Σε έναν κόσμο αβεβαιότητας, όπως είναι ο κόσμος της πολιτικής, η πολιτική ζωή της χώρας μας πορεύεται σήμερα με δύο «βεβαιότητες»: Πρώτον, πως οι επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν με απλή αναλογική. Δεύτερον, πως ένα τουλάχιστον από τα βασικά πολιτικά κόμματα του τόπου θα εμφανιστεί με νέα ηγεσία. Αλληλοσυνδεόμενα αυτά τα δύο, δημιουργούν προοπτικές ενδιαφέρουσες που αξίζει να διερευνηθούν.
Εν πρώτοις, η λεγόμενη «αναλογική δημοκρατία» στην Ευρώπη – στην αμερικανική ήπειρο απουσιάζει η σχετική κουλτούρα, άλλωστε εκεί ο κοινοβουλευτισμός δεν είναι ο κανόνας – παρουσιάζεται με τρεις λειτουργικές εκδοχές, που αντιστοιχούν σε διαφορετικές περιοχές της ηπείρου: Α) Τη βορειοευρωπαϊκή εκδοχή – εμφανιζόμενη κυρίως στη Σκανδιναβία – του λεγόμενου «αρνητικού κοινοβουλευτισμού», όπου είναι συνήθεις οι κυβερνήσεις κοινοβουλευτικής μειοψηφίας. Κυβερνήσεις, δηλαδή, με πολιτική ανοχή κάποιων εξωκυβερνητικών/αντιπολιτευτικών κομμάτων. Β) Τη δυτικοευρωπαϊκή εκδοχή – Γερμανία, Ολλανδία Βέλγιο κ.λπ. – όπου χρειάζονται πολύμηνες, ενίοτε πολυετείς, μετεκλογικές διαπραγματεύσεις, οι οποίες συνήθως οδηγούν σε κυβερνήσεις με προγραμματικό συμβιβασμό, κάποιοι λένε «ευνουχισμό». Οπωσδήποτε, για μεγάλο μέρος του χρόνου, τις τύχες των χωρών αυτών – στην πραγματικότητα τη διαχείριση μόνο των τρεχουσών υποθέσεων – τις έχουν μεταβατικές πολιτικοϋπηρεσιακές κυβερνήσεις, χωρίς νομιμοποίηση. Γ) Τη νοτιοευρωπαϊκή εκδοχή, που απλώς δεν λειτουργεί. Σήμερα στο μεγαλύτερο μέρος της «αναλογικής» Νότιας Ευρώπης, από τα ανατολικά και κεντρικά Βαλκάνια έως την Πορτογαλία – που νόμισε πως θα μπορούσε να μιμηθεί τη Δανία -, «αναζητείται» κυβέρνηση. (Πιο χαρακτηριστική, βέβαια, η περίπτωση της Βουλγαρίας, με τρεις εκλογές το τελευταίο εξάμηνο! Τις πλέον πρόσφατες, δε, τις χαρακτήρισαν – εκτός από την ενίσχυση του «νεοανδρικού» κόμματος των Βασίλιεφ και Πέτκοφ – η τραγικά υψηλή αποχή, αφού η κοινωνία κουράστηκε να ψηφίζει για μια κυβέρνηση που τελικώς δεν εκλέγεται.)
Οσον αφορά τη χώρα μας τώρα, η οποία θα αναδείξει αναλογικά Κοινοβούλιο για πρώτη φορά μετά τις εκλογές της περιόδου 1989-1990 (αυτές ήταν οι μοναδικές αναλογικές εκλογές στην Ελλάδα από το 1951), υπάρχει άραγε περίπτωση να προκύψει βιώσιμη συγκυβέρνηση;
Θεωρητικώς, το πολιτικό στίγμα των δύο εκ των τριών βασικών διεκδικητών της ηγεσίας του ΠαΣοΚ – τρεις είναι, αν παραμείνει μέχρι τέλους ο ΓΑΠ στην κούρσα, προσωπικά όμως δεν είμαι βέβαιος γι’ αυτό – καθιστά υποστηρίξιμο και πάντως όχι εξωπραγματικό το σενάριο μετεκλογικής κυβερνητικής σύμπραξης του κόμματος αυτού με τη ΝΔ. Με πρωθυπουργό είτε τον Μητσοτάκη είτε άλλον. (Στις συγκυβερνήσεις ο πρωθυπουργός δεν προέρχεται πάντα από τον μεγαλύτερο κυβερνητικό εταίρο.)
