Ενα γνωστό ανέκδοτο στην τέως ΕΣΣΔ, όπου σε κάθε φάση ξαναγραφόταν η ιστορία της, ήταν πως δυσκολότερο είναι να προβλέψει κανείς το παρελθόν παρά το μέλλον. Οξύμωρο μεν, ακριβές δε. Κάθε παρόν εμπεριέχει ρητά ή άδηλα μια προβολή στο μέλλον, η οποία συμπεριλαμβάνει και το παρελθόν, δηλαδή τη διαχρονική πορεία. Οταν κυριαρχεί η αισιοδοξία, θεωρούμε πως βαδίζουμε από επιτυχία σε επιτυχία. Οταν κυριαρχεί η απαισιοδοξία, ψάχνουμε τις αιτίες της απόκλισης από τον κανόνα, τον εκτροχιασμό της ιστορίας μας βαθιά στο παρελθόν. Δεν θα μπορούσε να εικονογραφηθεί καλύτερα αυτή η διαπίστωση από τις μεταβολές στις εκδοχές για την ελληνική ιστορία τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια.
Στη δεκαετία του ’90 κυριαρχούσε το σχήμα «υστέρησης» της Ελλάδας. Η Ελλάδα υστερούσε απέναντι στην Ευρώπη, το μέλλον της ήταν να την προλάβει, να ανεβεί στο τρένο, έστω τελευταία στιγμή, στο τελευταίο βαγόνι. Μετά την είσοδο στο ευρώ και την ευφορία των Ολυμπιακών Αγώνων («επιτέλους τα καταφέραμε») η επιτυχία έγινε αναδρομική. Τότε πρωτοεμφανίστηκε η διάσημη φράση «ξεκινήσαμε από οθωμανική επαρχία και φτάσαμε στη λέσχη των ισχυρών κρατών της Ευρώπης». Ηρθαν όμως τα χρόνια της κρίσης, όπου η Ελλάδα τοποθετούνταν στα PIGS της Ευρώπης, και ο οριενταλιστικός λόγος για τους «τεμπέληδες και γλεντζέδες Ελληνες» εσωτερικεύτηκε σε διαρκή αυτομαστίγωση. Η Ελλάδα ονομάστηκε ακόμη και «τελευταία σοβιετική δημοκρατία»! Το ιστοριογραφικό της ισοδύναμο ήταν η «ελλιπής νεωτερικότητα». Η ελληνική ιστορία μετατράπηκε σε μια ιστορία απουσιών, ελλείψεων και αποτυχιών.
Το καλοκαίρι του 2019 η πολιτική μεταβολή κήρυξε την ανασυγκρότηση του ελληνικού αστισμού και το προ κρίσης αφήγημα επιτυχίας της Ελλάδας επανήλθε. Εκτοτε, με διάφορες παραλλαγές, το βασικό μοτίβο επαναλαμβάνεται σε όλους τους τόνους και σε όλες τις παραλλαγές, σε άρθρα, βιβλία και συνεντεύξεις, ως πρώτο άρθρο του συμβόλου της πίστεως. Εμπλουτίζεται και με άλλες συμβολές, όπως ότι η Ελλάδα διάλεγε πάντοτε τη «σωστή πλευρά της ιστορίας», τη διάκριση των φωτεινών και των σκοτεινών περιόδων της ελληνικής ιστορίας, ακόμη και με την ιδέα ότι η Ελλάδα πρωτοπορεί σε μια σειρά θεσμών της νεωτερικότητας, από τη δημιουργία του πρώτου εθνικού κράτους στην Ευρώπη και στον κόσμο, της πρώτης επιχείρησης ανταλλαγής πληθυσμών, της πρώτης σύγκρουσης του Ψυχρού Πολέμου, του μεταπολεμικού οικονομικού θαύματος κ.λπ. Το success story ταιριάζει με το rebranding, reimagining και reintroducing Greece και βεβαίως με το αναγκαστικά αισιόδοξο illustration πνεύμα της επετείου. Μπορεί να βρισκόμαστε μπρος σε διαδοχικές ή αλληλοεπικαλυπτόμενες κρίσεις, αλλά έχουμε πράγματι ανάγκη από μια εσωτερική ανάταση. Δεν έχει σημασία ούτε αν ανταποκρίνεται στο παρόν ούτε πολύ περισσότερο στο παρελθόν.
Εχει σημασία επομένως η κριτική του (κατά πως φαίνεται) βασικού αφηγήματος των 200 χρόνων; Ενδεχομένως ναι, τόσο ως προς τα σημεία όσο και ως προς τη φιλοσοφία του.
