Xάνει κανείς το μέτρημα των όσων συντελέστηκαν μέσα στον χρόνο με αφορμή, γύρω ή για την Επανάσταση του 1821 και την εμπειρία των 200 χρόνων. Βιβλία, τόμοι, άρθρα, αφιερώματα σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα συγκεφαλαίωσαν υποθέσεις και, σπανιότερα, δοκίμασαν νέες προσεγγίσεις.
Για όσους δεν είμαστε ιστορικοί, και μάλιστα ειδικοί στην ελληνική ιστορία των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα, το νόημα του εορτασμού έκλινε προς μια κριτική και απολογιστική εξέταση των 200 χρόνων πολιτικής ύπαρξης. Νιώθουμε όμως τις ανελέητες πιέσεις του παρόντος, τα βίαια κύματα της πανδημίας, τα επεισόδια μιας παγκόσμιας αποσταθεροποίησης αναζητώντας τα νήματα που ενώνουν το «τότε» με το «τώρα», τις ιδρυτικές και επιφανείς στιγμές της εθνικής μας ιστορίας με τα σημερινά κυοφορούμενα. Η σύνδεση είναι επισφαλής αλλά αναπόφευκτη.
Η Ελληνική Επανάσταση έδωσε αυτόνομη ύπαρξη σε ένα έθνος που έπρεπε να συγκροτηθεί και να γίνει ο κοινωνικός σχηματισμός ενός νέου ελληνικού κόσμου. Οι δύο αιώνες που παρήλθαν έδειξαν δυνατότητες και όρια, προωθητικά άλματα και ηχηρές αδράνειες, σκοτεινούς τυχοδιωκτισμούς και στιγμές πραγματικής ανάτασης. Πολύς λόγος έγινε για τους εμφυλίους και τις μεγάλες διαιρέσεις της ελληνικής ζωής. Ή για την εύθραυστη όμως, σε έναν βαθμό, πρωτοποριακή θεσμική ιστορία του εγχώριου κοινοβουλευτισμού. Για το πώς, εντέλει, πραγματοποιήθηκε η συνάντηση, η αφομοίωση και η τραυματική ενσωμάτωση «αλλότριων» πολιτισμικών και πολιτικών τρόπων.
Νομίζω ότι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ο αναστοχασμός των 200 χρόνων λειτουργεί σαν έμμεση ή ευθεία συνομιλία με τα σημερινά δημόσια προβλήματα. Ακόμα και αν μιλούσαμε για μακρινά φαινόμενα και πρόσωπα, το παρόν μάς εγκαλούσε κάθε στιγμή. Οι δημόσιες αγωνίες με τις οποίες παλεύουμε δεν επιτρέπουν στις συζητήσεις μας για το παρελθόν να είναι απλώς κουβέντες για τα «περασμένα». Τώρα, ας πούμε, λέγεται πως «επιστρέφει» το κράτος, και μάλιστα, με αφορμή τις αδυναμίες και τις σκανδαλώδεις ανισότητες που είχε ο διεθνής συντονισμός για την αντιμετώπιση της υγειονομικής και κλιματικής κρίσης, έχει ανάψει η συζήτηση για τις δυνατότητες των εθνικών κρατών σε έναν κόσμο εναλλασσόμενων παγκόσμιων κρίσεων. Το τι είναι και τι μπορεί να κάνει ένα μικρό κράτος σε ένα περιβάλλον που κυριαρχείται από ασταθείς βλέψεις και γεωπολιτικές αναδιατάξεις, αυτό το είδαμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα μετά τη νίκη της Επανάστασης και στις απαρχές συγκρότησης του κράτους μας. Στην εποχή των 5G δικτύων, της τεχνητής νοημοσύνης και των νέων μορφών ρευστού καπιταλισμού, θα πίστευε κανείς πως ένα ερώτημα για το εθνικό κράτος θα ήταν αμιγώς ιστορικό και «αρχαιολογικό». Παρατηρούμε όμως πως τα εθνικά κράτη, με όλες τις ποικιλίες και τις διαφορές στην ύφανσή τους, συνεχίζουν να αποτελούν σημαντικά υποκείμενα και φορείς ιστορικού νοήματος. Το ζητούμενο είναι αυτή η διαπίστωση – εμπειρική στην ουσία της – να μη γίνει πάτημα για το πέρασμα από την αφελή ιδέα μιας ειδυλλιακής παγκοσμιοποίησης σε κυνικούς και κοντόθωρους εθνικισμούς.