Ειδικά, μάλιστα, οι θέσεις Λοβέρδου σε πολλά ζητήματα – συνδεόμενα με τη δημόσια τάξη ή μάλλον την κοινωνική ευταξία, το κράτος του νόμου, την απονομή δικαιοσύνης, την οικονομική ανάπτυξη, ακόμη και τους διεθνοπολιτικούς προσανατολισμούς της χώρας – γειτνιάζουν τόσο με τις αντίστοιχες της ΝΔ, που ένα τέτοιο σενάριο θα ήταν λογικό.
Ωστόσο και οι δύο καθ’ υπόθεσιν πρωταγωνιστές αυτής της μελλοντικής κατάστασης έχουν και λόγους να μην την ευνοήσουν: Ο μεν Μητσοτάκης γιατί μάλλον θα διαθέτει τη δυνατότητα, προκαλώντας δεύτερες εκλογές με το νέο εκλογικό σύστημα, να διασφαλίσει άλλη μια περίοδο αυτοδύναμης κυβέρνησης. (Ενα 37,5% θα προσφέρει αυτοδυναμία αν τα εκτός Βουλής κόμματα συναθροίσουν 10%.) Ο δε Λοβέρδος επειδή στις συγκυβερνήσεις, κατά τη διεθνή εμπειρία, είναι συνήθως ο ελάσσων κυβερνητικός εταίρος που υφίσταται το κύριο μέρος της κυβερνητικής φθοράς. Πολλώ μάλλον που αν μπει σε μια κυβέρνηση Μητσοτάκη, θα «ενσωματωθεί» σε ένα ήδη κουρασμένο κυβερνητικό σχήμα, με εξαντλημένα τα περιθώρια κοινωνικής ανοχής, ενώ μπορεί να ανακοπεί η σήμερα καταγραφόμενη ανοδική δυναμική του πολιτικού χώρου του.
Μάλιστα μια τέτοια ενδεχόμενη συγκυβέρνηση θα δημιουργούσε ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΥΟ ΕΤΑΙΡΟΥΣ ΤΗΣ την ανησυχία μήπως οδηγήσει σε επανενίσχυση/πολιτική «νεκρανάσταση» του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και μήπως ευνοήσει τις αντισυστημικές δυνάμεις των άκρων.
Τούτων δοθέντων, κάποιος θα έπρεπε να στοιχηματίσει άραγε σε συγκυβέρνηση ή σε επαναπροσφυγή στις κάλπες;
Προσωπικά, θεωρώντας πιθανότερη εξέλιξη τις δεύτερες εκλογές, δεν θα απέκλεια παντελώς μια συγκυβέρνηση Μητσοτάκη – Λοβέρδου (αλλά ούτε καν του Μητσοτάκη με τον πραγματιστή Ανδρουλάκη). Κυρίως επειδή ένα τέτοιο σχήμα – με δεδομένο πως στη συνέχεια η επόμενη αποτύπωση της λαϊκής κυριαρχίας θα γίνει με άλλης λογικής εκλογικό σύστημα – δεν θα σήμαινε τη μετάβαση στη δυσλειτουργική, κυρίως στη χώρα μας, «αναλογική δημοκρατία», αλλά απλώς θα άνοιγε μια «αναλογική παρένθεση». Με δυνατότητα, στο χρονικό σημείο που θα κριθεί πρόσφορο – και πιθανόν χωρίς εξάντληση της τετραετίας -, να δρομολογηθεί, ίσως με μια τεχνητή κρίση, η επιστροφή στην παραγωγή μονοκομματικών κυβερνήσεων.
Κρατάω, πάντως, μια μικρή πιθανότητα – σε ενδεχόμενο εκλογής Λοβέρδου, η οποία θα στερούσε από τον ΣΥΡΙΖΑ κάθε προεκλογικό αφήγημα για προοπτική «προοδευτικής κυβέρνησης» -, ο Τσίπρας να συναινούσε στην ΑΜΕΣΗ κατάργηση της απλής αναλογικής: Πιθανότατα επειδή θα ανησυχούσε να μην υποστεί σειρά ηττών, που θα έθεταν σε κίνδυνο την εσωκομματική κυριαρχία του, δεν θα απέκλεια ολοσχερώς μια δήλωσή του του τύπου «αφού τα άλλα ιστορικώς αντιδεξιά κόμματα αποκλείουν την προοδευτική συγκυβέρνηση – ενώ κάποια εξ αυτών έχουν καταστεί ουραγοί της ΝΔ -, για να μην ταλαιπωρείται ο τόπος με αλλεπάλληλες εκλογές, δέχομαι τον νέο εκλογικό νόμο και διεκδικώ την πολιτική έκφραση όλης της προοδευτικής παράταξης, απέναντι σε όσους ενσαρκώνουν τον ακραίο και αντικοινωνικό συντηρητισμό, καθώς και τους κρυφούς συμμάχους τους». Βέβαια «προβλέπω, άρα απατώμαι» έλεγε ο Πολ Βαλερί…
*Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης.