Από την δεκαετία του ’90, ο ενθουσιασμός για την πολιτική, είχε αρχίσει να υποχωρεί. Ο κομματικός ανταγωνισμός, ενσωμάτωσε έντονα προσωπικά στοιχεία και η αίσθηση του κοινού καθήκοντος είχε χαθεί. Η πολιτική, έχοντας λύσει τα βασικά ζητήματα της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, του κοινωνικού κράτους και του βασικού προσανατολισμού της χώρας, έμοιαζε να έχει ολοκληρώσει την αποστολή της. Η πολιτική βέβαια, δεν έπαψε να βάζει στόχους, όμως όλο και περισσότερο έμοιαζαν να ενδιαφέρουν μόνο τις ελίτ της χώρας και τα δικά τους συμφέροντα. Τα κυρίαρχα κόμματα και οι πολιτικές ηγεσίες απέκτησαν ένα διαχειριστικό χαρακτήρα, ενώ η αριστερά, στο κατώφλι της μεταβατικής δεκαετίας του ’90, αποφάσισε να βγει από την βολική της απομόνωση, όμως γρήγορα κατάλαβε ότι, χρησιμοποιήθηκε από την ιστορική αντίπαλη παράταξη και, το όνειρο να αποκτήσει πρωταγωνιστικό ρόλο και πάλι χάθηκε, με οδυνηρά αποτελέσματα για την ίδια.
Η χώρα προχωρούσε, πετύχαινε σημαντικούς στόχους, όπως η ένταξη στην ΟΝΕ, η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, οι μεγάλες αναπτυξιακές υποδομές, οι Ολυμπιακοί Αγώνες, όμως οι παθογένειες του πολιτικού κόσμου, του παραγωγικού μοντέλου, των ασθενών και διαβρωμένων μηχανισμών ελέγχου, η ένταση των ανισοτήτων και η έκρηξη των δημοσιονομικών ανισορροπιών, έφεραν την μεγάλη και πολύπλευρη κρίση του 2008, που οδήγησε την χώρα, ανοχύρωτη και αδύναμη να αντιμετωπίσει την διεθνή χρηματοοικονομική κρίση που ξεκίνησε το Φθινόπωρο του 2007, στην Μέκκα του καπιταλισμού και της κερδοσκοπίας, του λαίμαργου και ανεύθυνου χρηματοπιστωτικού συστήματος των ΗΠΑ, και μέρους των χωρών της ΕΕ. Η κρίση έκανε τον κόσμο πιο δύσπιστο, πιο θυμωμένο, απέναντι στην πολιτική, στους φορείς της πολιτικής και κοινωνικής αντιπροσώπευσης και, στους κοινούς στόχους, τον έκανε να πιστέψει ότι, το παιχνίδι είναι στημένο.
Το αδιέξοδο φαινόταν απόλυτο, σαν να μην υπάρχει άλλη απάντηση, όπως η μεταξύ των κομμάτων και των κοινωνικών τάξεων ελάχιστη εμπιστοσύνη και συνεννόηση και, η εμπιστοσύνη όλων, στην πολιτική. Όμως είχε χαθεί και κάθε διάκριση μεταξύ συντηρητικών και προοδευτικών πολιτικών, αφού πλέον όλα τα κόμματα, ανεξάρτητα τι έλεγαν πριν τις εκλογές, εφάρμοζαν την ίδια πολιτική, που μόνο ακραίες φιλελεύθερες κυβερνήσεις ίσως να εφάρμοζαν, κάτω από άλλες συνθήκες.
Και τώρα, μετά από δεκατρία περίπου χρόνια κρίσεων, η χώρα και οι άνθρωποι, δεν φαίνεται να μπορούν να ερμηνεύσουν τι έχει συμβεί και τι έφταιξε. Τα μόνα στοιχεία που είναι ορατά στην συμπεριφορά των πολιτών, είναι ο φόβος της υγειονομικής κρίσης, η παραίτηση από κάθε διατύπωση συλλογικών στόχων και η αναζήτηση ατομικών λύσεων.
Σήμερα, οι αδύναμοι οικονομικά είναι πιο αδύναμοι, οι φτωχοί φτωχότεροι, οι νέοι πιο απογοητευμένοι. Η μεσαία τάξη, παραγωγικά και εισοδηματικά συρρικνωμένη στο μεγαλύτερο μέρος της, βλέπει το όνειρο της κοινωνικής και οικονομικής ανόδου θολό. Από την άλλη, οι πολλοί ισχυροί οικονομικά έχουν γίνει πιο ισχυροί, απέκτησαν και συνοδοιπόρους, αυτούς που ήταν έτοιμοι και αξιοποίησαν την κρίση και αυτούς που δημιουργήθηκαν από την κρίση, ειδικά την υγειονομική, με αδιαφανείς πολλές φορές μεθόδους.