Και στο πεδίο των ιδεών, λοιπόν, το ταξίδι μας προς τα πίσω, στις εποχές της εμπόλεμης, αγωνιστικής επινόησης του έθνους, έχει να προσθέσει κάτι στις ιδέες μας για το σήμερα. Η ιδεολογία του ελληνικού αγώνα της Ανεξαρτησίας ήταν ένας φιλελεύθερος ρομαντισμός, μια σύνθεση του ενθουσιασμού με τη διαισθητική (συχνά) αναζήτηση νεωτερικών θεσμών και σχημάτων βίου. Αυτό που ορισμένοι συντηρητικοί είδαν συχνά σαν «αλλοίωση» του πνεύματος του Αγώνα, την υιοθέτηση θεσμών με τη συμβολή δυτικών προτύπων, ήταν μια ανοιχτή και αναγκαία δυναμική: το κοινοτικό και το πολιτικό, οι συναισθηματικές και οι έλλογες ικανότητες και ευαισθησίες συνυφάνθηκαν για να δώσουν μορφή στην αφηρημένη ιδέα του «ελληνισμού».
Στις δημόσιες ιδέες που μας νοιάζουν σήμερα, παρά το χάσμα που διακρίνει τον καιρό μας από τον ορίζοντα του ’21, ο αντίστοιχος φιλελεύθερος ρομαντισμός είναι η ανακάλυψη πως δεν μπορούμε να υπάρξουμε ως κοινωνία ατόμων – ατομικών δικαιωμάτων ή προσωπικών σχεδίων –δίχως μια έννοια κοινωνικής δεσμευτικότητας και συλλογικού αυτοπεριορισμού. Τα πολιτικά σχέδια πρέπει να επικοινωνούν με τα κοινωνικά συναισθήματα αλλά η πολιτική δεν μπορεί να υποτάσσεται σε αυτό που ο Ανδρέας Πανταζόπουλος έχει ονομάσει προ καιρού «δημοκρατία της συγκίνησης».
Στην επιστροφή στις πηγές της εθνικής ιδεολογίας – γιατί στην Ελληνική Επανάσταση και αργότερα σμιλεύτηκαν εικόνες και οράματα του ελληνικού βίου – υπάρχει πάντα το ρίσκο των απλουστεύσεων για χάρη κάποιου εύληπτου και διδακτικού εθνικού αφηγήματος. Αυτό έγινε κατά κόρον σε συζητήσεις για το ελληνικό αντιστασιακό ήθος, για τον ρόλο των ξένων δυνάμεων και ιδίως για το αν η Επανάσταση υπήρξε αποτέλεσμα κυρίως λαϊκών ενεργειών και «από τα κάτω» διεργασιών ή πρωτοβουλιών από πεφωτισμένες μειοψηφίες και ελίτ. Το καλό είναι πως όλα αυτά τα ζητήματα τα έχει, εν πολλοίς, απαντήσει η έρευνα και η πολύπλευρη συζήτηση των σοβαρότερων ιστορικών. Σήμερα το δίπολο λαϊκισμού και ελιτισμού δεν μπορεί να χρησιμεύσει ούτε στην κατανόηση της ιστορίας μας ούτε στην ανανέωση της σκέψης για τη δημόσια και πολιτική ζωή. Είναι σαν εκείνο το άλλο μυθικό δίπολο της επανάστασης και της μεταρρύθμισης που είχε νόημα μόνο μέσα στον περιορισμένο χώρο των σοσιαλιστικών αναζητήσεων.
Εγινε φανερό και από την πανδημική κρίση πως τα νέα δημόσια προβλήματα χρειάζονται και τον λόγο των ειδικών και την ενεργοποίηση των πολιτών, την ενισχυμένη συμβολή της επιστήμης και ένα δημοκρατικό δημόσιο πνεύμα. Οπως η Επανάσταση φτιάχτηκε και από τα πάνω και από τα κάτω, από διπλωμάτες, εμπόρους ή λογίους και συγχρόνως από εκείνους που επωμίστηκαν την υλική και αγωνιστική εμπειρία του Αγώνα, έτσι και οι σύγχρονες μάχες δεν μπορεί να δοθούν με προφυλαγμένους ελιτισμούς ή αντιδραστικούς λαϊκισμούς.
Ο αναστοχασμός της επετείου μπορεί επομένως να συνδεθεί πειστικά με τα πιο επείγοντα πολιτικά και υπαρξιακά μας ζητήματα. Και όποτε το επιτυγχάνουμε αυτό, μπορούμε και θέτουμε και τα σωστά ερωτήματα, ακόμα και αν οι απαντήσεις μας αποκλίνουν και διαφέρουν αισθητά.
*Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.