Μία σφοδρή οικονομική κρίση σχεδόν πάντα οφείλεται σε μία βαθιά πολιτική κρίση. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται και στην περίπτωση της δριμείας οικονομικής κρίσης που αντιμετωπίζει η Τουρκία. Η τουρκική οικονομία παρά τα σημαντικά της πλεονεκτήματα (πρωτογενής και δευτερογενής παραγωγή, βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας, τουριστικό προϊόν υψηλής ποιότητας, χαμηλό κόστος εργασίας κ.λπ.), κλυδωνίζεται έντονα εξαιτίας των πολιτικών επιλογών του Ρ.Τ. Ερντογάν.
Η τουρκική λίρα υποτιμάται διαρκώς και πλέον η ισοτιμία με το δολάριο ΗΠΑ έχει διαμορφωθεί στο 1:15,23. Ο επίσημος πληθωρισμός υπολογίζεται στο 20%, αλλά ο πραγματικός πληθωρισμός προσεγγίζει το 50%. Σύμφωνα μάλιστα με τους ειδικούς, εάν δεν συμβεί κάποιοι θαύμα, αναμένεται στις αρχές του 2022 να ανέλθει στο 60%. Το βιοτικό επίπεδο των Τούρκων πολιτών έχει καταβαραθρωθεί και πλέον η κάλυψη ακόμα και των στοιχειωδέστερων αναγκών (διατροφή, θέρμανση, ένδυση) φαντάζει ανέφικτη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η τουρκική κρατική προπαγάνδα προέβαλε ως το «όγδοο θαύμα του κόσμου» την επίσκεψη (ύστερα από επίσημη πρόσκληση του Ρ.Τ. Ερντογάν) του Mohammed bin Zayed Al Nahyan, πρίγκιπα διαδόχου του Abu Dhabi, στην Τουρκία στις 24/11/2021.
Την ίδια στιγμή ορισμένοι αναλυτές και αρθρογράφοι στην Ελλάδα έσπευσαν, με τη γνωστή «νεοελληνική» σπουδή και προχειρότητα, να χαρακτηρίσουν την εξέλιξη αυτή ως ανατροπή ή ακόμα και κατάρρευση των σχέσεων της Ελλάδος με τα ΗΑΕ.
Και ενώ οι πεσιμιστικές αυτές ελληνικές φωνές ηχούσαν ακόμα, ακολούθησε η οργισμένη δήλωση του ηγέτη του CHP (Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος) Kemal Kılıçdaroğlu, ο οποίος υποσχέθηκε μέσω των τουρκικών ΜΜΕ ότι «θα βγάλει τη συμφωνία αυτήν από τη μύτη του Ρ.Τ. Ερντογάν και των Εμιρατιανών», επειδή με τη συγκεκριμένη συμφωνία ο Τούρκος πρόεδρος «ξεπουλά τη μουσουλμανική αδελφότητα και φιλέτα της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας».
Με αυτά τα δεδομένα, πρέπει να αναζητήσουμε την πραγματική σημασία της επίσκεψης του πρίγκιπα διαδόχου του Abu Dhabi στην Τουρκία τόσο για την τουρκική οικονομία και την τουρκική εξωτερική πολιτική όσο και για τις σχέσεις της Ελλάδος με τα ΗΑΕ.
Αναμφίβολα, τα ΗΑΕ γνωρίζουν καλά τον καιροσκοπισμό του Ρ.Τ. Ερντογάν και τα νεο-οθωμανικά σχέδιά του. Ως εκ τούτου, πρόθεση των ΗΑΕ προφανώς δεν είναι να διασώσουν την τουρκική οικονομία ή να συνάψουν σχέσεις ειλικρινούς φιλίας και συνεργασίας με την Τουρκία. Αντιθέτως, επιχειρούν να εκμεταλλευτούν την παρούσα εξαιρετικά δυσμενή για τον Τούρκο πρόεδρο οικονομική συγκυρία, προκειμένου έναντι πινακίου φακής να αποκτήσουν τον έλεγχο κρίσιμων υποδομών (όπως κομβικών λιμένων και χώρων logistics) και τομέων της τουρκικής οικονομίας (υγεία, ενέργεια, υψηλή τεχνολογία, αμυντική βιομηχανία, γεωργία, τρόφιμα), ώστε να μπορούν να της προκαλούν ισχυρούς οικονομικούς κραδασμούς, όταν το κρίνουν σκόπιμο για τα συμφέροντά τους.
Στον αντίποδα, πρόθεση του Ρ.Τ. Ερντογάν είναι πρωτίστως να υπονομεύσει τη συμφωνία αμυντικής συνεργασίας της Ελλάδος με τα ΗΑΕ και δευτερευόντως να αποπροσανατολίσει τους Τούρκους πολίτες από τη ζοφερή οικονομική πραγματικότητα που βιώνουν.
Σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, η πρόσφατη συμφωνία οικονομικού περιεχομένου μεταξύ ΗΑΕ και Τουρκίας αποτελεί μία όχι ευχάριστη εξέλιξη, αλλά και μία πρώτης τάξεως υπόμνηση ότι οι σημαντικότατες διμερείς (αμυντικές, οικονομικές κ.λπ.) συμφωνίες που έχουμε συνάψει με άλλες χώρες απαιτούν διαρκή καλλιέργεια και ανάπτυξη, προκειμένου να μην υπονομευτούν από τρίτους παράγοντες…
Ο κ. Κωνσταντίνος Παΐδας είναι αναπληρωτής καθηγητής του ΕΚΠΑ.