Οι απαρχές του νεοελληνικού κράτους δεν βρίσκονται σε μια καθυστερημένη οθωμανική επαρχία. Γνωρίζουμε πλέον τώρα, χάρη σε πολυάριθμες και καλές ιστορικές μελέτες, πολύ περισσότερα για την ισχυρή θέση των Ελλήνων, ακόμη κι αν δεν είχαν συνειδητοποιήσει τον εαυτό τους ως πολιτικό έθνος, στην οθωμανική διοίκηση, στην εμπορική Διασπορά και στη θάλασσα. Τα Ιόνια Νησιά, ας μην ξεχνάμε, κοιτίδα κι αυτά της σύγχρονης Ελλάδας, δεν ήταν οθωμανική επαρχία. Οι μορφωμένοι Ελληνες, δίγλωσσοι ή τρίγλωσσοι, σταδιοδρομούσαν σε τρεις επικράτειες που περιλάμβαναν επίσης τη βενετική και τη ρωσική. Τέλος, δεν μπορεί να υποτιμηθεί ότι ήταν τιτλούχοι μιας μεγάλης κληρονομιάς, της κλασικής. Είναι παραπλανητικό λοιπόν να θεωρούμε ότι το ελληνικό κράτος ξεκίνησε από το οθωμανικό περιθώριο. Επαναλαμβάνει την παλιά ιδέα ότι η Ελλάδα ανασηκώθηκε από τα ράκη της δουλείας. Εξάλλου, και οι ίδιοι οι Ελληνες του προπερασμένου αιώνα είχαν μια ιδέα για τον εαυτό τους ως του μεγάλου έθνους της Ανατολής, κατ’ αντιστοιχία εκείνων της Δύσης. Μεγαλύτερη ενδεχομένως από ό,τι τους αντιστοιχούσε, αλλά κάθε άλλο πάρα περιθωριακή στο οθωμανικό πλαίσιο.
Η αντίληψη αυτή της μοναχικής πορείας του έθνους είναι πρόβλημα, γιατί επαναφέρει ανανεωμένο το ρομαντικό αφήγημα του αλύτρωτου έθνους που παλεύει συνεχώς για την ελευθερία του και κάποτε το κατορθώνει. Πρόκειται για έναν εθνικό ιντιβιντουαλισμό που σχηματοποιεί τις ιστορικές αντιλήψεις μας. Αν κάτι εφέτος φάνηκε πως κατακτήθηκε, είναι η ένταξη της Ελληνικής Επανάστασης στον αιώνα των επαναστάσεων. Στην επέτειο των 150 χρόνων αμφισβητούνταν ακόμη και η επιρροή της Γαλλικής Επανάστασης. Στα 200 χρόνια, όχι πλέον. Αλλά δεν αρκεί αυτή η ένταξη. Οι σύγχρονες μελέτες δείχνουν πειστικά ότι η Ελληνική Επανάσταση, οι δυνάμεις που τη διεξήγαγαν και οι διαδικασίες που μετήλθε, οι ιδέες της, ο εσωτερικοί πρωταγωνιστές ήταν μέρος συνεχών ανατροπών και αλυσιδωτών αντιδράσεων από την Πορτογαλία έως τις ανατολικές εσχατιές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην εποχή μετά τους ναπολεόντειους πολέμους.
Γιατί μας ενδιαφέρει αυτή η οπτική του συνεχούς της ελληνικής ιστορίας, της αντιμετώπισής της ως μέρους των ευρύτερων μεταβολών; Διότι μας επιτρέπει να διακρίνουμε και να σταθμίσουμε το σχετικό βάρος όλων των παραγόντων που συνιστούν την ιστορική εξέλιξη. Ακόμη και εκείνων που φαίνονται εξαναγκαστικοί, όπως ο γεωγραφικός. Η ιστορία των 200 χρόνων έδειξε πως η γεωγραφική θέση της χώρας είναι και αυτή σχετική, με την έννοια ότι σε άλλες εποχές βαραίνει περισσότερο και σε άλλες λιγότερο. Στον μακρό Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο 1912-1922 δεν μπορείς να δεις την Ελλάδα χωρίς το πλαίσιο από τον Δούναβη έως τον Ευφράτη. Στον Ψυχρό Πόλεμο το αμερικανικό γραφείο που διευθύνει τις ελληνικές υποθέσεις είναι εκείνο που διαχειρίζεται το λεγόμενο «βόρειο σύνορο» (Ελλάδα – Τουρκία – Ιράν). Στη Μεταπολίτευση και στην ευρωπαϊκή ένταξη είναι το νοτιοευρωπαϊκό πλαίσιο που δίνει τον τόνο τόσο ως προς τον εκδημοκρατισμό όσο και ως προς την οικονομία, από την εποχή των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων έως την πρόσφατη κρίση. Παρατηρούμε όμως ότι από τη διαδικασία ενοποίησης της ευρωπαϊκής ηπείρου δεν έμειναν εκτός οι ανατολικές βαλκανικές επαρχίες της παλιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ η ίδια η Τουρκία, παρά τη σημερινή κρίση, ανήκει στο G20, παρακάθεται δηλαδή με τους μεγάλους του κόσμου. Και αν κάτι χαρακτηρίζει την Ελλάδα αυτή τη στιγμή, δεν είναι η αναχώρηση αλλά η επιστροφή στη γειτονιά της. Σε μια σειρά από ευρωπαϊκούς στατιστικούς δείκτες, Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία ακολουθούν τελευταίες.
Αισιοδοξία ή απαισιοδοξία λοιπόν; Μοιραζόμαστε τη μοίρα του κόσμου, αναπνέουμε μαζί του, και αυτό το βλέπουμε και στην πανδημία, και στο Προσφυγικό, και βεβαίως στην κλιματική αλλαγή και στην οικονομία. Ο κόσμος αλλάζει, με ελπίδες και κινδύνους, σκοπός μας πρέπει να είναι να κάνουμε την κοινωνία μας πιο ανθρώπινη, πιο δημοκρατική. Ιστορίες εθνικής επιτυχίας, πέραν ότι ηχούν παράξενα εκτός Ελλάδας, επιβάλλουν μια οπτική της κοινωνίας εκ των άνω.
*Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι ομότιμος καθηγητής νεότερης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.