Σε αυτές τις συνθήκες, η αντιπαράθεση μεταξύ των Συντηρητικών και των Προοδευτικών είναι αδιαμόρφωτη και δίνεται σε δευτερογενή πεδία. Στο γενικό πεδίο σε επίπεδο πολιτικής επικοινωνίας κρίνεται, από το ποια ομάδα ήταν πιο πιθανό να θεωρεί, η ζορισμένη μεσαία τάξη, υπεύθυνη για την στασιμότητά της, τους πλούσιους και ισχυρούς ή τους φτωχούς και τους μετανάστες και εκεί το παιχνίδι είναι στημένο. Έχει υποχωρήσει ο Ευρωατλαντικός πυλώνας Ασφάλειας, επανερχόμαστε στις διμερείς αμυντικές συμφωνίες, όπως με Γαλλία και ΗΠΑ. Οι εξελίξεις, θυμίζουν την περίοδο πριν τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, τότε που δεν υπήρχαν συλλογικά συστήματα ασφάλειας. Τα γεωπολιτικά δεδομένα αλλάζουν, η γειτονιά μας αλλάζει, πρέπει και εμείς να προσαρμοστούμε. Είναι όμως η απόλυτη ταύτιση με τα γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ και της Γαλλίας, η σωστή προσαρμογή και, πόσο συμβατές είναι αυτές οι επιλογές; Η ευρύτερη περιοχή μας, φαίνεται να είναι, το ένα από τα δύο μέτωπα του νέου Ψυχρού πολέμου, το άλλο χτίζεται στον Ειρηνικό και τον Ινδικό Ωκεανό. Το ένα απέναντι στην Ρωσία, το άλλο απέναντι στην Κίνα. Το υπόβαθρό τους είναι οικονομικό, έχει να κάνει και με τις νέες ζώνες επιρροής, σε ένα πολυπολικό κόσμο, με νέο πρωταγωνιστή την Κίνα. Ασφαλώς και δεν είναι μια αντιπαράθεση μεταξύ του φιλελεύθερου καπιταλισμού και του δεσποτικού κομμουνιστικού μπλοκ, δεν έχει άμεσα δηλαδή ιδεολογικό υπόβαθρο. Έχει όμως πολιτικό και οικονομικό: Συγκρούεται ο φιλελεύθερος καπιταλισμός με τον κρατικό-πολιτικό καπιταλισμό της Κίνας. Δυστυχώς, οι ανισότητες που δημιούργησε στις δυτικές χώρες ο φιλελεύθερος καπιταλισμός, έχουν υποσκάψει την αξιοπιστία της φιλελεύθερης δημοκρατίας και το Κινεζικό μοντέλο έχει γίνει ελκυστικό, ακόμη και μέσα στις χώρες της Δύσης.
Πως θα λυθεί αυτή η αντιπαράθεση, ποια η θέση της ΕΕ και της χώρας μας; Καμία συζήτηση στην χώρα μας, εδώ μας απασχολούν οι αντιπαραθέσεις των κομμάτων για ήσσονος σημασίας θέματα. Βέβαια την βασική ευθύνη την έχει η κυβέρνηση και, έχει πολλούς λόγους, που δεν θέλει να ασχολείται ο κόσμος με τα προβλήματα, αυτά που καθορίζουν την ζωή του. Η Γαλλική προεδρία που ξεκίνησε, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο Μακρόν ανακοίνωσε μια πολύ φιλόδοξη ατζέντα, την χρειάζεται η Γαλλία και ο ίδιος αφού στο μέσο της Προεδρίας της ΕΕ, θα διεξαχθούν οι Προεδρικές εκλογές. Η ατζέντα όμως της Γαλλικής Προεδρίας μας αφορά ιδιαίτερα ως χώρα, ως οικονομία και ως κοινωνία, γιατί έχει βασικούς άξονες: 1) Ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα 2) Ρύθμιση της λειτουργείας των ψηφιακών πλατφορμών 3) Φόρος άνθρακα στα σύνορα της ΕΕ.
4) Συζήτηση για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας. 5) Κοινή εξωτερική πολιτική και, πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας. Στρατηγική αυτονομία της ΕΕ, από ΗΠΑ. Στην Ελλάδα δεν έχουν συζητηθεί αυτά τα θέματα, ποιες είναι οι θέσεις της κυβέρνησης, των κομμάτων, των κοινωνικών τάξεων;
Δυστυχώς δεν τις ξέρουμε, ξέρουμε όμως πολλές από τις ιδιοτροπίες του σημερινού, ανανεωμένου από την κρίση, πολιτικού προσωπικού.