Οι δημοσιογράφοι γράφουν. Κυρίως ειδήσεις. Οι δημοσιογράφοι αναζητούν ειδήσεις για να τις επικοινωνήσουν σε αυτούς που τους διαβάζουν, τους ακούν ή τους βλέπουν. Οι ειδήσεις δεν περπατούν στον δρόμο, δεν κολυμπούν, δεν ίπτανται. Τις ειδήσεις κάποιος τις γνωρίζει, και είναι στο έργο του δημοσιογράφου να τον εντοπίσει αυτόν τον κάποιον, να του τις εκμαιεύσει αυτές τις ειδήσεις, και εν συνεχεία να τις μεταφέρει σε εκείνους που τον διαβάζουν, τον ακούν ή τον βλέπουν. Το κοινό του. Αυτή η λειτουργία δεν μπορεί να έχει κανέναν επιθετικό προσδιορισμό. Οταν κάνεις δημοσιογραφία, αυτή δεν μπορεί να ονομάζεται ούτε ερευνητική ούτε διεμβολιστική ούτε κατατονική. Είναι μία και μοναδική, και διαχωρίζεται απολύτως από το μεταφέρω αυτολεξεί ό,τι μου πλασάρουν, ό,τι πέφτει στον δρόμο μου.
Αυτή η δεύτερη δεν είναι δημοσιογραφία. Είναι μεταφορά δεδομένων. Πραγματικών ή πλαστών. Πρωτογενών ή επίκτητων. Αληθινών ή κατασκευασμένων.
Η δημοσιογραφία δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι στρατευμένη, να νοθεύει την είδηση. Να την ερμηνεύει, μάλιστα. Να την αναλύει, βεβαίως. Να την κρίνει, ενδεχομένως. Ακόμα και να τη διαστέλλει. Αλλά το κύριο έργο της είναι να την ανακαλύπτει και να τη δημοσιεύει.
Απαγορεύεται να τη νοθεύει, όπως απαγορεύεται – διά ροπάλου! – να τη θέτει προς εξυπηρέτηση αλλότριων της δημοσιοποίησης σκοπών. Πολύ περισσότερο οφείλει να την «προστατεύει» ώστε να μη μετατρέπεται σε υποκείμενο πολιτικών ή οικονομικών-επιχειρηματικών επιδιώξεων.
Η δημοσιογραφία οφείλει δηλαδή να υπηρετεί τη δημοσιότητα που είναι η ψυχή της Δημοκρατίας. Οτιδήποτε διαφορετικό από όλα τα προηγούμενα, αναφορικά με τον ρόλο της, δεν είναι δημοσιογραφία. Είναι εξυπηρέτηση, είναι εκμίσθωση υπηρεσιών, είναι αλλοτρίωση.
Υπ’ αυτή την έννοια, το κρινόμενο στην υπόθεση της κλήσης σε απολογία δημοσιογράφων αναφορικά με τη σκευωρία σε βάρος δέκα πολιτικών προσωπικοτήτων της αντιπολίτευσης για το υπαρκτό σκάνδαλο της Novartis δεν είναι αν λειτούργησαν δημοσιογραφικά, αλλά αν μετείχαν της σκευωρίας. Αν δηλαδή χρησιμοποιήθηκαν ως (ή δέχθηκαν να γίνουν τα) «εργαλεία» για να πειστεί η ελληνική κοινωνία ότι η περιώνυμη σκευωρία «είναι το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως του ελληνικού κράτους».
Αυτό τώρα σηκώνει μεγάλη συζήτηση. Πολύ μεγάλη. Που δεν μπορεί να γίνει σήμερα γιατί το σύννεφο σκόνης που έχει σηκωθεί δεν το επιτρέπει. Επίσης το έχει επικαλύψει ένα δεύτερο, πυκνότερο, σύννεφο, αυτό που αφορά την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Δεν είναι η πρώτη φορά που σηκώνεται άλλωστε. Χρόνια τώρα, καθετί που ενοχλεί τη μία ή την άλλη πλευρά από μια πρωτοβουλία της Δικαιοσύνης, «ερμηνεύεται» ως κυβερνητική παρέμβαση. Η διάκριση των εξουσιών έχει πάει περίπατο εδώ και δεκαετίες, και, το χειρότερο, ουδείς αποπειράται να σηκώσει ένα τείχος προστασίας της. Η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη, αρκεί να μην ενοχλεί. Τους μεν ή τους δε.
Επανέρχομαι: στο θέμα της κλήσης των δημοσιογράφων στην ανακρίτρια που διερευνά την πολιτική σκευωρία σε βάρος δέκα προσωπικοτήτων της αντιπολίτευσης, υπάρχει ένας βασικός κατηγορούμενος που ονομάζεται Δ. Παπαγγελόπουλος. Ελέγχεται αν ως καθοδηγητής ενός παραδικαστικού κυκλώματος έστησε όλο αυτό το σκηνικό (το προς όφελος ποίου, δυστυχώς, έμεινε εκτός διερεύνησης…). Επ’ αυτού, θα κριθούν όλα. Και το επιμέρους – αν το «έργο» του το συνέτρεξαν και άλλα πρόσωπα. Με όποια ιδιότητα. Δημοσιογραφική ή άλλη. Αυτή είναι η ουσιαστική βάση της υπόθεσης. Τα υπόλοιπα είναι η σκόνη που σηκώνουν όσοι έχουν λόγους να μη διερευνηθεί το πώς ένα πραγματικό σκάνδαλο, αυτό της Novartis, χρησιμοποιήθηκε για να τεθεί σε ομηρεία η (τότε) αντιπολίτευση, αξιωματική και ελάσσων, προκειμένου να διαιωνιστεί η παραμονή στην εξουσία της συγκυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου…