Είμαι στο τραμ. Είναι παραμονές Χριστουγέννων. Ατμόσφαιρα εορταστική. Συνωστισμός. Ακριβώς εμπρός μου μια μικρή γύρω στα δεκαοχτώ μιλάει στο κινητό της με τον… Τάκη! Οπως όλοι έχουμε πληροφορηθεί, εκόντες άκοντες. Η στεντόρεια φωνή της δονεί την ατμόσφαιρα διαπερνώντας τη μάσκα όσο εξάλλου και το αισθηματικό της δράμα. Θα μπορούσε να μιλάει πιο σιγά και πιο διακριτικά, αλλά δεν της περνάει καν από το μυαλό. Κι εδώ ακριβώς έγκειται το πρόβλημα. Που συμπυκνώνει μιαν ολόκληρη κουλτούρα επικοινωνίας. Ή, καλύτερα, επίδειξης της επικοινωνίας. Αλλά όχι της ουσιαστικής κοινωνίας. Της συμμετοχής. Ζούμε στην εποχή που οι άνθρωποι – ιδιαίτερα οι νέοι – αγαπάνε πιο πολύ το κινητό παρά τον διπλανό τους. Επειδή ίσως αυτό φαντάζονται ότι είναι η ιδανική προέκταση του εαυτού τους.
Εν τω μεταξύ ο Τάκης, όπως πληροφορούμαστε συγκινημένοι, κάνει νερά, η μικρή δακρύζει – κι άλλα νερά – η σχέση καταποντίζεται – ωκεανός υδάτων. Συγχρόνως όλο το τραμ παίρνει, θέλοντας και μη, θέση. Ως αυτήκοοι μάρτυρες. Αλλοι είναι με τον Τάκη – όχι εγώ -, άλλοι με τη δακρυρροούσα μικρή – εγώ. Ουδείς όμως μένει αμέτοχος. Ασχετο πλην σχετικό: Αρκετοί από τους θεατές του δράματος κρατούν ένα πλαστικό κυπελλάκι καφέ και το προστατεύουν σαν μωρό. Είναι αυτό που θα το περιφέρουν αργόσχολα όλη τη μέρα, στο μετρό, στον δρόμο, στη δουλειά ως ένδειξη ότι «σχολάζουν», ακόμη κι αν τυπικά κάνουν κάτι, ότι «διακόπτουν», ότι δεν δεσμεύονται παρά την όποια εργασία τους. Οτι είναι παθητικοί αποδέκτες αρνούμενοι να εκτεθούν με πράξεις. Ο αιώνιος καφές που βολοδέρνει στα χέρια τους συμβολικά είναι η προέκταση των διακοπών του καλοκαιριού μέσα στον χειμώνα. Πως, δείτε, εμείς είμαστε αλλού. Φαντάζομαι τον Τάκη να πίνει επίσης τον φραπέ του ενώ χωρίζει. Από πλαστικό κυπελλάκι. Ιδιο με την ποιότητα των συναισθημάτων του.
Το, εύκολο, συμπέρασμα είναι ότι τα ριάλιτι και οι «ήρωες» της τηλεόρασης είναι πλέον εθισμός και υπαγορεύουν δεσποτικά τις συμπεριφορές της καθημερινότητας στους πιο ευάλωτους από τον πληθυσμό. Ενώ όλοι, ή σχεδόν, παίζουμε τους ρόλους της ζωής μας όποτε μας δοθεί η δημόσια ευκαιρία νομίζοντας επιπλέον ότι έχουν ενδιαφέρον. Η διακριτικότητα δεν θεωρείται καθόλου της μόδας. Εναλλάσσοντας επίσης θέσεις κατά το δοκούν πίσω και εμπρός από την κλειδαρότρυπα. Θεατές και θέαμα μαζί. Χωρίς τη σιωπή και την ενδοσκόπηση που χρειάζονται για να διεκδικηθεί το, αναγκαίο, βάθος της ύπαρξης. Χωρίς αναστοχασμό. Ανθρωποι που είναι μόνο όπως φαίνονται. Που εξαντλούνται εξαντλώντας τον περίγυρό τους χωρίς μυστήριο ή αίνιγμα. Με στριγκές φωνές, όξινες, οξείες.
Φαντάζομαι τον Τάκη να απαντάει. Να φωνασκεί κι αυτός με τη σειρά του χειρονομώντας μέσα σ’ ένα κατάμεστο λεωφορείο ή στην άκρη ενός μπαλκονιού κάπου στο Παγκράτι ή το Φάληρο. Εις επήκοον όλης της γειτονιάς. Σε λαϊκή απογευματινή.
