Εχω απόλυτη συνείδηση πως όλα είναι εύκολα για τους «προπονητές του καναπέ», όπως και τους «στρατάρχες του καφενείου», οι οποίοι από την άνεση του καθίσματός τους κραυγάζουν «δεξιότερα, Κουροπάτκιν». Αλλωστε στο επίπεδο των θεωρητικών αρχών, «στον Παράδεισο των εννοιών», όπως έλεγε ο Στάμλερ, όλα είναι εύκολα και πάντως πολύ ευκολότερα απ’ ό,τι στη – συχνά κολασμένη και φλεγόμενη – πολιτική, κοινωνική, οικονομική ή/και υγειονομική πραγματικότητα.
Δεν μπορώ, ωστόσο, να μην επισημάνω πως η καθολική οιονεί ποινικοποίηση – και μάλιστα με ανά μήνα ανανεούμενη ποινή – μιας ατομικής επιλογής, όπως είναι ο μη εμβολιασμός, οδηγεί σε κάποια κάμψη των βασικών αξιών και προταγμάτων του φιλελεύθερου κράτους. Πάντα βέβαια επί θεωρητικού επιπέδου.
Πιο συγκεκριμένα: Οι ατομικές ελευθερίες ασφαλώς και δεν είναι απεριόριστες. Και όπως σωστά έχει λεχθεί, «ο κατάλογος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι νοητός μόνο ως υστερόγραφο στον κατάλογο των ανθρωπίνων υποχρεώσεων».
Υπ’ αυτή την έννοια ασφαλώς και το κράτος – χωρίς να χάνει τον χαρακτήρα του ως φιλελεύθερου και δημοκρατικού θεσμού – μπορεί να επιβάλ(λ)ει περιορισμούς στις ελευθερίες των ιδιωτών. Αλλά υπό μια προϋπόθεση. Πως οι εν λόγω περιορισμοί είναι προσανατολισμένοι και αποσκοπούν σε ένα υπέρτατο αγαθό: την προστασία του κοινωνικού συνόλου, η οποία αποτελεί πρωταρχική μέριμνα και υποχρέωση του κράτους, κάθε μορφής κράτους.
Ο, με επαπειλούμενη οικονομική ποινή, ουσιαστικός εξαναγκασμός σε εμβολιασμό όλων των ατόμων που υπερβαίνουν κάποια ηλικία (πλην φυσικά εκείνων τους οποίους η οικονομική τους κατάσταση τους καθιστά αδιάφορους στον καταλογισμό του προβλεπόμενου μηνιαίου πρόστιμου) υπαγορεύεται άραγε από την υποχρέωση και το δικαίωμα του κράτους να προστατεύσει κοινωνικά αγαθά υπέρτερα της ελευθερίας του εξαναγκαζόμενου ατόμου;
Εκ πρώτης όψεως θα έλεγε κανείς πως οι ανεμβολίαστοι ηλικιωμένοι, κυκλοφορώντας στους δρόμους, δεν συνιστούν δημόσιο κίνδυνο, αφού δεν είναι υπερμεταδότες: Σπανιότατα στις μεγάλες ηλικίες η προσβολή από τον κορωνοϊό, λένε οι επιστήμονες και τα στατιστικά δεδομένα, δεν παράγει συμπτώματα, άρα εφόσον οι μεγάλοι άνθρωποι δεν είναι ασυμπτωματικοί, δεν είναι και κοινωνικά επικίνδυνοι. Με ποιο δικαίωμα, λοιπόν, να τους εξαναγκάσει το – φιλελεύθερο – κράτος; Σύμφωνα με τις αξίες του, για τη ζωή τους αποφασίζουν μόνον οι ίδιοι.
Να δεχθώ, ωστόσο, πως οι ανεμβολίαστοι ηλικιωμένοι εμμέσως απειλούν τη δημόσια υγεία, εφόσον σε περίπτωση νόσησής τους είναι πολλαπλασίως πιθανότερο να χρειαστούν νοσηλεία, αποστερώντας έτσι από το δημόσιο σύστημα υγείας κλίνες αξιοποιήσιμες από έτερους πάσχοντες και όχι τους εξ ιδίας αμελείας ασθενήσαντες. Οπότε και πάλι η πολιτεία δικαιούται να περιστείλει τις ατομικές ελευθερίες τους. Και ακόμη περισσότερο να δεχθώ πως – μολονότι θεωρητικώς συμβατό προς τις φιλελεύθερες αρχές – θα ήταν υπερβολικό το κράτος να πει, «δεν περιορίζω κανέναν ηλικιωμένο ανεμβολίαστο να κυκλοφορεί ελεύθερα, εφόσον όμως υπογράψει δήλωση παραίτησης από το δικαίωμα νοσηλείας, ακόμη και σε ιδιωτικές δομές, εφόσον προσβληθεί από covid, ιδίως αν υπάρχει έλλειψη κλινών». Στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν είναι απλώς ηθικώς απαράδεκτο, είναι πρακτικώς αδύνατον να εφαρμοστεί.
Τούτων δοθέντων, όμως, εκείνο που θα έπρεπε να δικαιούται να κάνει το φιλελεύθερο κράτος είναι να αποτρέψει τη δυνατότητα των ανεμβολίαστων να αναπτύσσουν εκείνη τη δραστηριότητα που ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη λειτουργία του συστήματος υγείας. Δηλαδή να τους απαγορεύσει την ελεύθερη κυκλοφορία, απαγόρευση της οποίας η καταπάτηση εύλογα θα μπορούσε να επισύρει αυστηρότατες, παραδειγματικές ποινές. Με ποιο δικαίωμα, όμως, μπορεί ένα ως φιλελεύθερο προσδιοριζόμενο κράτος να τιμωρεί για την επιλογή του κάποιον που λέει «προκειμένου να εμβολιαστώ, το οποίο δεν επιθυμώ, προτιμώ, επιλέγω και αποδέχομαι να μη βγαίνω καθόλου από το σπίτι μου, όπου ζω μόνος, άρα κατά καμία έννοια, αμέσως ή εμμέσως, δεν θέτω σε κίνδυνο δημόσιο αγαθό»; Η τιμωρία ενός ατόμου που θα ήθελε να κάνει μια τέτοια επιλογή είναι άραγε συμβατή με τις αξίες του φιλελευθερισμού, θα διερωτάτο κάποιος (έστω θεωρητικώς και αφελώς).
Και αν η απάντηση εστιάσει στο ότι η σχετική υποστολή των φιλελεύθερων αξιών καθίσταται εν προκειμένω επιτρεπτή, λόγω της αποτελεσματικότητας ενός τέτοιου μέτρου που θα ωθούσε σε αύξηση των σωτήριων εμβολιασμών, η ανταπάντηση θα ήταν πως ακόμη αποτελεσματικότερη θα ήταν η επαναφορά για τους ανεμβολίαστους της θανατικής ποινής, ή έστω – δεδομένης της συνταγματικής απαγόρευσής της πλέον – η πρόβλεψη ισόβιας κάθειρξης.
Αυτούς τους προβληματισμούς θέτω στον εαυτό μου ως διανοούμενος, με τη βεβαιότητα πως άλλους θα μου έθετα αν ήμουν πολιτικός, ιδίως υπεύθυνος για το δημόσιο ταμείο ή το δημόσιο σύστημα υγείας.
*Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.