Αν υπάρχει κάτι ως διαχρονική «αξία» στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ όλα αυτά τα χρόνια, από το 2012 οπότε και αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση έως σήμερα που και πάλι κατέχει την ίδια θέση στο πολιτικό προσκήνιο, είναι το πώς προσεγγίζει τη λειτουργία του Τύπου στη χώρα. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπάρχουν ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης. Οπως δεν υπάρχουν και δημοσιογράφοι που λειτουργούν με οδηγό την αλήθεια, τη δημοσιογραφική δεοντολογία και την αντικειμενικότητα (εξαιρούνται φυσικά όσοι προωθούν τις θέσεις του, και «λιβανίζουν» τον κ. Τσίπρα). Ολοι, ΜΜΕ και δημοσιογράφοι, είναι εξωνημένοι. «Τα πιάνουν» από την κυβέρνηση και τα payroll της οικονομικής ολιγαρχίας, υπηρετώντας έναν και μόνο στόχο: την απαξίωση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του αρχηγού της, του κ. Τσίπρα. Αρκεί να διαβάσει κανείς την πρότασή του για τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής, αναφορικά με τη «λίστα Πέτσα», για να αντιληφθεί την απίστευτη επιμονή σε αυτή την ελεεινή προσέγγιση, η οποία πλέον έχει στοιχεία εμμονικής καταδίωξης.
Καθετί που γράφεται στον έντυπο Τύπο ή που λέγεται από τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις και δεν συμβαδίζει με τις απόψεις του ΣΥΡΙΖΑ ή του επικεφαλής του, δεν είναι τίποτε περισσότερο από το αποτέλεσμα της εξαγοράς των μέσων ενημέρωσης και των δημοσιογράφων από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Διεκδικώντας θέσεις διευθυντών ειδήσεων, όπως και δημοσιογράφων, αναλυτών κ.λπ., τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και ο ίδιος ο πρόεδρός της, επιδίδονται σε συνεχείς επιθέσεις κατά των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων. Δεν κρατούν ούτε τα προσχήματα, υποδεικνύοντας πώς θα κάνουν τη δουλειά τους, επειδή δεν προωθούν και δεν εξυπηρετούν το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ.
Εζησα, όπως και άλλοι συνάδελφοί μου εδώ, τη συντονισμένη επιχείρηση της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να αλώσουν τον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη, με ύποπτες κινήσεις και με υπόγειες, σκοτεινές πρωτοβουλίες. Χρησιμοποιώντας ως αιχμή το τραπεζικό σύστημα το οποίο ήλεγχαν απόλυτα, και με μεθοδεύσεις που θύμιζαν τις πιο παρακμιακές μορφές διακυβέρνησης, επιχειρήθηκε να τεθεί ο ΔΟΛ υπό τον έλεγχο της τότε κυβέρνησης. Και όταν αυτό δεν επετεύχθη χάρις στην αντίδραση των εργαζομένων, ξεκίνησε ένας ανηλεής πόλεμος με στόχο να σβήσουν από το χάρτη «ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ», τη ζωντανή ιστορία του ελληνικού Τύπου. Οπως έγινε με το MEGA.
Η αποτυχία του εγχειρήματος είχε ως αποτέλεσμα μέσα και δημοσιογράφοι να εντοιχιστούν κάτω από συκοφαντικές ταμπέλες, πολύ απλά διότι «δεν συνεμορφώθημεν προς τα υποδείξεις»…
Αυτός ο πόλεμος συνεχίζεται, και θα συνεχίζεται όσο ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιμένει να μη διαχωρίζει την έντιμη κριτική από την κακοήθεια, την εμπάθεια και τη μισαλλοδοξία.
Και όσο δεν αντιλαμβάνεται ότι είναι εντελώς προβληματικό για ένα κόμμα που φιλοδοξεί να επανέλθει στην εξουσία να αντιμετωπίζει τον Τύπο με όρους που παραπέμπουν στη σταλινική δικτατορία. Ασφαλώς δεν είναι δική μου δουλειά να κάνω υποδείξεις ή κάτι για να το αλλάξω, από τη στιγμή δε που ο ίδιος ο αρχηγός του δεν δείχνει να το κατανοεί.
Προσκολλημένος στην άρρωστη νεοκομμουνιστική αντίληψη για τον Τύπο περί «ομοιομορφίας» στα πρωτοσέλιδα ή στα δελτία των καναλιών, φαίνεται να πιστεύει ότι θα το επιτύχει τρομοκρατώντας τον, με προτάσεις για Εξεταστικές. Εννέα χρόνια τώρα, επαναλαμβάνει το ίδιο λάθος. Και επιμένει. Δεν θέλω να τη χαρακτηρίσω αυτή την επιμονή.