Μ’ άλλα λόγια, δεν χρειάζονται, δεν υπάρχουν ούτε ιδιωτικός βίος, ούτε προσωπικά μυστικά. Ολα είναι δημόσια ή μάλλον όλα είναι φανερά. Ολα στη φόρα (σωστότερα «στα φόρα» από το forum). Ακόμη και τα απόκρυφα. Ή, μάλλον, κυρίως αυτά. Το γιατί δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Ισως φταίει η λαγνεία της εικόνας που θεοποιείται στην εποχή μας – ιδιαίτερα αυτής που στερείται βαθύτερου νοήματος – ίσως το σταρ σύστεμ που ανακλαστικά υποβάλλει στον καθένα την πεποίθηση ότι (πρέπει να) είναι πρωταγωνιστής, «επώνυμος», διάσημος, έστω, για ελάχιστο χρόνο. Ο πρωταγωνιστής της ζωής του της ίδιας που έτσι δεν φαίνεται πόσο ασήμαντη είναι στην πραγματικότητα. Φτάνουμε πια στο τέρμα της διαδρομής, αλλά δεν έχουμε δει ακόμη την κορύφωση της τραγωδίας. Ο Τάκης, σαφώς, έχει πάρει τις αποφάσεις του, η μικρή, πλήρως απομονωμένη παρά το πλήθος, φτάνει σε αγωνιώδες κρεσέντο σαν υψίφωνος πριν από την αυλαία. Σαν τσεχοφική ηρωίδα. Μου λείπει, τη στιγμή αυτή, η μουσική. Ιδιαίτερα αυτή η μουσική που συνοδεύει τις τρομακτικές ειδήσεις των ιδιωτικών διαύλων. Μου λείπει επίσης το πρόσωπο του Τάκη. Για να συμπληρωθεί η εικόνα. Αν είναι και ανεμβολίαστος ακόμη καλύτερα. Για να του ρίξω ένα σκαμπίλι.
ΥΓ.: Θα ανοίξετε το στοματάκι σας; Ποιο δοντάκι πονάει; Μου λέει στοργικά ο οδοντίατρός μου. Να δω το εισιτηριάκι σας; Συνεχίζει η ταξιθέτρια στο θέατρο. Να και το κρασάκι σας! Πώς προτιμάτε τα μπιφτεκάκια σας; Με αποτελειώνει ο σερβιτόρος. Πρόκειται, τελικά, για μιαν ολόκληρη κοινωνία που παιδιαρίζει, αρνούμενη να ενηλικιωθεί ή η σχέση με τη γλώσσα δραματικά υποβιβάζεται σε επίπεδο νηπίων; Ή, ακόμη χειρότερα, μειώνουμε συνειδητά τα μεγέθη γύρω μας για να ψηλώσουμε κάπως εμείς; Για να νιώσουμε εμείς πιο άνετα; Ειλικρινά η χρήση και κατάχρηση των υποκοριστικών από τους πάντες αντί να με κάνουν να αισθανθώ πιο χαλαρά και οικεία, μου προκαλεί φρίκη. Για τον αυτοματισμό και την εργαλειοποίηση της γλωσσικής λειτουργίας και της επικοινωνιακής διαδικασίας. Μιλώντας έτσι, αρνιόμαστε άμεσα να αναλάβουμε την ευθύνη των λόγων και έμμεσα των έργων μας. Η άλλη πληγή είναι οι ευχές. Τα καλή επιτυχία, καλή διασκέδαση, καλή ακρόαση, καλό παράδεισο. Και η κορωνίδα: Καλή απόλαυση. Ή, για τους πιο μερακλήδες, καλή απολαυσούλα!
ΥΓ. 2: Μέσα στο τραμ, τελικά, συνειδητοποίησα γιατί δεν εμβολιάζονται οι συμπατριώτες μας. Μα επειδή είναι ήρωες! Απόγονοι των Σαλαμινομάχων και των ελεύθερων πολιορκημένων του Μεσολογγίου. Επειδή δεν φοβούνται τον θάνατο και τον μοιράζουν γενναία και στους ίδιους και στους διπλανούς τους. Σε όλους αυτούς ας αφιερώσουμε τώρα ένα «Ασθμα ηρωικό και πένθιμο». Χρόνια πολλά οι υπόλοιποι!
Ο κ. Μάνος Στεφανίδης είναι καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο ΕΚΠΑ.