισθοχωρεί περίπου σε «τρίτη δύναμη» στον ευρύτερο χώρο του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς.

Αυτό είναι ένα πραγματικά νέο στοιχείο, το οποίο θα παρακολουθήσουμε αν επιβεβαιώνεται στη διάρκεια.

Προφανώς η εκλογή Ανδρουλάκη και η ενίσχυση του ΚΙΝΑΛ παίζουν τον ρόλο τους. Κυρίως επειδή δημιούργησαν την αίσθηση ενός «νέου προϊόντος», την οποία ούτε η Γεννηματά ούτε ο Παπανδρέου μπορούσαν να δημιουργήσουν.

Η ουσία όμως είναι ότι η στρατηγική του Τσίπρα «να στρίψουμε αριστερά για να πάρουμε το κέντρο» εξελίσσεται σε πανωλεθρία. Εχουν αποχωρήσει από το Κέντρο και φυσικά κανέναν δεν απασχολεί τι θα συμβεί στην Αριστερά.

Συνεπώς το προφανές ερώτημα που προκύπτει είναι οι επιδιώξεις του καθενός σε ένα μεταβαλλόμενο πολιτικό σκηνικό.

Ο Μητσοτάκης αναπτύσσει μια «στρατηγική εξουσίας». Αυτονόητο και γνωστό. Δεν πέφτουμε από τα σύννεφα.

Ο Ανδρουλάκης έχει μια «στρατηγική μεγέθυνσης». Λογικό και αναμενόμενο. Θέλει να μεγαλώσει για να μετράει.

Η στρατηγική του Τσίπρα είναι λιγότερο σαφής. Αλλά και περισσότερο προφανής. Θέλει να επιβιώσει από μια ενδεχόμενη διπλή ήττα. Είναι μια «στρατηγική επιβίωσης».

Απλώς δεν είναι καθόλου προφανές με ποιον τρόπο θα το επιδιώξει, ούτε με ποιες πιθανότητες επιτυχίας.

Δόκτωρ

Αν πιστέψω τον Γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ «δεν ευθύνεται η πανδημία για τα κρούσματα, κάποιος τη διαχειρίζεται την πανδημία».
Υποθέτω ότι εννοεί την κυβέρνηση. Και γι’ αυτό συμπληρώνει ότι «δεν υπάρχει τίποτα πιο εγκληματικό από τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη» (17/1).
Ομολογώ ότι δεν γνωρίζω τις ιατρικές γνώσεις του Τζανακόπουλου αλλά αναγνωρίζω την πρωτοτυπία τους.
Με τη λογική του Γραμματέα δεν ευθύνονται οι καρδιοπάθειες που παθαίνουν έμφραγμα οι άνθρωποι αλλά οι καρδιολόγοι. Και φυσικά η κυβέρνηση που έχουν ψηφίσει οι καρδιοπαθείς.
Απλώς έχω μια απορία. Αν μας προκύψει κανένα κακό, πού να πάμε; Στον «Ευαγγελισμό» ή στο Μέγαρο Μαξίμου;

Εφτιαξαν μια επιτροπή!

Υποψιάζομαι ότι η συζήτηση που έχει ανοίξει για τη βία στα Πανεπιστήμια αφορά λιγότερο τα Πανεπιστήμια ή τη βία και περισσότερο εκείνους που μετέχουν στη συζήτηση.
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του πρώην υπουργού Παιδείας (επί ΣΥΡΙΖΑ) Κ. Γαβρόγλου.
Κατ’ αρχάς ο άνθρωπος διαπιστώνει όπως όλοι μας ότι υπάρχει πρόβλημα. Μιλάει για «απαράδεκτη παραβατικότητα», «παραβατικές συμπεριφορές», «απαράδεκτη πράξη εναντίον του Πρύτανη του ΟΠΑ», «απαράδεκτα, περίεργα και ύποπτα γεγονότα στο ΟΠΑ» κ.λπ.
Συμφωνούμε, λοιπόν.
Και τι έκανε όταν ήταν υπουργός για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα που ο ίδιος αναγνωρίζει; Εφτιαξε μια… επιτροπή!
Με πρόεδρο τον Ν. Παρασκευόπουλο του γνωστού «νόμου Παρασκευόπουλου».
Τι έκανε η επιτροπή; «Κατέληξε ομόφωνα» ότι «το πρόβλημα της παραβατικότητας είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο πρόβλημα» – έλα ρε…
Και «για την αντιμετώπιση του οποίου απαιτείται (…) η θεσμοθέτηση διαδικασιών για τον εντοπισμό των αιτίων της παραβατικότητας» («Τα Νέα», 18/1)!
Με άλλα λόγια, τα «απαράδεκτα» θα παραμείνουν «απαράδεκτα» όσο θα θεσμοθετούμε διαδικασίες να εντοπίσουμε γιατί είναι «απαράδεκτα». Είναι ένας φλύαρος «αριστερός» τρόπος να μην κάνεις τίποτα.
Πολύ φοβούμαι όμως πως το πράγμα είναι ακόμη χειρότερο από τη φλυαρία. Και ότι στο μυαλό τους η παραβατικότητα και η βία στα Πανεπιστήμια είναι περίπου μια «σύνθετη» φυσική κατάσταση για την οποία θεωρούν ότι κανείς δεν μπορεί, ούτε χρειάζεται να κάνει κάτι ιδιαίτερο.
Δεν εξηγείται διαφορετικά πώς οι καταλήψεις, οι αλητείες, οι εκφοβισμοί, οι τραμπουκισμοί, ακόμη και οι χειροδικίες στα Πανεπιστήμια γίνονται ανεκτά χρόνια τώρα στο όνομα κάποιας «σύνθετης κατάστασης».
Δεν γίνεται όμως να ανακηρύσσουμε «κανονικότητα» το έκτρωμα. Ούτε υπάρχει διαβάθμιση του εκτρώματος.
Γι’ αυτό θεωρώ ότι τελικά μιλάμε λιγότερο για τα Πανεπιστήμια και περισσότερο για την ίδια την κοινωνία. Διότι αν θεωρούμε θεμιτό το εκπαιδευτικό σύστημα να εκτρέφει αργόσχολους και ρέμπελους τενεκέδες, τότε με αργόσχολους και ρέμπελους τενεκέδες θα καταλήξουμε να ζούμε.
Ενδεχομένως δεν θα είναι πια παιδιά. Αλλά θα παραμένουν τενεκέδες.